Tο πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Οταν ο πατέρας σου αγαπάει το βιολί και όνειρό του είναι να γίνει και ο γιος του βιολονίστας, τότε είναι αρκετά δύσκολο να ξεφύγεις. Επιπροσθέτως και ο παππούς βιολονίστας. Ο Αρα Μαλικιάν, ο ροκ σταρ του βιολιού, όπως πολλοί τον έχουν χαρακτηρίσει, από τα πρώτα πράγματα που θυμάται είναι ένα βιολί. Οπως δήλωσε χαρακτηριστικά στο «Βήμα», «θυμάμαι πάντα, από πολύ μικρό παιδί, να έχω ένα βιολί κολλημένο στον σβέρκο μου». Παρά τα γέλια ίσως είναι ένα μικρό παράπονο.

Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Πολίτης του κόσμου ο Αρα Μαλικιάν, γεννήθηκε το 1968 στον Λίβανο, στη Βηρυτό συγκεκριμένα, αρμενικής καταγωγής, έδωσε το πρώτο του κονσέρτο σε ηλικία 12 ετών, επιλέχθηκε ως ιδιαίτερο ταλέντο να σπουδάσει μουσική στη Γερμανία και αργότερα στη Βρετανία, ενώ τα τελευταία χρόνια δηλώνει κάτοικος Μαδρίτης.

220 sold out shows

Ο μουσικός και συνθέτης έρχεται στο θέατρο Παλλάς, στις 27 και 28 Σεπτεμβρίου, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της παγκόσμιας περιοδείας του με τίτλο «Royal Garage World Tour», που έχει αφορμή το τελευταίο του άλμπουμ «Royal Garage». Εχει εμφανισθεί ήδη σε περισσότερες από 50 χώρες με 220 sold out shows.

Τι είναι όμως αυτό που κάνει τον Αρα Μαλικιάν να ξεχωρίζει, αλλά πολύ περισσότερο να έχει τόσο μεγάλη απήχηση στο κοινό; Ο ίδιος το εξηγεί πολύ απλά: «Δεν κάνω τίποτα περισσότερο από να παρουσιάζω και να ηχογραφώ τη μουσική μου έτσι όπως (την) επιθυμώ. Δεν είμαι μόνο μουσικός αλλά και συνθέτης. Ουσιαστικά παίρνω έργα και τα παρουσιάζω σύμφωνα με τις καταβολές μου, τις επιρροές μου και την αντίληψη φυσικά που έχω για τη μουσική». Εχει ηχογραφήσει πάνω από 40 albums και έχει κερδίσει διεθνή βραβεία ενώ έχει μοιραστεί τη σκηνή μεταξύ άλλων με τους Στινγκ, Φαϊρούζ, τη London Chamber Orchestra και την Tokyo Symphony Orchestra. Η σχέση του Αρα Μαλικιάν με το βιολί είναι κυριολεκτικά σχέση ζωής και επιβίωσης. Στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου στον Λίβανο «ήμασταν κλειδωμένοι σε ένα γκαράζ και παίζαμε μουσική για να ξεχαστούμε. Να ξεχάσουμε τους βομβαρδισμούς. Γι’ αυτό και η εφετινή περιοδεία έχει τον τίτλο Garage World Tour».

Πρόβες σε γκαράζ

Οπως σημειώνει ο ίδιος: «Εκείνη την εποχή (σ.σ.: 1976 και μετά) τα περισσότερα συγκροτήματα σε όλον τον κόσμο έκαναν πρόβες σε γκαράζ. Ημουν 10 χρόνων όταν ο πατέρας μου μού έλεγε για να με παροτρύνει: «Πάμε, γιε μου, να κατέβουμε στο γκαράζ. Θα φτιάξουμε μια μπάντα, όπως αυτήν των… Rolling». Η μπάντα μου δεν είχε τόση φάση όσο αυτή των Rolling Stones. Εγώ δεν συναναστρεφόμουν τον Kιθ Ρίτσαρντς ή τον Mικ Τζάγκερ και δεν μιλούσαμε για ροκ και avant-garde μουσική… Εμένα με περίμενε ο θείος μου ο Nόνο, με μια μισοχαλασμένη τρομπέτα, ο γείτονάς μου με ένα μπουκάλι λικέρ από γλυκάνισο και η γιαγιά μου με ένα μαντολίνο. Μετά ήρθαν και τα άλλα γκαράζ… Τα γερμανικά, τα αγγλικά, του Παρισιού, τα ισπανικά. Φαίνεται πως είμαι προορισμένος γι’ αυτά. Μου συμβαίνουν συναρπαστικά πράγματα στα γκαράζ».

Από τότε το βιολί δεν το άφησε από τα χέρια του. «Με αυτό πορεύτηκα στην ξενιτιά. Οπως ο αρμένης παππούς μου σώθηκε από τους Τούρκους προσποιούμενος ότι ήταν μέλος συγκροτήματος που ταξίδευε στην Ευρώπη, για να γλιτώσει τον θάνατο και να ζήσει την οικογένειά του, έτσι και εγώ με αυτό έζησα».

Και συνεχίζει να ζει, ακούγοντας μεταξύ άλλων και Νίκο Σκαλκώτα – «μου αρέσει ιδιαιτέρως» -, να επισκέπτεται 3 με 4 φορές τον χρόνο τη Βηρυτό («φυσικά και δεν έχω διακόψει τις σχέσεις με τη γενέτειρά μου») και δεν μπορεί να χωνέψει τον τρόπο που πολλοί σε Ελλάδα και Ευρώπη αντιμετωπίζουν το προσφυγικό ζήτημα: «Επειδή και δυσάρεστες μνήμες έχω ως παιδί και επειδή κι εγώ πρόσφυγας είμαι δεν αντιλαμβάνομαι την πλήρη αντίθεση των ανθρώπων κατά των προσφύγων. Πώς το κάνουν αυτό; Ολοι άνθρωποι είμαστε».