Η φυσική και ιδεολογική κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης που επήλθε με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αποτέλεσε μια πολύτιμη ευκαιρία ανασύνταξης και ιδεολογικής αναγέννησης της αριστεράς, στον δυτικό κόσμο. Αναλογιζόμενοι, ωστόσο, την εξέλιξη της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής έκτοτε, μπορούμε με σχετική ευκολία να συμπεράνουμε πως η συγκεκριμένη συγκυρία, δεν αντιμετωπίστηκε κατάλληλα.
Τα παραδείγματα πολιτικής υπεροχής και κατάληψης της εξουσίας από κόμματα αριστερής ιδεολογίας – σε δημοκρατικά πλαίσια – είναι περιορισμένα, και οι δε επιτυχείς περιπτώσεις είναι ακόμη σπανιότερες. Κατά βάση, η αριστερά εκφράστηκε, στο πλαίσιο των δημοκρατικών καθεστώτων των χωρών της Ευρώπης, μέσω σοσιαλδημοκρατικών παρατάξεων, οι οποίες πλέον δεν χαίρουν καμίας εκτίμησης στην αντίληψη της κοινής γνώμης.
Το στοίχημα της σοσιαλδημοκρατίας υπήρξε η κοινωνική συμφιλίωση χάρη στην εφαρμογή του κοινωνικού συμβολαίου, που θα διασφάλιζε μια μορφή κοινωνικής δικαιοσύνης και ισονομίας. Στην ουσία, τα κέρδη του κεφαλαίου και τα εισοδήματα των υψηλά αμειβομένων, υποβεβλημένα σε μια κλιμακωτή φορολογία, θα παρείχαν στον κρατικό μηχανισμό τους απαραίτητους πόρους για την υλοποίηση μιας έμπρακτης ανακατανομής και αναδιανομής του πλούτου, χρησιμοποιώντας ως βασικό εργαλείο την παροχή δημοσίων υπηρεσιών, επιδομάτων, κοκ.
Το εγχείρημα αυτό δεν είχε την επιθυμητή – για τους αριστερούς δημοκράτες – επιτυχία, αφενός λόγω έλλειψης πειστικής πολιτικής αφήγησης, αφετέρου λόγω της παράλληλης ανάδειξης και ηγεμονίας του νεοφιλελεύθερου δόγματος στην πολιτική σκηνή.
Σε ότι αφορά στο πρώτο σκέλος, ενώ οι αναφορές θα μπορούσαν να είναι ποικίλες, με κύρια εκείνη της κληρονομιάς του Ζαν-Ζακ Ρουσώ, του Γάλλου φιλοσόφου του διαφωτισμού που επινόησε την έννοια του κοινωνικού συμβολαίου, οι σοσιαλδημοκράτες επέλεξαν να βασίσουν την ρητορική τους σε τεχνοκρατικά τεχνάσματα.
Η επιλογή αυτή αναπόφευκτα εξέθεσε το σοσιαλδημοκρατικό ιδεώδες σε έναν ανταγωνισμό με τον νεοφιλελευθερισμό, του οποίου η τεχνική βάση ήταν πολύ πιο ισχυρή – στην πραγματικότητα, ήταν η μόνη του βάση. Πράγματι, η ποσοτικοποίηση των πολιτικών στόχων, οι οποίοι προφανώς έχουν πρωτίστως κοινωνικές επιπτώσεις, ήταν εξαρχής πεδίο υπεροχής ιδεολογιών ωφελιμιστικής ταυτότητας.
Το πολιτικό ηθικό πλεονέκτημα των σοσιαλδημοκρατών είναι ιδεολογικής φύσεως :
-η κοινωνική συνοχή μπορεί να προαχθεί μέσω υλοποίησης αμοιβαίων συμβιβασμών εκ μέρους όσων συντάσσουν τον κοινωνικό ιστό.
Εξ ού και για παράδειγμα, το κοινωνικό Κράτος και το εργασιακό δίκαιο επιτρέπουν την «τήξη» του Κεφαλαίου και της εργατικής τάξης. Διαφεύγουμε στο σημείο αυτό σε έναν αναχρονισμό, ο οποίος είναι ωστόσο απαραίτητος.
Ανεξαρτήτως των εξελίξεων στην αγορά εργασίας, είθισται, εν γένει, ένας διαχωρισμός, εφόσον υπάρχουν ισχυροί και ανίσχυροι σε ότι αφορά στις διαπροσωπικές σχέσεις εργασίας.
Στην ουσία, μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση θα όφειλε να νομοθετεί με σκοπό την εξάλειψη των δεσμών υποτέλειας που έπληξαν στο παρελθόν την ενότητα των δυτικών κοινωνιών.
Το πολιτικό αυτό ιδεώδες, του οποίου, επαναλαμβάνω, το μέλημα είναι η κοινωνική συνοχή, η κοινωνική δικαιοσύνη και η ισονομία, διαθέτει μια τελευταία ευκαιρία μετενσάρκωσης, στην παρούσα συγκυρία της κλιματικής κρίσης και της αντιμετώπισης της.
Κατά μια έννοια η προστασία του περιβάλλοντος είναι ίσως η πιο θεμιτή βάση του κοινωνικού συμβολαίου που επινοήσαν οι στοχαστές του Διαφωτισμού. Είναι ένας όρος εκ των ουκ άνευ, ένας άμεσος και σαφής κίνδυνος που αφορά ισότιμα τον κάθε πολίτη.
Δεν πρόκειται για ένα αμιγώς πολιτικό ερώτημα, το οποίο εκτίθεται σε μια ιδεολογική μάχη. Προφανώς και κάθε πολιτικό ιδεώδες θα προτείνει μια άλλη λύση οικολογικής μετάβασης, αλλά εν πάσει περιπτώσει, δεν μπορεί να αγνοήσει – τουλάχιστον για πολύ ακόμα – την ύπαρξη του προβλήματος.
Ένας συλλογικός προβληματισμός τέτοιας φύσεως δεν είναι επ΄ ουδενί δεδομένος, εφόσον, για παράδειγμα, επικρατεί ακόμη η ιδεολογική διαμάχη αριστεράς – δεξιάς για το αν δικαιολογούνται οι κοινωνικές ανισότητες. Κι αυτό, πάρα την διεύρυνση τους την τελευταία δεκαετία.
Μπορούμε λοιπόν, να συμπεράνουμε πως η ιδεολογική δομή της αριστεράς αποτελεί το πλέον πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη ενος θεμελιώδους πρασίνου κοινωνικού συμβολαίου.
Η επίλυση της κλιματικής κρίσης απαιτεί μια ισχυρή κρατική παρουσία. Είτε αυτή αφορά σε διάφορες απαραίτητες μεταβολές της αγοράς εργασίας, που θα έχουν δεδομένο κοινωνικό κόστος, είτε αφορά στην εδραίωση μιας απαραίτητης κλιμακωτής φορολογικής συνεισφοράς, έτσι ώστε το Κράτος να αποκτήσει πόρους που θα του επιτρέψουν να έχει τον πρωταρχικό λόγο και ρόλο ως προς την δίκαιη υλοποίησης της οικολογικής μετάβασης.
*Ο κ. Στρατής Χωμενίδης είναι κάτοχος Economics BA – Paris I Panthéon – Sorbonne Political Philosophy MA – EHESS Public Policy MSc – Hertie S. of Governance