Η αντιπαράθεση του Δυτικού και του Ανατολικού κόσμου, που έχει εκφραστεί, κατά ιστορικές περιόδους, με ποικίλους τρόπους – είτε δια της κατασκευής του τοίχους του Βερολίνου, είτε συγκεκριμένα μέσω του ελληνικού εμφυλίου ή οποιασδήποτε μετέπειτα ρήξης στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου – βασίζεται, εν γένει, στην επιθυμία της Δύσης να εξαλείψει το άλογο στοιχείο, και συνάμα να υποτάξει την φύση στους πολύμορφους ανθρώπινους σκοπούς. Πρωτοστάτες αυτών των σκοπών είναι κυρίως οι τεχνικές και επιστημονικές πρακτικές. Οι πρακτικές αυτές εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ηγεμονίας του ορθολογισμού, από την οποία απορρέει – μεταξύ άλλων – ο νεοκλασικός οικονομικός προγραμματισμός της περίφημης σχολής του Σικάγο της δεκαετίας του 70’.

Εάν υποθέσει κανείς πως ο ευρωπαϊκός πολιτισμός χαρακτηρίζεται, κατά βάσει, από το ορθολογικό, υλικό και πρακτικό αυτό πνεύμα, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς την υπάρχουσα και μέλλουσα ευμάρεια των ευρωπαϊκών αρχών και αξιών.

Εν αντιθέσει, θα μπορούσαμε επίσης να εικάσουμε, πως η πνευματική κληρονομιά του ευρωπαϊκού πολιτισμού διέπεται από μια θεμελιώδη ανησυχία και προσπάθεια υπεράσπισης και προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της έκφρασης του κριτικού πνεύματος. Πράγματι, η σκέψη του Διαφωτισμού, είτε πρόκειται για το, στραμμένο στον ωφελιμισμό, βρετανικό ρεύμα, είτε για το, αμετάκλητα προσηλωμένο στο Κοινό Καλό, γαλλικό ρεύμα, μας έχει κληροδοτήσει με μια τάση διανοητικής απασχόλησης που περιστρέφεται γύρω από το ποιόν της ανθρώπινης οντότητας, και την ποιότητα της ζωής και του περιβάλλοντος που την πλαισιώνει.

Υφίσταται μια δεδομένη ρήξη, συνυφασμένη με τον διπολισμό που χαρακτηρίσαμε μόλις : η τεχνολογική επιτυχία της Δύσης, η ανάπτυξη πρακτικών και τεχνολογικών εργαλείων – τυποποίησης και μη – έχει υπονομεύσει σημαντικά την σημασία της ανθρώπινης ενσυναίσθησης και το πνεύμα, έχει καταστεί καταλυτικός συντελεστής μιας ηθικής αποτυχίας. Με τον τρόπο τούτο, η αμετάκλητη πίστη στην Καρτεσιανή λογική, στην μόνιμη συσσώρευση πρακτικών και υλικών γνώσεων, με άλλα λόγια στον ορθολογισμό άνευ ορίων, ευθύνεται για την σταδιακή εξόντωση της ανθρώπινης ευαισθησίας.

Πως θα μπορούσε λοιπόν, σύμφωνα με αυτήν την πρώτη ανάλυση, να αναλογιστεί ένας ευρωπαίος πολίτης την πολιτική και κοινωνική δράση του, όσο ατομικά, τόσο και – κυρίως και πρωτίστως – θεσμικά;

Η μετουσίωση της ρήξης μεταξύ τεχνολογίας και πνεύματος είναι θεμελιώδης σε ότι αφορά στην κατανόηση της πολιτικής και κοινωνικής μας δράσης.

Το τεχνολογικό σύμπαν, ο κόσμος των ορθολογικών συλλογισμών, δεν είναι βλαβερός εκ φύσεως. Αναμφισβήτητα, η συμβολή της επιστήμης, στην εύρεση λύσεων ως πρoς την πρόκληση της παραγωγής καθαρής ενέργειας, ή την επείγουσα εύρεση εμβολίων και φαρμακευτικών θεραπειών, είναι μέγιστη.

Ωστόσο, η τοποθέτηση της τεχνολογικής ανάπτυξης και των επιστημονικών ευρημάτων στο κέντρο της ανθρώπινης πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, ως σήμα κατατεθέν ενός ολοκλήρου πολιτισμού, είναι άκρως άτοπη και επικίνδυνη. Μια ανάλογη εδραίωση θα ήταν ατυχής, διαστρεβλώνοντας της διάνοια, και τα πολύμορφα ήθη, εφόσον το κοινωνικό σύνολο παύει να αναζητά τις πλουραλιστικές αξίες που το απαρτίζουν και το διακατέχουν, εφησυχασμένο από πρακτικές γνώσεις-λύσεις, που χαρακτηρίζονται από μια ιδεολογική και διανοητική απάθεια, έως και αποστροφή.

Πάρα ταύτα, είναι βασική η υπενθύμιση του αυτό-ορισμού του ευρωπαϊκού πολιτισμού ως ένα διάνυσμα πλουραλισμού, δημιουργικών αντιφάσεων, πολιτισμικών και πολιτιστικών αντιθέσεων. Η απαραίτητη αυτή ποικιλία εδραιώνει μια άνευ περιορισμών διαλεκτική, της οποίας η δυναμική είναι μεν απρόβλεπτη, αλλά δε πολύτιμη. Θέτει τις βάσεις για την εξάλειψη οποιασδήποτε ηγεμονίας ολοκληρωτικής φύσεως. Ας αναφερθούμε εδώ, στον Γάλλο φιλόσοφο του διαφωτισμού Βολτέρο, του οποίου η ρήση « Δεν σκέφτομαι όπως εσείς αλλά θα έδινα την ζωή μου για να έχετε το δικαίωμα να εκφράζετε την σκέψη σας» θέτει ως θεμέλιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού την πλουραλιστική αλλά και συλλογική έννοια της Ελευθερίας. Τοποθετώ αυτή την έννοια της – κυρίως – πνευματικής ελευθερίας ως το αντικείμενο που χρήζει υπεράσπισης εντός της ευρωπαϊκής σημερινής πραγματικότητας.

Διαχρονικά, η ευρωπαϊκή κουλτούρα, στα πλαίσια της διανοητικής και πνευματικής ελευθερίας που την διέπει, έχει εκφραστεί μέσα από δύο κύριες τάσεις, τάσεις ισάξιες εντός της ανθρώπινης φύσης : τον κλασικισμό και τον ρομαντισμό.

Το κλασικό πνεύμα θέτει την λογική και την έννοια του περιορισμού ως τα θεμέλια της κοινωνίας του ανθρώπου, απέναντι στο άλογο και την πεποίθηση των απεριορίστων δυνατοτήτων. Αποδέχεται το μέτρο, κατ’ επέκταση αντιλαμβάνεται πως πολύ λίγοι παράγοντες της ζωής είναι αντικειμενικοί και όχι σχετικοί. Υπερασπίζεται την εξάλειψη της υπερβατικότητας, όπως και της παραβατικότητας. Εν ολίγοις καταφάσκει την πραγματικότητα όπως αυτή εκφράζεται, ατελώς.

Το ρομαντικό πνεύμα εξυμνεί το άλογο, και επιχειρεί την αποπομπή από το μέτρο, το οποίο και ορίζει σωστά ως την ισορροπία μεταξύ του άλογου και του έλλογου, που γεννά μια καθόλα ανθρώπινη δημιουργία, η οποία είναι για του ρομαντικούς ανεπιθύμητη. Ο ρομαντισμός εδραιώνει και εξιδανικεύει τον υποκειμενισμό εντός του υπαρξισμού, θέτοντας την ενόραση ως την κυριότερη πηγή γνώσης και αντίληψης.

Μας απασχολεί ιδιαίτερα ο παραπάνω διαχωρισμός, εφόσον αποτυπώνεται στην δομή των ολοκληρωτικών σκέψεων και πρακτικών : είναι ορθολογικά οργανωμένες εκ όψεως αλλά εν γένει άλογες. Την στιγμή που η τριβή των ιδεολογικών καταβολών και της «αληθινής» πραγματικότητας είναι αναπόφευκτη, το άλογο κυριαρχεί, και οδηγεί σε μια θυσία του παρόντος για ένας λαμπρότερο μέλλον. Δημιουργείται έτσι μία συλλογική ψυχική ρήξη ως πρoς τις κοινές θεσμικές αναφορές που συντελούν την βάση της συνοχής του κοινωνικού ιστού. Μια μέλλουσα αφηρημένη μορφή ανθρωπότητας γίνεται ο βωμός πάνω στον οποίο θυσιάζεται το παρόν, ο ζωντανός, ενεργός, άνθρωπος και η ατελής πραγματικότητα μας.

Για το ρομαντικό ρεύμα, το μέτρο είναι μια «μικροαστική» μετριοπάθεια, εφόσον αντιτάσσεται της ρήξης. Αντιθέτως, στην πραγματικότητα το μέτρο αναγνωρίζει επί της ουσίας την αντίφαση και επιλέγει να την διατηρήσει, περιορίζοντας την δημιουργικά. Έτσι συντελείται μια μέθοδος σκέψης των προκλήσεων που παρουσιάζονται, σύμφωνα με ένα πνεύμα συμφιλίωσης αλλά όχι εξίσωσης. Κατ’ επέκταση, ο ατομικιστικός μηδενισμός του ωφελιμισμού, ήτοι η απασχόληση με την επίλυση πρακτικών καταναλωτικών και τεχνικών αναγκών δεν εκφράζει το κλασικό μέτρο.

Όπως και σήμερα, οι συγκυρίες μιας παγκόσμιας πανδημίας, που περιορίζει στο έπακρον την πολυδιάστατη φύση της ανθρώπινης ζωής μας, έτσι και μετά τις καταστροφικές πολεμικές εμπειρίες του 20ου αιώνα, η αλληλεγγύη της οδύνης είναι το νήμα που μπορεί να ενισχύσει σε βάθος την συλλογική συμμετοχή σε μια απαραίτητη κοινή προσπάθεια, πλαισιωμένη από τους πολιτικούς θεσμούς-φύλακες του Κοινού Καλού. Η τριβή των αντιφατικών μονάδων και συνομοταξιών, η συμφιλίωση των αντιθέσεων και της ζυγαριάς δικαιωμάτων / υποχρεώσεων του ατόμου, οδηγούν σε μια βέλτιστη κατανόηση και ύστερη εσωτερίκευση του μέτρου.

Μέχρι στιγμής, δυστυχώς, η αστική Ευρώπη αρκείται στην διεκδίκηση των αυτοαποκαλούμενων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συγχέοντας μάλιστα τις περιβαλλοντολογικές ανάγκες ή της βιολογικές δυνατότητες των ανθρώπων, με τα θεμελιώδη πολιτικά δικαιώματα – που δεν υπάρχουν άνευ πολιτικών υποχρεώσεων – που απορρέουν από την σταδιακή θεσμοποίηση της κοινωνίας των ανθρώπων.

Η δημιουργική πάλη του κλασικισμού, συλλογική και ατομική, είναι η χρυσή τομή για την ισορροπία της κοινωνίας του ανθρώπου με τις περιβάλλουσες δυνάμεις.

Το κείμενο αυτό συντάχθηκε μετά από εκτενή μελέτη του έργου “ Το Μέλλον του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού : μια συζήτηση στην Αθήνα, 1955 ”. Πρόκειται για την καταγραφή ενός συμποσίου μεταξύ του Α. Camus μια διαφόρων Ελλήνων διανοουμένων εκ των οποίων ο Γ. Θεοτοκάς, ο Κ. Τσάτσος και ο Ε.Παπανούτσος.

Ο κ. Στρατής Χωμενίδης, είναι κάτοχος Economics BA – Paris I Panthéon-Sorbonne και Political Philosophy MA – École des Hautes Études en Sciences Sociales