Ομως, σκέφτομαι τον πολιτισμό όχι μόνο ως έναν story-teller

αλλά και ως ένα σφυρί που θα δώσει σχήμα σε αυτό που έρχεται.

Βαλέχο Γκάρντνερ,
διευθυντής του Οnassis USA

Ενας βήχας στο σκοτάδι. Μια σταγόνα αίματος στο πάτωμα ενός αεροδρομίου. Ενας επισκέπτης από το εξωτερικό, που πατάει το πόδι του στη στεριά. Ενας δορυφόρος από το διάστημα, που επιστρέφει στη Γη με παγιδευμένα κομμάτια άγνωστου υλικού. Υπάρχουν πολλοί μυθοπλαστικοί τρόποι με τους οποίους μπορεί να ξεκινήσει μια πανδημία.

Η μαζική εξαφάνιση είναι μια αγαπημένη θεματολογία πολλών μορφών τέχνης και ειδικά του κινηματογράφου. Το δέλεαρ είναι ότι ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων θα πληρώσει για να παρακολουθήσει έναν τεράστιο αριθμό άλλων ανθρώπων να εξαλείφονται. Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου το σασπένς περιοριζόταν στο πιθανό πάτημα ενός κουμπιού, εκείνου που απελευθερώνει τα πυρηνικά όπλα. Η αφήγηση κορυφωνόταν στο ερώτημα: Θα το κάνει ή όχι; Το σταδιακό όμως άπλωμα του θανάτου είναι αφάνταστα πιο εθιστικό. Τίποτα δεν κυκλοφορεί τόσο δραστικά στο συλλογικό μας ασυνείδητο, αλλά και στις αισθήσεις μας, όσο μια μυθοπλασία για μια πανδημία. Ο διαγνωστικός σπινθήρας παραμένει ενεργός σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης. Σπάνια βρίσκουμε τόσο συγκινησιακή αναλογία υπαρξιακού ρίγους προς ανακούφιση. Εχοντας ως θεατές καταστείλει τη δυσπιστία μας, προϋπόθεση για κάθε επιτυχημένο μυθοπλαστικό έργο, φοβόμαστε για το τι θα μπορούσε να συμβεί σε εμάς, σε μια εποχή τρομερής καταστροφής, για να καταπνίξουμε τον φόβο μας, καθώς τα φώτα ανάβουν και συνειδητοποιούμε ότι (ευτυχώς) δεν μας έχει συμβεί τίποτα. Προς το παρόν, βέβαια.

Η επιθυμία να συναντήσουμε τους φόβους μας πρόσωπο με πρόσωπο είναι πολύ παλιά. Ο λοιμός που ξέσπασε στην Αθήνα το 430 π.Χ. μας είναι γνωστός σε όλες του τις λεπτομέρειες (συμπτωματολογία, φαινόμενα μαζικής δεισιδαιμονίας και υστερίας, ηθικές και κοινωνικές προεκτάσεις) από την πραγματεία του Θουκυδίδη, που την κατέγραψε μέσα από μια ορθολογιστική προσέγγιση και από τις καινοτομίες που εισήγαγε η ιπποκρατική ιατρική. Ενας λοιμός είχε απασχολήσει και τον Σοφοκλή στην πασίγνωστη τραγωδία του με θέμα τον Οιδίποδα. Εκείνος όμως είχε δει το θέμα μέσα από μια άλλη οπτική γωνία. Στο υπόβαθρο της τραγωδίας αναγνωρίζεται σαφώς ο αθηναϊκός λοιμός του 430 π.Χ. Ο αιφνιδιασμός και η οδυνηρή εμπειρία των Αθηναίων απηχούνται όχι μόνο στην ομαδική ικεσία του Προλόγου, αλλά και στο τραγούδι του Χορού των Γερόντων. Δεν είναι τυχαίο πως το έργο αυτό του Σοφοκλή έχασε το πρώτο βραβείο στους δραματικούς αγώνες επειδή μιλούσε στο κοινό για οικεία κακά.

Ο Σοφοκλής γράφει τον «Οιδίποδα Τύραννο» το 428, μόλις δύο χρόνια μετά την εκδήλωση του λοιμού που προκάλεσε τον θάνατο ενός μεγάλου ποσοστού των κατοίκων της πόλης, ανάμεσα στους οποίους και του ίδιου του Περικλή και μελών της οικογένειάς του.

Μια παρόμοια ώθηση έσπρωξε τον F. W. Murnau στον «Φάουστ» (1926), που ήταν η πιο ενδιαφέρουσα ταινία του. Η πιο διάσημη εικόνα στην ταινία είναι εκείνη του Μεφίστο, στο μέγεθος ενός βουνού και στο σχήμα μιας νυχτερίδας, να αγκαλιάζει μια τυπικά ήσυχη γερμανική πόλη στην οποία θα διασπείρει την πανούκλα. Οταν η πανούκλα φτάσει στην πόλη, δεν είναι κάποιος αόρατος εχθρός, αλλά μια γκρίζα ομίχλη που σέρνεται μέσα από τους δρόμους. Ενα αποτέλεσμα που ο σκηνοθέτης κατάφερε τεχνικά με τη χρήση μιας προπέλας και αιθάλης.

Ο «Φάουστ», όπως ο «Νοσφεράτου», του ίδιου δημιουργού, γυρίστηκαν, τρόπον τινά, υπό το μαύρο πέπλο της ισπανικής γρίπης, η οποία, ξεκινώντας τον Μάρτιο του 1918, σκότωσε δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους μέσα σε λίγο περισσότερο από έναν χρόνο. Το άμεσο πολιτιστικό της αποτύπωμα ήταν εξαιρετικά σπάνιο. Λες και ο θανατολάγνος Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε εξαντλήσει το συλλογικό πένθος. Ιχνη στην τέχνη δεν υπάρχουν πολλά. Στις εξαιρέσεις μια αυστηρή αυτοπροσωπογραφία του Εντβαρντ Μουνχ, που επέζησε της πανδημίας. Επίσης η αυτοπροσωπογραφία του Εγκον Σίλε, όπου εικονίζονται ο ίδιος και η σύζυγός του Εντιθ. Και οι δύο πέθαναν από τη γρίπη το φθινόπωρο του 1918. Στην εικόνα υπάρχει επίσης ένα παιδί, ανάμεσα στα πόδια της γυναίκας. Η σύζυγος του Σίλε ήταν έγκυος εκείνη την εποχή, οπότε πρόκειται για ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ.

Στους τίτλους αρχής της εξαιρετικής ταινίας «The Fly», του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ (1986), βλέπουμε μια φλου εικόνα που παραπέμπει σε ένα παλλόμενο πλήθος μικροβίων. Μέσω της μαεστρίας του σκηνοθέτη η εικόνα αυτή μεταμορφώνεται σε έναν χώρο γεμάτο ανθρώπους. Λίγο πριν από την έλευση των κοινωνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, ο Κρόνενμπεργκ αντιλήφθηκε τι σημαίνει η έννοια του viral.

«Ενας ιός κάνει τη δουλειά του. Προσπαθεί να ζήσει τη ζωή του» είπε ο σκηνοθέτης. «Νομίζω ότι οι περισσότερες ασθένειες θα ήταν πολύ σοκαρισμένες που θεωρούνται κάτι κακό». Καημένε HIV, καημένη Covid-19. Εκείνη την εποχή η ταινία θεωρήθηκε ως μια καλλιτεχνική αναφορά στη μάστιγα του AIDS.

Εκείνο που προσπαθεί να πει ο Κρόνενμπεργκ είναι πως υπάρχει διαχρονικά κάποια ασθένεια που επιτίθεται διαρκώς στο σώμα μας και για την οποία δεν υπάρχει θεραπεία. Η ηλικία είναι μια πιο εμφανής και συνεπής δύναμη από οποιαδήποτε ασθένεια. Η αποτυχία μάλιστα του ανθρώπινου σώματος συνήθως συμβαίνει από «φυσικές αιτίες» πολύ νωρίτερα από του μυαλού, αφήνοντας την ανθρώπινη ψυχή καταδικασμένη μέσα σε ένα θρυμματισμένο αγγείο.

Ο Νίτσε μας λέει ότι στη βάση της Τραγωδίας είναι η κατάφαση για ζωή, και ότι το δυσαρμονικό, το άσχημο ή και το αποτρόπαιο τούτης της ύπαρξης είναι απλά και μόνο ένα καλλιτεχνικό παιχνίδι. Η πραγματικότητα είναι ακόμη πιο απογοητευτική, απομαγευμένη από την ομορφιά που βρίσκει ο φιλόσοφος σε κάθε δοκιμασία. Βλέπει τον κόσμο μέσα από μια ολότελα ορθολογική ματιά.

Ζούμε την πρώτη «politically correct» πανδημία. Εχω την αίσθηση, και μακάρι να διαψευστώ, ότι τέτοιου είδους «κορέκτ» μυθοπλασίες θα κατακλύσουν τα βιβλιοπωλεία και τις οθόνες μας, όταν και όποτε κατακάτσει ο κουρνιαχτός.

Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.