Η υγειονομική κρίση που έγκειται στην εμφάνιση και εξάπλωση του ιού COVID-19 – πέραν των ευνόητων δυσμενών επιπτώσεων σε ότι αφορά στο σύστημα δημόσιας υγείας, όπως και στην λειτουργία της πραγματικής οικονομίας – πλήττει ανεπανάληπτα τους κοινωνικούς δεσμούς των ανθρώπων. Παρά την χρήση και την μόνιμη αναπτύξω των διαδυκτιακών επαφών, ή εν πάση περιπτώσει, των όλο και λιγότερο άμεσων συναναστροφών των ανθρώπων, βρισκόμαστε ακόμη όλοι μας σε ένα πλαίσιο καθημερινής φυσικής επικοινωνίας. Καλλιεργούμε διαπροσωπικές σχέσεις, μέσω της εργασίας μας, των καθημερινών μας αναγκών. Προβάλουμε την ιδιοσυγκρασία μας, της ωριαίες μεταπτώσεις του ηθικού μας, τα φιλιά μας, ή την απογοήτευση μας.

Εν ολίγοις η πολυδιάστατη μας ζωή, αποκτά νόημα, διότι είμαστε όλοι ταυτοχρόνως θεατές και ηθοποιοί του αστείρευτου πλουραλισμού του κοινωνικού βίου. Παρατηρούμε, εκθέτουμε. Και κυρίως δίνουμε νόημα στις πράξεις μας, τις ιδέες μας, τα συναισθήματα μας, διότι ανήκουν σε μια συλλογική έκφραση που προϋποθέτει καθολικά μια δυνητική αποδοχή.

Προφανώς και το μέτρο εγκλεισμού είναι εύλογο, εφόσον δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμη ούτε η θεραπεία, αλλά ούτε και το εμβόλιο, που θα μας προφύλασε από τον – δεινό για όλους μας – ιό. Είναι ωστόσο επίσης προφανές, πως αυτή η περίοδος απομόνωσης, και ελλειπούς φυσικής επικοινωνίας, θα διατελέσει την αφορμή για την γένεση μιας συλλογικής ψυχικής δυσφορίας. Η απόδοση, η προσήλωση του καθενός εξ’ημών στην βιοποριστική ή λατρεμένη μας δραστηριότητα, δεν γίνεται να είναι η ίδια. Άλλωστε, έλλειψη του πολύμορφου χαρακτήρα της καθημερινότητας μας, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια υπαρξιακή αμηχανία που εμποδίζει την ανάπτυξη ειρμών, συνειρμών και επιθυμιών. Η ζωή μας μπαίνει σε μια μάταιη παύση, η οποία επιδεινώνεται δια της μόνιμης παρουσίας των μέσων ενημέρωσης στο ζωτικό μας περιβάλλον – παρουσία σπάνια ευεργετική και συνήθως θλιβερά επαναληπτική.

Υπό τις συνθήκες αυτές, μας συντείνουν οι δημόσιες αρχές να στραφούμε στην ανάγνωση λογοτεχνίας ή ποίησης και στις τέχνες – ας μην γελιόμαστε, κανέναν δεν ενθουσιάζει η τακτοποίηση της ντουλάπας ή της επιφανείς του υπολογιστή. Με άλλα λόγια, μην έχοντας μια συγκεκριμένη και πρακτική απασχόληση, όντας περιορισμένοι, ας προσπαθήσουμε να ελαττώσουμε την πλήξη με κάτι το πρωτότυπο : ένα βιβλίο, μια ταινία, μια όπερα, ένα μπαλέτο. Ξεχνώντας πως έχουμε πρό πολλού εγκαταλείψει την κάθε μας πνευματική ροπή προς όφελος μιας πολύ πιο εφήμερης και ανούσιας απασχόλησης, όπως παράδειγμα να φωτογραφίζουμε τους καφέδες που πίνουμε.

Ο θλιβερός χαρακτήρας της νύξης των δημοσίων αρχών δεν είναι κατ’ουσίαν η στροφή στις τέχνες και το πνεύμα, αλλά η παρότρυνση αυτής σε ένα πνεύμα παρένθεσης, εξαίρεσης. Κατά την διάρκεια μίας περιόδου δέ, κατά την οποία η δυνατότητα στοχασμού, των καλλιτεχνών και διανοουμένων, περιορίζεται σημαντικά λόγω των στείρων συνθηκών. Δεν διατίθενται ερεθίσματα, δεν υφίσταται προβολή και θεμελιωδώς δεν μπορεί ο δημιουργός να μοιραστεί αυθόρμητα και αυθεντικά την πρόταση του.

Άρα λοιπόν, η επιστροφή στις τέχνες και τα γράμματα είναι αποκτά έναν καταναλωτικό χαρακτήρα, που άρει τον μόχθο, τις ψυχικά επώδυνες σκέψεις, την αναγκαία αλλά εξαντλητική αναπαραγωγή κινήσεων, που αποτελούν το έργο που θα προταθεί και θα επιδειχθεί. Μιλώ για κατανάλωση διότι επί της ουσίας απλώς επιστρέφουμε στα αποθέματα, για να καλύψουμε επιφανειακά και υλιστικά ένα κενό, εκείνο του περιορισμού επαφής.

Πάραυτα, είναι υψίστης σημασίας η βαθύτερη και ενδόμυχη επαφή με την τέχνη. Όχι από ανάγκη φυγής, από ανάγκη αναζωογόνησης. Η επιστροφή στις τέχνες, και όχι στην τεχνική, στους στοχασμούς και τα γράμματα, και όχι στον επιστημονικό ορθολογικό και την στατιστική ανάλυση, είναι η αφετηρία μια αναγέννησης του δυτικού πνεύματος. Η ισορροπία του κλασικού «μέτρου», αξίζει μια συλλογική αναθεμελίωση, μέσω της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο άλλωστε, που οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε και να αξιολογήσουμε έναν σωτήριο και φέρελπι κρατικό παρεμβατισμό.

Η αναταραχή που επιβάλλεται στην σημερινή τάξη πραγμάτων, που έχει επιτρέψει στο παρελθόν, ελάχιστο χώρο έκφρασης – ή ελάχιστη πρόταση χορού, κορμιών ή σκέψεων – αποτελεί μια ευκαιρία εξάχνωση του πνεύματος, της τέχνης και της καλαισθησίας. Όχι με μια πρόχειρη υποκειμενικότητα αλλά με μια πλουραλιστική και δυναμική αντικειμενικότητα.