Η διαμόρφωση των πολιτικών δυνάμεων στη χώρα μας – από την περίοδο της μεταπολίτευσης και ύστερα – χαρακτηρίστηκε από έναν σαφή διπολισμό, καθώς ΠαΣοΚ και Νέα Δημοκρατία διατήρησαν την εξουσία για περίπου σαράντα χρόνια. Στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, οι ισορροπίες ταράχθηκαν εν μέρει από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Στα πρώτα βήματά της τουλάχιστον, η εν προκειμένω παράταξη φάνηκε να μην ταυτίζεται με το σοσιαλδημοκρατικό ιδεώδες. Στον αντίποδα, η Νέα Δημοκρατία, παρά τα εκλογικά πλήγματα που υπέστη – με αποκορύφωμα την περίοδο της προεδρίας του Αντώνη Σαμαρά – παρέμεινε η πλέον ισχυρή παράταξη της Δεξιάς.
Η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία του κόμματος σηματοδότησε – θεωρητικά – μια ιδεολογική μετατόπιση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία επρόκειτο να αποποιηθεί τη βαθιά συντηρητική της ταυτότητα και να στραφεί στο νεοφιλελεύθερο δόγμα. Βεβαίως, μια μεταβολή αυτής της φύσεως θα απαιτούσε και μια κατάλληλη στελέχωση, η οποία δεν επετεύχθη ουσιωδώς. Ούτε ο κ. Κυρανάκης ούτε ο κ. Μπογδάνος ούτε η κυρία Κεραμέως, φυσικά, δείχνουν να αφουγκράζονται φιλελεύθερες ή έστω νεοφιλελεύθερες απόψεις.
Κάτι τέτοιο αποδεικνύεται τρανά από τις τοποθετήσεις των συγκεκριμένων στελεχών και βουλευτών της κυβέρνησης, από τις εκλογές του Ιουλίου. Ο κ. Κυρανάκης υπερασπίστηκε την καθ’ όλα αντιφιλελεύθερη και προκλητική στάση κάποιων εθνικιστικών στοιχείων, που δίδαξαν «πολιτισμό» στους «βολεμένους» πρόσφυγες ψήνοντας σουβλάκια μπροστά σε κέντρο διαμονής. Ο κ. Μπογδάνος μιλάει μονίμως για συντηρητικό φιλελευθερισμό, χωρίς να αντιλαμβάνεται πως οι δύο έννοιες είναι πασιφανώς πλέον αντικρουόμενες. Τέλος, η κυρία Κεραμέως επιχειρεί να ανυψώσει το εθνικό ανάστημα των μαθητών μέσω των μεταρρυθμίσεων, που βούλεται να εφαρμόσει στα εκπαιδευτικά προγράμματα.
Τα παραπάνω παραδείγματα είναι, πάρα μόνο, ενδεικτικά. Δυστυχώς, υπάρχουν στελέχη της Νέας Δημοκρατίας (όπως ο κ. Βορίδης, που εκτιμά πως οι ιδεολογικοί του αντίπαλοι είναι ανάπηροι) που εκθέτουν εν γένει και εκ των προτέρων την υποτιθέμενη στροφή στον νεοφιλελευθερισμό – ή τον φιλελευθερισμό, οι ίδιοι οι βουλευτές της παράταξης συγχέουν τις δύο αυτές, φιλοσοφικά μακρινές έννοιες.
Παραδόξως, ο μεγαλύτερος υπερασπιστής του εγχειρήματος που εδραίωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο κ. Γεωργιάδης, ο οποίος ασχολείται με την πληθώρα επενδύσεων που θα προσφέρουν προκοπή στον τόπο. Ας αναλογιστούμε βέβαια πως μια επένδυση θα προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο και στον κρατικό μηχανισμό μόνο εάν η κάθε κυβέρνηση είναι σε θέση να υποβάλει στην επιχειρηματική πρωτοβουλία τη μέριμνα του κοινού συμφέροντος του κοινωνικού ιστού.
Ενα ανάλογο πνεύμα σίγουρα δεν καλλιεργείται όταν η ρητορική της κυβέρνησης επί του θέματος συνοψίζεται σε μια άνευ όρων και προδιαγραφών αναζήτηση οποιουδήποτε επενδυτικού πλάνου – ακόμα και αν χρειάζεται το κράτος να εγγυηθεί για τα δάνεια των ιδιωτών που θα έρθουν να ελαφρύνουν την κρατική δαπάνη.
Οι πρόσφατες πανεπιστημιακές μεταρρυθμίσεις και η επικείμενη εκκαθάριση την Εξαρχείων προστίθενται και εμπλουτίζουν την ιδεολογική και πολιτική ασυναρτησία της δεξιάς και βαθιά συντηρητικής κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Οι παθογένειες του ελληνικού πανεπιστημίου είναι αναμφισβήτητες. Προφανέστατα, σε ό,τι αφορά την ισότητα ευκαιριών και την παροχή των δημοσίων υπηρεσιών παιδείας με δίκαιο τρόπο, η προσφορά κρατικών πόρων είναι ανεπαρκής και καθίσταται άκρως αναποτελεσματική ως προς την κατανομή της. Είναι αδιανόητο να μη διαθέτουν τα πανεπιστήμια βιβλιοθήκες, και αντ’ αυτού το κράτος να επιδοτεί την παροχή βιβλίων και επιστημονικών εγχειριδίων σε ατομικό επίπεδο. Να σημειωθεί στο στάδιο αυτό πως η αντιμετώπιση του συγκεκριμένου ζητήματος θα έπρεπε να είναι πρωτίστως μέλημα μιας αριστερής κυβέρνησης, κάτι το οποίο δυστυχώς δεν διαπιστώθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ.
Το μέλημα της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας φαίνεται παρά ταύτα να είναι η ίδρυση ιδιωτικών σχολών, οι οποίες θα βελτιώσουν το ήδη εύθραυστο και ελλειμματικά χρηματοδοτημένο ελληνικό πανεπιστήμιο διά μέσου του αυξημένου ανταγωνισμού.
Η πρόσφατη αντιμετώπιση των φοιτητικών αντιδράσεων στην κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου είναι επίσης καθ’ όλα αντιφιλελεύθερη. Είναι πλήρως παράλογο οι δυνάμεις καταστολής να μονοπωλούν τη σωματική βία και να επιτίθενται σε διαμαρτυρόμενους σπουδαστές, τουλάχιστον σε μια «αστική φιλελεύθερη δημοκρατία», όπως έχουμε ακούσει πολλάκις από τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας.
Τέλος, ως προς την εκκαθάριση των Εξαρχείων ας αναφερθεί το εξής. Εχουν υπάρξει στη συγκεκριμένη γειτονιά πολλά κρούσματα βίας, όπως και πολλές δραστηριότητες που είναι απόλυτα ασύμβατες με κάθε έννοια κράτους δικαίου. Η γοητεία των Εξαρχείων δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τέτοιες καταδικαστέες και πολιτισμικά φτωχές συμπεριφορές.
Αντιθέτως, η ελευθερία έκφρασης, η ελευθερία σκέψης και η άνευ όρων άμεση διαβούλευση, που στη θεωρία συγκροτούν το πολιτικό και πολιτιστικό πνεύμα της γειτονιάς, δεν χαρακτηρίζονται επ’ ουδενί από κατά φαντασίαν αναρχικά, στην πραγματικότητα καθ’ όλα λούμπεν στοιχεία. Το ερώτημα που τίθεται είναι ωστόσο το εξής: εφόσον υποθέτουμε υπάρχουν καταδικαστέα περιστατικά βίας, γιατί, αντ’ αυτών, ασκείται αστυνομική βία σε φοιτητές και θαμώνες των μπαρ των Εξαρχείων;
Η αντιφατική πολιτική ρητορική και η αντιμετώπιση των κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων που συνεπάγεται θέτουν υπό σαφή αμφισβήτηση τη φιλελεύθερη ταυτότητα που εσπευσμένα προσπάθησε να καλλιεργήσει η Νέα Δημοκρατία. Στην πραγματικότητα, η ίδια η έννοια του κράτους δικαίου αντικρούει τις πράξεις της κυβέρνησης, η οποία στην ουσία υπερασπίζεται περίτρανα τη συντηρητική και βαθιά οπισθοδρομική της ιδιοσυγκρασία.
Ο κ. Στρατής Χωμενίδης είναι κάτοχος Economics BA – Paris I Panthéon – Sorbonne Political Philosophy MA – EHESS και Public Policy MSc – Hertie S. of Governance.