Δριμεία κριτική για τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης του κοροναϊού έχει δεχθεί τις τελευταίες ημέρες ο ΠΟΥ. “Ο ΠΟΥ τα έκανε θάλασσα. Για κάποιο λόγο, παρά το γεγονός ότι χρηματοδοτείται κυρίως από τις ΗΠΑ, δείχνει εύνοια προς την Κίνα”, έγραψε στο Twitter ο πρόεδρος Τραμπ στις Απριλίου. Σε αυτές τις λίγες γραμμές συμπύκνωσε μεγάλο μέρος της κριτικής που δέχεται ο οργανισμός. Όχι μόνο από τον Τραμπ, αλλά ακόμη και από ορισμένους υποστηρικτές του ίδιου του ΠΟΥ στην κυβέρνηση, τα πανεπιστήμια και διάφορες ΜΚΟ.

Αιχμή του δόρατος αποτελεί η κατηγορία ότι ο ΠΟΥ από την αρχή της πανδημίας έχει υποχωρήσει μπροστά σε εθνικιστικές πιέσεις και έχει εξάρει δρακόντεια μέτρα καραντίνας, ενώ απέτυχε να προστατεύσει την φιλελεύθερη διεθνή τάξη στην οποία ανήκει.

Την ίδια στιγμή, ο ΠΟΥ αγωνίζεται να πείσει τα 194 κράτη – μέλη του να ακολουθήσουν τις οδηγίες του.

Στις 11 Μαρτίου, την ημέρα που ο επικεφαλής του ΠΟΥ Tedros Adhanom Ghebreyesus ανακήρυξε τον κοροναϊό “πανδημία”, μίλησε με δυσαρέσκεια για “ανησυχητική ολιγωρία” εκ μέρους πολλών χωρών.

Μεγάλες ευθύνες – ελάχιστη εξουσία

Ο κυριότερος λόγος που ο ΠΟΥ δεν μπορεί να ασκήσει επαρκείς πιέσεις είναι αρκετά απλός: Παρά την ευθύνη που του έχει ανατεθεί, διαθέτει ελάχιστη εξουσία. Σε αντίθεση με άλλους διεθνείς οργανισμούς, όπως για παράδειγμα ο Οργανισμός Διεθνούς Εμπορίου, ο ΠΟΥ, που αποτελεί εξειδικευμένο τμήμα του ΟΗΕ, δεν έχει τη δυνατότητα να επιβάλει μέτρα ή κυρώσεις.

Ο ετήσιος προϋπολογισμός του, ο οποίος ανήλθε περίπου στα δύο δις δολάρια για ο 9, είναι μικρότερος από εκείνον πολλών πανεπιστημιακών νοσοκομείων και μοιράζεται μεταξύ αμέτρητων προγραμμάτων δημόσιας υγείας και έρευνας.

Ταυτόχρονα, η διεθνής τάξη στην οποία στηρίζεται ο ΠΟΥ παραπαίει, καθώς η εθνικιστική ρητορική κανονικοποιείται σε όλο τον κόσμο.

Ο ΠΟΥ γεννήθηκε σε μια συγκυρία ελπίδας και διεθνισμού, η οποία ακολούθησε το χάος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιδέα της διεθνούς συνεργασίας για την καταπολέμηση των ασθενειών δεν ήταν καινούργια. Τον 19ο αιώνα. Οι χώρες είχαν δημιουργήσει πρωτόκολλα διαδικασιών καραντίνας για τη χολέρα και τον κίτρινο πυρετό στα πλαίσια των περιοδικών Διεθνών Υγειονομικών Συνεδρίων.

Όμως η ίδρυση του ΠΟΥ το 1948 έγινε στο πλαίσιο ενός πολύ πιο φιλόδοξου οράματος που δεν περιοριζόταν σε τίποτα λιγότερο από την “επίτευξη της καλύτερης δυνατής υγείας για όλους τους ανθρώπους”.

Η επιτυχία της ευλογιάς

Μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ΠΟΥ είναι ο ρόλος του στην εξάλειψη της ευλογιάς, μιας ασθένειας η οποία εξακολουθούσε να σκοτώνει εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο κατά τη δεκαετία του ‘50, παρά το γεγονός ότι είχε ήδη δημιουργηθεί το κατάλληλο εμβόλιο.

Αν και ο ΠΟΥ εργάστηκε στην έρευνα για την ανοσοποίηση του πληθυσμού, ο σημαντικότερος ρόλος που έπαιξε ήταν οργανωτικός και διπλωματικός. Το 1959, έπεισε τη Σοβιετική Ένωση να κατασκευάσει 25 εκατομμύρια δόσεις του εμβολίου, τις οποίες θα μπορούσε στη συνέχεια να διανείμει ο ΠΟΥ.

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ‘60, κάθε κράτος του ΟΗΕ έστελνε εβδομαδιαία λεπτομερή έκθεση στη διεύθυνση του ΠΟΥ σε σχέση με τα κρούσματα ευλογιάς και την εξέλιξή τους. Και το 1979, ο ΠΟΥ μπόρεσε να ανακοινώσει την εξάλειψη της ασθένειας, για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία.

Ο ΠΟΥ δεν πρόσφερε τα περισσότερα χρήματα, δεν εξασφάλισε την ανοσία του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού ούτε εφηύρε την τεχνολογία που απαιτούνταν, όμως είναι δύσκολο να σκεφτούμε ότι η εξάλειψη της νόσου θα είχε επιτευχθεί χωρίς τη συμβολή του.

Η ιστορία της ευλογιάς δείχνει ότι ο ΠΟΥ λειτουργεί ως ένα είδος διεθνούς υπουργείου υγείας. Όμως δεν εξηγεί τον τωρινό του ρόλο ως υπηρεσία έκτακτης ανάγκης που ερευνά τον πλανήτη για ξεσπάσματα ασθένειας και καλεί σε δράση για τον περιορισμό της.

Νέα καθήκοντα

Πρόκειται για μια πρόσφατη προσθήκη στα καθήκοντά του, η οποία προέκυψε μετά από ένα διάστημα κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ‘80 και του ‘90, όταν ο ΠΟΥ έμοιαζε να χάνει την δυναμική του. Οι ασθένειες που είχε κληθεί να αντιμετωπίσει, δηλαδή η ευλογιά, ο κίτρινος πυρετός και η πανούκλα, είτε είχαν εξαλειφθεί είτε βρίσκονταν σε υποχώρηση, ενώ πλέον υπήρχαν νέες απειλές, όπως ο ιός HIV.

Υπό την ηγεσία του Δρ. Hiroshi Nakajima, από το 1988 έως το 1998, ο οργανισμός βάλτωσε και ορισμένα κράτη – μέλη διαμαρτυρήθηκαν για την κακή διοίκηση και κατηγόρησαν τον οργανισμό για διαφθορά.

Στην αλλαγή του αιώνα, όμως, συνέβησαν δύο πράγματα που δημιούργησαν τη σημερινή μορφή του ΠΟΥ. Το 1998, η Δρ. Gro Harlem Brundtland, πρώην πρωθυπουργός της Νορβηγίας, εξελέγη επικεφαλής του οργανισμού.

Και το 2002, ένας αγρότης στην επαρχία Γκουανγκντόνγκ της Κίνας προσβλήθηκε από μια θανατηφόρο ασθένεια του αναπνευστικού, η οποία δεν είχε ξαναπαρατηρηθεί ποτέ. Σύντομα, ο νέος ιός εξαπλώθηκε στο προσωπικό του νοσοκομείου που ανέλαβε τη θεραπεία του και οδήγησε στην πρώτη πανδημία του παγκοσμιοποιημένου 21ου αιώνα. Ο ιός εμφανίστηκε ξαφνικά, δεν υπήρχε θεραπεία και εξαπλώθηκε με τεράστια ταχύτητα.

Η Brundtland πίεσε τον ΠΟΥ να χρησιμοποιήσει τις τοπικές γνωριμίες του, τα διπλωματικά κανάλια του και το διαδίκτυο για να εντοπίσει πιθανά ξεσπάσματα, κινήσεις που έκαναν τον οργανισμό να εξαρτάται λιγότερο από τις κυβερνήσεις για την άντληση πληροφοριών.

Ο περιορισμός της πανδημίας του SARS

Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, αυτή η στρατηγική αποδείχθηκε σωστή. Τον Νοέμβριο του 2002, όταν η κινεζική κυβέρνηση αντιλήφθηκε την ύπαρξη κρουσμάτων μιας νέας ασθένειας του αναπνευστικού, η οποία μετέπειτα ονομάστηκε SARS, δεν ενημέρωσε τον ΠΟΥ. Όμως εξαιτίας της νέας προσέγγισης, το προσωπικό του ΠΟΥ έλεγχε τα ιατρικά φόρουμ και τα μέσα ενημέρωσης της Κίνας, με αποτέλεσμα να ενημερωθεί άμεσα για αυτό που ακόμα πιστευόταν πως ήταν απλώς ένα ξέσπασμα άτυπης πνευμονίας.

Αν και ο ΠΟΥ δεν είχε καμία επίσημη εξουσιοδότηση ελέγχου των κρατών – μελών του, η Brundtland δεν δίστασε να το κάνει. Τους επόμενους μήνες κατηγόρησε την Κίνα ότι αποκρύπτει πληροφορίες, ισχυριζόμενη ότι η εξάπλωση θα μπορούσε να έχει περιοριστεί αν ο ΠΟΥ είχε ενημερωθεί νωρίτερα και ζητώντας από την κινεζική κυβέρνηση να επιτρέψει την άμεση εμπλοκή του.

Η Κίνα συμμορφώθηκε με εντυπωσιακή ταχύτητα και μοιράστηκε τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της με τον ΠΟΥ. Το παράδειγμά της ακολούθησαν και άλλες χώρες.

Το Μάρτιο του 2003, καθώς η ασθένεια εξαπλωνόταν στο Χονγκ Κονγκ, το Βιετνάμ και έπειτα στον Καναδά, για πρώτη φορά στην ιστορία του ο ΠΟΥ εξέδωσε ταξιδιωτικές οδηγίες που απέτρεπαν από την επίσκεψη στις πληγείσες περιοχές. Αν και δεν είχε τη δικαιοδοσία να απαγορεύσει τις πτήσεις, τα μέτρα ήταν επιτυχή, με τα ταξίδια στις εν λόγω περιοχές να μειώνονται δραματικά.

Η τόλμη έφερε αποτελέσματα

Η αντίδραση του ΠΟΥ στον SARS κρίθηκε εξαιρετικά επιτυχημένη. Λιγότεροι από 1000 άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας του ιού, παρά το γεγονός ότι κρούσματα εμφανίστηκαν σε 26 χώρες. Η πανδημία δεν νικήθηκε μόνο με εμβόλια και φάρμακα, αλλά και με παρεμβάσεις σχετικά με τα ταξίδια, τον εντοπισμό, τον έλεγχο και την απομόνωση των κρουσμάτων, αλλά και μια τεράστια επιχείρηση συλλογής δεδομένων από πολλές χώρες. Όλες αυτές οι κινήσεις πραγματοποιήθηκαν χάρη στην τόλμη του ΠΟΥ να ασκήσει την εξουσία του.

Νέος ρόλος για τον ΠΟΥ

Μετά από την αντιμετώπιση της πανδημίας, ο ΠΟΥ επισημοποίησε τον νέο ρόλο του μέσα από μια ανανεωμένη εκδοχή των Διεθνών Ρυθμίσεων για την Υγεία, του νομικού εγγράφου με το ποίο πρέπει να συμμορφώνονται όλα τα κράτη – μέλη του. Με βάση αυτό το έγγραφο, ο ΠΟΥ αποκτά μια σειρά από εξουσίες, μεταξύ των οποίων ανήκει και η υποχρέωση των κρατών – μελών να ακολουθούν τις συστάσεις του και να αναφέρουν τυχόν παρεκκλίσεις.

Όμως ο ΠΟΥ εξακολουθεί να μην έχει το δικαίωμα να επιβάλλει κυρώσεις στους απείθαρχους.

Από το 2009 και έπειτα ο ΠΟΥ αντιμετωπίζει την κριτική του Τύπου και της διεθνούς κοινότητας για την αντιμετώπιση αλλεπάλληλων κρίσεων, στη διάρκεια μιας δεκαετίας αποσάθρωσης της οικονομικής και διπλωματικής τάξης που επέτρεπε την ύπαρξή του.

Το φιάσκο της γρίπης των χοίρων

Τεράστιο πλήγμα υπήρξε η διαχείριση της γρίπης των χοίρων, στα πλαίσια της οποίας ο οργανισμός κατηγορήθηκε ότι έσπειρε αχρείαστο πανικό, κοστίζοντας τεράστια ποσά στις εθνικές οικονομίες.

Ο πρώην επικεφαλής του ΠΟΥ, Keiji Fukuda, που ήταν υπεύθυνος για τη διαχείριση της πανδημίας της γρίπης των χοίρων, δήλωσε χαρακτηριστικά “αν λειτουργήσεις αργά στην αρχή μιας πανδημίας θα σε κατηγορήσουν ότι απέτυχες να προστατεύσεις τον πληθυσμό από θανάτους που μπορούσαν να αποτραπούν. Αν δράσεις επιθετικά και σταματήσεις την εξάπλωση πριν τα πράγματα γίνουν επικίνδυνα, θα σε κατηγορήσουν ότι αντέδρασες υπερβολικά. Άλλωστε, δεν έγινε και τίποτα φοβερό τελικά”.

Όμως η κριτική που δέχτηκε ο ΠΟΥ για την αντίδρασή του στη γρίπη των χοίρων ενδεχομένως τον έκανε πιο διστακτικό απέναντι στη διαχείριση μελλοντικών κρίσεων.

Η τραγωδία του Έμπολα

Αυτό φάνηκε καθαρά με το ξέσπασμα της επιδημίας του Έμπολα στη Δυτική Αφρική το 2014 όταν η διστακτικότητα και τα μειωμένα οικονομικά μέσα του ΠΟΥ οδήγησαν σε καταστροφή. Αυτή τη φορά ο οργανισμός αντέδρασε αργά και φάνηκε να χάνει τον έλεγχο της κατάστασης. Στο τέλος οι ΗΠΑ και άλλες χώρες έστειλαν στρατό στις πληγείσες περιοχές και μια επιτροπή του ΟΗΕ συγκροτήθηκε ειδικά για την περίπτωση αναλαμβάνοντας τη διαχείριση στη θέση του ΠΟΥ. Στο τέλος το ξέσπασμα κόστισε τη ζωή 11.310 ανθρώπων κατά βάση σε τρεις μόλις χώρες, παραλύοντας τα συστήματα υγείας τους και σπέρνοντας τον πανικό σε όλο τον κόσμο.

Πολιτική και δημόσια υγεία

Τώρα ο ΠΟΥ βρίσκεται σε αχαρτογράφητα νερά. Όχι απλώς αντιμετωπίζει την μεγαλύτερη πανδημία που έχει σημειωθεί στην ιστορία του, αλλά πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι στα κράτη στα οποία στηρίζεται περισσότερο, δηλαδή στις ΗΠΑ και στην Κίνα.

Μέχρι πρόσφατα η Κίνα έβλεπε στον οργανισμό ένα σχετικά ουδέτερο έδαφος επί του οποίου μπορούσε να επεκτείνει την επιρροή της. Όμως αυτό δεν ισχύει πλέον. Αν και δεν είναι σαφής ο βαθμός της αρχικής συγκάλυψης πληροφοριών, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τουλάχιστον σε τοπικό επίπεδο στελέχη της κινεζικής κυβέρνησης γνώριζαν για το ξέσπασμα του κοροναϊού επί εβδομάδες πριν το ανακοινώσουν στον ΠΟΥ.

Συγκάλυψη και κριτική

Ο Johnn MacKenzie, σύμβουλος της επιτροπής έκτακτης ανάγκης του ΠΟΥ, δήλωσε στον Guardian ότι ο οργανισμός δέχθηκε “κάποια παραπληροφόρηση” για το ξέσπασμα στην Ουχάν. Μέχρι τη στιγμή που η κυβέρνηση ενημέρωσε τον ΠΟΥ στις 31 Δεκεμβρίου, οι Κινέζοι επιστήμονες είχαν εντοπίσει και απομονώσει το γενετικό υλικό του ιού, πράγμα που αποκάλυψαν μόλις στις 7 Ιανουαρίου. Αυτό δημιούργησε καθυστέρηση στη δημιουργία τεστ.

Αργότερα, στα μέσα Ιανουαρίου η Κίνα αρνήθηκε το αίτημα του ΠΟΥ να στείλει ομάδα ερευνητών στην επαρχία Χουμπέι, το επίκεντρο της πανδημίας. Αντί να αποκαλύψει αυτά τα στοιχεία, ο Tedros συναντήθηκε κεκλεισμένων των θυρών με τον πρόεδρο Xi Jinping στο Πεκίνο στις 28 Ιανουαρίου και δυο μέρες μετά επαίνεσε την κινεζική κυβέρνηση για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού.

Μέρος της αιτίας ενδέχεται να μπορεί να βρεθεί στην εκλογή του Tedros ως επικεφαλής του ΠΟΥ, η οποία στηρίχτηκε κυρίως στις ψήφους ασιατικών και αφρικανικών κρατών – ο ίδιος κατάγεται από την Αιθιοπία, όπου και τέλεσε υπουργός υγείας και αργότερα εξωτερικών. Τότε, δυτικές χώρες τον είχαν κατηγορήσει για τη συμμετοχή του σε μια κυβέρνηση που καταπατούσε ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και για την απόκρυψη μιας επιδημίας χολέρας όταν ήταν υπουργός υγείας. Ο Tedros έχει αρνηθεί τις κατηγορίες και τις έχει χαρακτηρίσει “λασπολογικές”.

Η σχέση του ΠΟΥ με την Κίνα, αλλά και το περιβάλλον της εκλογής του Tedros επέτρεψαν στον Τραμπ να χρησιμοποιήσει τον οργανισμό ως αποδιοπομπαίο τράγο για τη μεγάλη εξάπλωση του ιού στις ΗΠΑ.

Τώρα ο οργανισμός αντιμετωπίζει την άρνηση των δυτικών χωρών να ακολουθήσουν τις οδηγίες του.

Στις 5 Φεβρουαρίου ο ΠΟΥ ζήτησε 675 εκατομμύρια δολάρια για την αντιμετώπιση της πανδημίας κατά τη διάρκεια του Απριλίου. Ο Anthony Costello του UCL αποκαλύπτει ότι όταν συναντήθηκε με τον Tedros στις 4 Μαρτίου, μόλις 1.2 εκατομμύρια δολάρια είχαν φτάσει στα ταμεία του ΠΟΥ.

Ακόμη και η ανακήρυξη της πανδημίας αποτέλεσε μια στρατηγική ώστε τα μέλη του να δώσουν επιτέλους προσοχή στις προειδοποιήσεις.

Όμως τα κράτη εξακολουθούν να αγνοούν τις σχετικά απλές οδηγίες του ΠΟΥ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αρχική επιλογή της Μεγάλης Βρετανίας να επιδιώξει “ανοσία της αγέλης”.

Επικίνδυνος εθνικισμός

Παράλληλα, ο ανταγωνισμός των κρατών για τις ιατρικές προμήθειες έχει οδηγήσει στην παρακράτηση υγειονομικού υλικού που προοριζόταν για πληγείσες περιοχές από άλλα κράτη.

Ο ΠΟΥ μάχεται ενάντια στην άρνηση για διεθνή συνεργασία, όμως δεν έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Τα κράτη απομακρύνονται από τους διεθνείς θεσμούς εδώ και πολύ καιρό.

Σε έναν καιρό που η πίστη στην παγκόσμια τάξη υποχωρεί – γεγονός που εντείνεται από την προέλαση του ιού – ο ΠΟΥ, ένας παγκόσμιος οργανισμός, είναι πιο αναγκαίος από ποτέ. Όμως τα κράτη δεν ενδιαφέρονται για τη μείωση του παγκόσμιου συνόλου των κρουσμάτων, αλλά το καθένα για τα δικά του.

Οι άνθρωποι σκέφτονται όλο και πιο τοπικά, σε μια εποχή που απαιτεί παγκόσμια δράση.

Πηγή: www.theguardian.com