«Οσα ξέρω είναι αυτά για τα οποία έχω λέξεις».

Λούντβιχ Βιτγκενστάιν

Πριν από λίγες μέρες, η μεγάλη αμερικανή συγγραφέας Τόνι Μόρισον άφησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία 88 ετών, στο Ιατρικό Κέντρο Μοντεφιόρε της Νέας Υόρκης. Η Τόνι Μόρισον ήταν βραβευμένη με το βραβείο Πούλιτζερ το 1988 για το αριστούργημά της «Η αγαπημένη» (Beloved) και με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1993.

Στη χώρα μας έγινε γνωστή μέσα από τις καταπληκτικές μεταφράσεις της Κατερίνας Σχινά. H Τόνι Μόρισον έκανε τις λέξεις να φλέγονται, να χορεύουν, να κλαίνε. Η Μόρισον χρησιμοποίησε τις λέξεις ως όπλα ελευθερίας και συναισθηματικής αλήθειας. Ηξερε πολύ καλά τη σημασία τους. Το πώς οι λέξεις μπορούν πολύ εύκολα να γίνουν ακόμη και εργαλεία βίας. Παραπέμπω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την «Αγαπημένη», που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος το φθινόπωρο.

[…Τη μέρα που ο Σταμπ Πέιντ είδε τις δυο πλάτες μέσα από το παράθυρο κι έσπευσε να κατέβει τα σκαλιά, πίστεψε ότι η ανεξιχνίαστη γλώσσα που αντηχούσε γύρω από το σπίτι ήταν ο ψίθυρος των μαύρων, θυμωμένων νεκρών. Ελάχιστοι είχαν πεθάνει στο κρεβάτι τους, όπως η Μπέιμπι Σαγκς και κανείς απ’ όσους ήξερε, κι η Μπέιμπι ανάμεσά τους, δεν είχε ζήσει υποφερτή ζωή. Ακόμα και οι μορφωμένοι έγχρωμοι, άνθρωποι που είχαν βγάλει όλες τις τάξεις του σχολείου, οι γιατροί, οι δάσκαλοι, οι δημοσιογράφοι και οι επιχειρηματίες, είχαν πολλή δουλειά μπροστά τους. Πέρα από το ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσουν το μυαλό τους για να προχωρήσουν, είχαν και το βάρος ολόκληρης της φυλής τους να τους ζορίζει. Χρειαζόσουν δυο κεφάλια για να τα βγάλεις πέρα. Οι λευκοί πίστευαν πως όπως και να φερόταν ένας μαύρος, κάτω από κάθε σκούρα επιδερμίδα κρυβόταν η ζούγκλα. Ορμητικά, απροσπέλαστα νερά, μπαμπουίνοι που τσίριζαν κρεμασμένοι απ’ τα κλαδιά, φίδια σε χειμερία νάρκη, κόκκινα ούλα που λαχταρούσαν το γλυκό, λευκό τους αίμα. Κατά κάποιον τρόπο είχαν δίκιο, σκεφτόταν ο Σταμπ. Οσο περισσότερο οι έγχρωμοι δαπανούσαν τη δύναμή τους προσπαθώντας να τους πείσουν πόσο ευγενικοί ήταν, πόσο έξυπνοι, πόσο τρυφεροί, πόσο ανθρώπινοι, όσο περισσότερο αναλώνονταν για να πείσουν τους λευκούς για πράγματα που οι Νέγροι πίστευαν ότι δεν χωρούσαν αμφισβήτηση, τόσο πιο βαθιά και μπερδεμένη γινόταν μέσα τους η ζούγκλα. Αλλά δεν ήταν η ζούγκλα που είχαν φέρει μαζί τους οι μαύροι εδώ από εκείνο το άλλο (υποφερτό) μέρος. Ηταν η ζούγκλα που είχαν φυτέψει μέσα τους οι λευκοί. Και μεγάλωνε. Απλωνόταν. Μέσα, ανάμεσα και μετά τη ζωή απλωνόταν, ώσπου εισέβαλε και στους λευκούς που την είχαν δημιουργήσει. Τους άγγιζε όλους. Τους άλλαζε και τους μεταμόρφωνε. Τους έκανε αιμοχαρείς, ανόητους, χειρότερους απ’ όσο ήθελαν να είναι – τόσο πολύ φοβούνταν τη ζούγκλα που είχαν δημιουργήσει. Ο μπαμπουίνος που τσίριζε ζούσε κάτω από το ίδιο τους το λευκό δέρμα∙ τα κόκκινα ούλα ήταν τα δικά τους…] μτφρ. Κατερίνα Σχινά.

Η Μόρισον αποτέλεσε μία από τις πιο δυνατές φωνές ενάντια στη λογοκρισία. Οταν το 2009 ένα από τα βιβλία της απαγορεύτηκε από τη διδακτέα ύλη ενός σχολείου στο Μίσιγκαν, στην ομιλία της στο πλαίσιο του Συμβουλίου για την Ελευθερία του Λόγου δήλωσε ότι «Η σκέψη πως δεν θα γράφονται μυθιστορήματα, πως τα ποιήματα θα σιγοψιθυρίζονται από φόβο μην ακουστούν από τους λάθος ανθρώπους, πως οι στοχαστές δεν θα προκαλούν την εξουσία με τα ερωτήματά τους, πως δεν θα γυρίζονται ταινίες και τα θεατρικά έργα δεν θα βρίσκουν σκηνή να τα φιλοξενήσει, είναι μια σκέψη που με προβληματίζει σε βαθμό τρόμου. Σαν να προσπαθούμε να περιγράψουμε τον κόσμο με αόρατο μελάνι».

Δεν ξέρω εάν στο μέλλον προβλέπεται να φτάσουμε ως εκεί –  στη μη συγγραφή – τίποτα δεν είναι απίθανο σε αυτόν το νέο γενναίο κόσμο -, αλλά οι λέξεις είναι ό,τι έχουμε για τον κόσμο. Οι λέξεις είναι κατατοπιστικές, τρυφερές, μεγαλειώδεις, ασπαίρουσες, υψίσυχνες, πρώτειες. Οι λέξεις κουβαλούν την ιστορία του κόσμου. Εκεί θα ήθελα να εστιάσω με αφορμή τη μεγάλη αυτή απώλεια. Στη δύναμη των λέξεων. Στην περίπτωση της γραφής του βεληνεκούς της Μόρισον, οι λέξεις δεν είναι απλά μέρη του λόγου. Φορτίζονται με μια ενέργεια τέτοιας δύναμης που συχνά αποδρούν και από το ίδιο το κείμενο. Αλλες φορές το στέφουν ως κορωνίδα κι άλλες το αφήνουν να ρέει ανάλογα με τον ρυθμό που έχει αποφασίσει η δημιουργός. Και η Μόρισον τις σεβάστηκε, τις εξύψωσε, τις συνδύασε έτσι ώστε να μιλήσει για σπουδαία πράγματα σε δύσκολους καιρούς.

Δεν είναι όλες οι λέξεις ίδιες, είτε βρίσκονται σε ένα κείμενο, είτε σε μια συζήτηση, είτε σε ένα θεατρικό έργο, είτε σε έναν πολιτικό λόγο. Λέξεις βέβαια έχουν στη φαρέτρα τους οι πάντες. Λέξεις, για παράδειγμα, έχει και ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Λέξεις που χρησιμοποιεί σκόπιμα συνήθως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Λέξεις που μοιάζουν απίθανα απλοϊκές, λες και τις έχει γράψει γυμνασιόπαιδο, αλλά καθόλου τυχαίες προφανώς, επιλεγμένες από το επιτελείο του. Μετά τα δύο πρόσφατα πολύνεκρα επεισόδια, στο Τέξας και στο Οχάιο, ο Τραμπ έγραψε το εξής τουίτ, με το αίμα των θυμάτων νωπό: «Υπέροχο απόγευμα στο Σινσινάτι Οχάιο απόψε – με ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟΥΣ Αμερικανούς Πατριώτες! Ο λαός του Οχάιο είναι φανταστικός. Ευχαριστώ πολύ. Τι βραδιά!».

Τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο μακάβρια αργότερα, όταν ο Τραμπ φωτογραφήθηκε δίπλα στη σύζυγό του και πρώτη κυρία Μελάνια Τραμπ, που κρατούσε στην αγκαλιά της ένα ορφανό μωρό 2 μηνών, οι γονείς του οποίου σκοτώθηκαν στο μακελειό, στο κατάστημα Walmart στο Ελ Πάσο. Υπάρχουν λέξεις λοιπόν που χάνουν την αξία τους. Χάνουν το νόημά τους, αφού η πραγματικότητα τις διαψεύδει ή αλλιώς, είναι λέξεις που διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα.

Οπωσδήποτε, οι λέξεις είναι αυτές που δίνουν μορφή στη σκέψη μας. Είναι αυτές που διαφοροποιούν την υπόστασή μας. Αυτές μας συγκροτούν ως ανθρώπινα κοινωνικοπολιτικά όντα. Αυτές, όσο κι αν αλλάξουν, έχουν τον ρόλο να εκφράζουν όνειρα, συναισθήματα, πάθη και αδυναμίες. Ακόμη και «η σιωπή είναι καμωμένη από λέξεις που δεν έχουν ειπωθεί» λέει η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ.

Ωστόσο, πόσο συχνά σταματάμε να σκεφτούμε ποια βαρύτητα είχε η λέξη που μόλις εκστομίσαμε ή ακούσαμε; Σπανίως. Ολοι μας θεωρούμε τη γλώσσα ως δεδομένη για χρήση. Και όμως, αυτή η τεράστια σημασία που έχει η λέξη μένει συχνά απαρατήρητη και δεν είναι λίγες οι φορές που χρησιμοποιείται άκριτα, κατά κόρον, ή παραποιείται νοηματικά και χάνει την αξία της. Η γλώσσα υποχωρεί στο παρασκήνιο, ακριβώς ως αποτέλεσμα της πανταχού παρουσίας της.

Η δύναμη των λέξεων είναι ανεξάντλητη. «Οι λέξεις μπορούν να αλλάξουν τον εγκέφαλό σας». Μπορούν δηλαδή να δώσουν ώθηση στα κινητήρια κέντρα του εγκεφάλου, κάνοντάς τα να δράσουν αρνητικά ή θετικά και να επηρεάσουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα, λένε οι νευροεπιστήμονες Andrew Newberg και Mark Waldman. «Μία λέξη έχει τη δύναμη να επηρεάζει την έκφραση των γονιδίων που ρυθμίζουν το φυσικό και το συναισθηματικό στρες».

Προσοχή στις λέξεις μας λοιπόν, γιατί αυτές είναι ο κόσμος του καθενός μας. Αυτές ορίζουν την υπόστασή μας.

Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.