Φοράει ένα καρό πουκάμισο και πάνινες ελβιέλες. Στα χέρια του κρατάει έναν πάκο χαρτιά. Βρισκόμαστε στα μέσα Σεπτεμβρίου, είναι τέσσερις το μεσημέρι και η πρόβα για το έργο «Ενας αληθινός καουμπόι» της Μαρίλια Σαμπέρ, που ανεβαίνει στο Θέατρο Μικρό Χορν σε σκηνοθεσία Ελένης Γκασούκα, έχει μόλις τελειώσει. Πάνω στη σκηνή υπάρχει ένα τραπέζι και δύο καρέκλες. «Θέλετε να τα πούμε εδώ;» προτείνει με εκείνη τη χαρακτηριστικά βαθιά φωνή. Οταν γνέφω θετικά, με αβρότητα τραβάει την καρέκλα για να καθίσω. «Ξέρω ότι δεν σας αρέσουν πολύ οι συνεντεύξεις, κύριε Φέρτη» παρατηρώ. «Δεν μου αρέσουν, γιατί δεν ξέρω να πω και πολλά. Οχι ότι σνόμπαρα τους δημοσιογράφους. Κατ’ αρχάς ό,τι λέω είναι αλήθεια. Δεν κρύβω τίποτε».

Τον περασμένο Ιανουάριο συμπληρώσατε 60 χρόνια πάνω στη σκηνή. Πώς ξεκίνησε αυτό σας το πάθος για το θέατρο;
«Ο πατέρας μου με τα αδέλφια του είχε κρεοπωλείο στην Κεντρική Αγορά. Και οι δύο γονείς μου, δεν ξέρω, μπορεί και να μην είχαν τελειώσει καν το δημοτικό. Ο αδελφός μου, ο μεγαλύτερος – με περνάει τέσσερα χρόνια – έβλεπε πολύ θέατρο. Και με πήρε μαζί του, 14 ήμουν τότε και πήγαμε στο τότε θέατρο Κοτοπούλη. Επαιζε η Αννα Συνοδινού με τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Εντυπωσιάστηκα πάρα πολύ και με τους δύο, ειδικά με τον Ηλιόπουλο, και γούσταρα. Μετά άρχισα να πηγαίνω να βλέπω παραστάσεις μόνος μου. Καμιά φορά έπαιρνα και κανέναν φίλο από τη γειτονιά. Δεν πολυβλέπανε θέατρο, τους έλεγα: «Ελα, βρε παιδί μου, να δεις, είναι ωραία». Και σιγά-σιγά είπα «θα γίνω ηθοποιός»».

Οι γονείς σας αντέδρασαν;
«Η μητέρα μου πολύ, δεν ήθελε. Ο πατέρας μου ήταν πιο μαλακός. Εγώ επέμενα. Η μάνα μου ήθελε να σπουδάσω. Είχε μπει ήδη ο αδελφός μου στην Ιατρική. Λογικό ήταν για ανθρώπους που δεν έχουν πάει Γυμνάσιο να θέλουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν. Εγώ της έλεγα – γιατί μετά τα 16 το παράτησα λίγο το σχολείο – ότι μόνο ηθοποιός σκεφτόμουν να γίνω. Αγόραζα βιβλία θεατρικά».

Τόση αφοσίωση;
«Εδώ ανέβαινα στον Λυκαβηττό και έκανα απαγγελίες μεσημέρια για να μην έχει κόσμο, γιατί το σπίτι μας ήταν στους πρόποδες του λόφου. Είχα μεγάλη αγάπη προς αυτό. Μου είχε κολλήσει. Τι να κάνουμε; Και είχα πει στη μητέρα μου: «Κοίταξε να δεις, μαμά, εγώ και να δώσω εξετάσεις για να σπουδάσω δεν θα περάσω πουθενά». Kαι μετά της είπα και το άλλο: «‘Η θα γίνω ηθοποιός ή θα πάω στο χασάπικο». Oχι ότι ήθελα και να γίνω χασάπης, αλλά το εννοούσα. Oύτε η μάνα μου ήθελε βέβαια».

Δουλέψατε ποτέ ως κρεοπώλης;
«Μου είπε ο πατέρας μου όταν το άκουσε: «Θες να έρθεις να δουλεύεις το πρωί;». Hμουν πλέον στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου. Γιατί θα πήγαινα σε νυχτερινό σχολείο. Mε ενδιέφερε ίσα-ίσα να πάρω το απολυτήριο, γιατί έπρεπε να έχεις απολυτήριο για να δώσεις εξετάσεις σε δραματική. Και το πήρα με βαθμολογία 11,8, ή 11,9, κάτι τέτοιο. Καταλάβατε δηλαδή… Είπα στον πατέρα μου: «Θα έρθω». Πήγαινα το πρωί μέχρι το απόγευμα και μετά έφευγα για να πάω σχολείο. Και θυμάμαι τα αδέλφια του πατέρα μου, με τους οποίους είχαμε πολύ καλή σχέση και με αγαπούσαν, αλλά και κάτι άλλους συγγενείς που δούλευαν ως υπάλληλοι να μου μαθαίνουν πώς να κόβω το κεφάλι, να βγάζω τη γλώσσα. Φορούσα και μια άσπρη ποδιά και ήμουν τόσο ψώνιο με το θέατρο που άνοιγα το ψυγείο καμιά φορά, έβλεπα τα κρέατα και αν είχε κάποιο αίμα το άλειφα επάνω μου. Φανταζόμουν ότι έπαιζα ρόλο. Εδωσα εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης. Δεν τους το είπα. Πέρασα. Και πέρασα και εύκολα».

Το ανακοινώσατε μετά;
«Ναι. Και φτάνει η στιγμή που παίζω το 1960 με τη Μελίνα Μερκούρη στο «Γλυκό πουλί της νιότης» του Τενεσί Γουίλιαμς. Πρέπει να ήμουν 21 μισό, 22, κάτι τέτοιο. Υποδυόμουν τον ζιγκολό. Ο χαρακτήρας στο κείμενο ήταν ξανθός και μου λένε: «Πρέπει να βάψεις τα μαλλιά σου». Mου κάνει η Μελίνα: «Ελα εκεί που με χτενίζουν και με βάφουν». Kαι πήγα. Χωριστήκαμε, η Μελίνα πήγε σε άλλο μέρος, εμένα με βάλανε κάπου αλλού που ήταν και δυο-τρεις κυρίες. Για να μου βάψουν το μαλλί μου – ήταν καστανό προς το σκούρο – μου έκαναν ντεκαπάζ. Με έτσουζε, Παναγία μου, και έλεγα μέσα μου: «Τρελές είναι οι γυναίκες». Eν πάση περιπτώσει, βάφτηκα, έγινα αρκετά ξανθός, και πήγα στο σπίτι. Χτύπησα το κουδούνι, μου άνοιξε η μάνα μου και έμεινε ακίνητη και με κοίταζε. Και άρχισαν να τρέχουν δάκρυα στο πρόσωπό της. «Βρε μαμά, εντάξει, αφού ξέρεις ότι άρχισα να παίζω στο θέατρο, ο ρόλος αυτός είναι» της εξήγησα. «Kαλά, παιδί μου, εντάξει» απάντησε. Δεν μπορώ να πω ότι είχα κάποιο παράπονο από τη μάνα μου. Eγώ την καταλάβαινα».

Μετά ένιωθε υπερήφανη που γίνατε ο Γιάννης Φέρτης;
«Είχε υπερηφάνεια. Κοίταξε να δεις, κάτι επειδή έπαιξα αμέσως, σύντομα, αυτό την ηρέμησε. Δεν έρχονταν βέβαια να με δουν. Μία φορά με είδαν. Η μάνα μου το έκρυβε αλλά χαιρόταν που προχωράω».

Το σινεμά πάντως δεν το αγαπήσατε όσο το θέατρο…
«Δεν μπορώ να πω. Εχω παίξει σε κάποιες ταινίες που με ενδιέφεραν πολύ. Εχω παίξει και σε άλλες που δεν με ενδιέφεραν καθόλου. Για παράδειγμα, όταν πρωτοκάναμε με την Ξένια (σ.σ.: αναφέρεται στην πρώτη του σύζυγο, την ηθοποιό Ξένια Καλογεροπούλου) τις δικές μας παραστάσεις, εκείνη έπαιζε στον κινηματογράφο. Εγώ ζήτημα να είχα παίξει σε κάνα δυο – η μία ήταν αυτή που γνωριστήκαμε. Μου έγιναν τότε προτάσεις για τρεις ταινίες που δεν ήθελα να κάνω. Αλλά έπρεπε να έχουμε και κάποια χρήματα να πληρώσουμε τους ηθοποιούς, τους τεχνικούς – γιατί πάντα πληρώναμε. Και είπα, χωρίς να διαβάσω όμως το σενάριο, ότι θα τις κάνω και τις τρεις. Και μετά ζήτησα και μου δώσανε κείμενο. Εχω κάνει όμως και κάποιες ταινίες, μεταξύ των οποίων και μία με τον Κακογιάννη (αναφέρεται στην «Hλέκτρα») και μερικές ακόμη που είχαν πολύ ενδιαφέρον».

Από τη σειρά «Aγριες μέλισσες» γιατί αποχωρήσατε;
«Οταν μου το πρότειναν την πρώτη φορά είπα δεν θα μπορέσω να το κάνω, ήμουν ήδη κουρασμένος, δεν θέλω να το κάνω, δεν πρέπει να το κάνω. Δεύτερη φορά, με ξαναπήραν, πάλι είπα «δεν βλέπω να το κάνω», την τρίτη φορά ήρθαν πάλι και μου είπε κάτι ο παραγωγός, ας μην πω τώρα τι μου είπε, όχι άσχημο, καλό, και αυτό με επηρέασε και είπα θα το κάνω. Ξεκινήσαμε και είδα ότι είχε πολλή δουλειά και πώς θα το προλάβω; Τι να πρωτοπρολάβω; Ακόμη διαβάζω το κείμενο για το έργο που θα παίξω τώρα. Βέβαια, μου είχε πει ο παραγωγός «αν τυχόν κουραστείς, αν τυχόν δεν θέλεις, μην ανησυχείς, θα το πάρω πάνω μου». Οπότε όταν έφτασα στο αμήν είπα πρέπει να πάρω τηλέφωνο και να το πω».

Ας μιλήσουμε λοιπόν για την παράσταση στην οποία θα παίξετε, ως «Ενας αληθινός καουμπόι»…
«Είναι ένα βραβευμένο έργο που έχει γράψει η Μαρίλια Σαμπέρ, η οποία είναι Λατινοαμερικάνα και ζει στην Ισπανία. Για να μην τα πολυλογώ, ο βασικός χαρακτήρας είναι ο δικός μου ρόλος, ένας μεγάλος άνθρωπος του οποίου η σύζυγος πεθαίνει. Εκείνος με τον θάνατό της διαλύεται. Την ίδια ήμερα που γίνεται η κηδεία έρχεται η κόρη και του βάζει τις φωνές: «Ξύπνα» του λέει. Tου μιλάει απότομα. Δικαιολογημένα βέβαια, και αυτή ταραγμένη είναι. Αυτός ο άνθρωπος είναι πολύ χαμένος και ξαφνικά μπαίνει μέσα στο σπίτι ο Τζον Γουέιν – κάτι που συμβαίνει φυσικά μόνο στη φαντασία του. Ο Τζον Γουέιν που τον παρασέρνει σε έναν άλλο κόσμο. Θα εμφανιστεί και η Μέριλιν Μονρόε που τη θαυμάζει επίσης. Πρόκειται για ένα έργο συγκινητικό. Ενα δράμα που είναι και κωμωδία μαζί, γιατί έχει στιγμές που ο κόσμος μπορεί να γελάσει, να διασκεδάσει. Αλλά είναι κατά βάση δράμα. Παίζουν μαζί μου ακόμη δύο πολύ καλοί ηθοποιοί, ο Βασίλης Μαυρογεωργίου που θα υποδυθεί τον Τζον Γουέιν και η Ιωάννα Μαυρέα που θα υποδυθεί την κόρη μου».

Εχετε αγωνία για την πρεμιέρα;
«Ακόμη δεν έχω τίποτα. Εχω αγωνία για το πώς θα καταφέρω να μάθω το κείμενό μου. Οι άλλοι έχουν προχωρήσει, είναι και νεότεροι. Εντάξει, έχουμε ακόμη χρόνο. Ελπίζω και εγώ να σταθώ κάπως καλά. Για αυτούς είμαι σίγουρος ότι θα είναι καλοί, και οι δυο τους».

Εχετε ακόμη τέτοιες ανασφάλειες; Οτι μπορεί να μην είστε καλός;
«Μπορεί να μην είμαι καλός. Βεβαίως. Γιατί; Πάντα πρέπει να είμαστε καλοί;».

Υπήρχαν παραστάσεις που δεν ήσασταν δηλαδή καλός;
«Χάλια δεν μπορώ να πω ότι έχω παίξει. Εχω παίξει παραστάσεις που ήταν μέτριες ή που και εγώ ήμουν συμπαθητικός. Αλλά έχω παίξει και παραστάσεις που ήμουν πολύ καλός. Εντάξει. Ετυχε».

Εχετε παντρευτεί τρεις φορές στη ζωή σας. Θεωρείστε ένας από τους πιο γοητευτικούς έλληνες ηθοποιούς. Διεκδικήσατε στη ζωή σας κάποια γυναίκα πολύ;
«Διεκδίκησα, αλλά όχι πολύ».

Γιατί; Λόγω εγωισμού;
«Ισως, μπορεί να μη με ήθελε».

Υπήρχαν τέτοιες γυναίκες;
«Δεν θα υπήρχαν; Εν πάση περιπτώσει, γνώρισα γυναίκες στη ζωή μου. Καλά έζησα. Εκανα και κάποιες γαϊδουριές, μπορεί να έκαναν και οι άλλες κάποιες γαϊδουριές. Δεν μπορώ να πω ότι ήμουν πολύ εντάξει σε όλα και πάντα. Αλλά δεν κυνηγούσα γυναίκες».

Με την τωρινή σας σύζυγο, την επίσης ηθοποιό Μαρίνα Ψάλτη, πώς γνωριστήκατε;
«Στο θέατρο. Παίξαμε μαζί. Είχαμε γίνει φίλοι και μετά σιγά-σιγά… Ξεκίνησε από φιλία δηλαδή. Μου άρεσε πολύ και ο τρόπος που έπαιζε. Και από εκεί και πέρα προχώρησε το πράγμα. Ημασταν κάποια χρόνια μαζί πριν παντρευτούμε το 2001. Νομίζω είμαστε συνολικά 24 χρόνια μαζί».

Ενα από τα πρώτα πράγματα που μου είπατε προτού ξεκινήσει η συνέντευξη είναι η ηλικία σας, ότι γεννηθήκατε το 1938. Γιατί;
«Την είπα όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί καταλαβαίνω ότι μεγάλωσα και δεν είμαι αυτός που ήμουν από άποψη κούρασης, από όλες τις απόψεις, δηλαδή. Θυμάμαι παλιά που έκανα τηλεόραση ότι πήγαινα το πρωί και έφευγα το βραδάκι και πήγαινα στο θέατρο. Δεν είχα κανένα πρόβλημα να παίξω κανονικά το έργο. Τώρα έχω πρόβλημα. Δεν μου είναι πλέον τόσο εύκολο να κάνω πολλά πράγματα. Και που το είπα τι έγινε; Δεν με νοιάζει».

Πέρα από το θέατρο, τι σας αρέσει να κάνετε;
«Ενα πράγμα από αυτά που έκανα πάρα πολύ είναι ότι μαζευόμασταν στα σπίτια φίλων. Ημουν ξενύχτης παλιά. Μου άρεσε να βλέπω το ξημέρωμα και αν το διαλύαμε σε ένα σπίτι μετά θα πήγαινα σε άλλο, γιατί είχα πολλές παρέες. Τώρα, ειδικά με αυτό το έργο, κοιμάμαι πολύ νωρίς. Στις 12 είμαι στο κρεβάτι».

Με την πολιτική δεν θελήσατε να ασχοληθείτε. Δεχθήκατε πολλές προτάσεις;
«Οχι. Μία πρόταση δέχθηκα μόνο. Πάνε κάποια χρόνια. Ηταν για να κατεβώ υποψήφιος στην Ευρωβουλή, και είπα ότι δεν υπάρχει περίπτωση πότε στη ζωή μου να πολιτευθώ».

Ιδεολογικά πού τοποθετείστε;
«Μολονότι έχω ψηφίσει στο παρελθόν Αριστερά, δεν είμαι αριστερός».

Για την κατάσταση είστε αισιόδοξος; Θα πάνε καλύτερα τα πράγματα;
«Δεν το ξέρω, απλώς με ενοχλεί που ακούω άσχημα πράγματα για τον Μητσοτάκη. Οτι δεν είναι έξυπνος κ.τ.λ. Εχει σπουδάσει ο άνθρωπος, δεν ξέρω και εγώ σε ποιο σπουδαίο πανεπιστήμιο, έχει δουλέψει και εν πάση περίπτωση, μπορεί να μην τα καταφέρει, αλλά εγώ εύχομαι να τα καταφέρει. Με ενοχλεί αυτό, πολύ εύκολα μιλάνε, βρίζουν. Δεν μιλάω μόνο για τους πολιτικούς. Μιλάω για τον οποιονδήποτε».

INFO
«Ενας αληθινός καουμπόι»: Θέατρο Μικρό Χορν (Αμερικής 10, Αθήνα), από τις 12 Οκτωβρίου.