«Σαν σήμερα 31 Αυγούστου 1989 στη Βρετανία χωρίζουν μετά από 16 χρόνια γάμου η πριγκίπισσα Αννα και ο Μαρκ Φίλιπς». Αυτό το αξιοσημείωτο μας υπενθυμίζουν τα ελληνικά αλμανάκ για τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Ποιος θα θυμάται στο μέλλον ότι την ημέρα εκείνη παραδόθηκαν στην πυρά οι φάκελοι των μυστικών υπηρεσιών που παρακολουθούσαν από τον Εμφύλιο μέχρι και το τέλος της Δικτατορίας τους πολίτες με αριστερά φρονήματα; Επρόκειτο για μια συμβολική χειρονομία συμφιλίωσης που είχε προτείνει ο τότε πρωθυπουργός Τζαννής Τζαννετάκης στον κυβερνητικό του εταίρο, τον Συνασπισμό της Αριστεράς, επί της μεταβατικής κυβέρνησης συνεργασίας που βασικό σκοπό είχε να δρομολογήσει την κάθαρση του σκανδάλου Κοσκωτά.

Στην πραγματικότητα ήταν μια «τραγική στιγμή» για τον ιστορικό της εποχής, αλλά και για τη νεότερη Ιστορία της Ελλάδας συνολικά, ένα δώρο στη λήθη. Καταστράφηκαν έτσι διά παντός όλα τα αδιάσειστα τεκμήρια για τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές διακρίσεις και διώξεις σε βάρος χιλιάδων αριστερών πολιτών μέχρι και τις αρχές της μεταπολίτευσης. Αυτή είναι η εκτίμηση του ελληνοαυστριακού ιστορικού Αδαμάντιου Σκόρδου στον συλλογικό τόμο «Οι ξεχασμένες δικτατορίες της Ευρώπης;» που κυκλοφόρησε πρόσφατα και ασχολείται με τα δικτατορικά καθεστώτα του 20ού αιώνα στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και στην Ελλάδα, την υπέρβασή τους και τη μνήμη των κοινωνιών της μεταπολίτευσης.

Τα μελετήματα αυτού του βιβλίου διερευνούν μιαν αρχική υπόθεση εργασίας. Ενώ στις μετακομμουνιστικές κοινωνίες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης έχει εκκολαφθεί τα τελευταία χρόνια ο δεξιός λαϊκισμός, στη Νότια Ευρώπη ανθεί ο αριστερός λαϊκισμός, των Podemos στην Ισπανία ή του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα. Ο λαϊκισμός εννοείται εδώ ως αντιπλουραλιστική πολιτική σκέψη που επικαλείται μια εικονική, ενιαία «λαϊκή βούληση», εν ονόματι της οποίας δρα. Μήπως λοιπόν η εμπειρία των δεξιών δικτατοριών στις τρεις χώρες του Νότου ευνοεί τον αριστερό λαϊκισμό σήμερα; Το ερώτημα παραμένει αναπάντητο και ίσως είναι καλύτερα έτσι, γιατί η παρουσία της Χρυσής Αυγής στην ελληνική Βουλή και η άνοδος του ακροδεξιού κόμματος Vox στην Ισπανία σχετικοποιούν εκ προοιμίου την υπόθεση εργασίας. Παρ’ όλα αυτά, οι μελέτες του τόμου, που επιμελήθηκε ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ιένας Jörg Ganzenmüller, ξαναφέρνουν στο προσκήνιο ιστορικά τραύματα, καθιζήσεις και επιχωματώσεις, σιωπές.

Η δικτατορία του Φράνκο που προέκυψε από τον ισπανικό εμφύλιο και διατηρήθηκε επί δεκαετίες στην εξουσία στηρίχθηκε πρωτίστως από τον στρατό, τον κλήρο και τους δημοσίους υπαλλήλους. Η μετάβαση στη δημοκρατία έγινε μετά τον θάνατο του Φράνκο και κατόπιν συνεννόησης των ισπανικών ελίτ. Η ακόμη μακροβιότερη δικτατορία του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία στηρίχθηκε κυρίως από τους γαιοκτήμονες και τους βιομηχάνους και η πτώση της με την Επανάσταση των Γαρυφάλλων συνέπεσε με την οριστική απώλεια των πορτογαλικών αποικιών. Η χούντα των συνταγματαρχών στην Ελλάδα το 1967 ήταν η πιο βραχύβια της Νότιας Ευρώπης, δεν διέθετε σοβαρά ερείσματα μεταξύ των ελληνικών ελίτ, τις οποίες αποστρεφόταν, και κατέρρευσε μετά την απόπειρα ανατροπής του Μακαρίου στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή που ακολούθησε.

Η Δικτατορία στην Ελλάδα ήταν η τελευταία έκρηξη αυταρχισμού κατά τις δεκαετίες της λεγόμενης «καχεκτικής δημοκρατίας» που φυτοζωούσε μετά το τέλος του Εμφυλίου το 1949. Η ιστορική έρευνα αμφισβητεί τον μύθο της Αριστεράς ότι ήταν αμερικανοκίνητη, πόσω μάλλον ότι σύσσωμος ο ελληνικός λαός ήταν εναντίον της. Αυτό είναι ένα μεταδικτατορικό αφήγημα, αποκύημα της εποχής κατά την οποία μετά την κατάρρευση ενός αυταρχικού καθεστώτος τα θύματά του έχουν τον πρώτο λόγο στη δημόσια σφαίρα. Η σιωπηρή πλειονότητα ανακουφίζεται τότε, όταν η πολιτική πλάθει εκ των υστέρων ένα συλλογικό θύμα (πόσω μάλλον ένα θύμα που αντιστάθηκε, τον λαό ολόκληρο στην περίπτωσή μας), εντάσσοντας κι αυτήν στους κόλπους της συλλογικής ηρωικής φαντασίωσης. Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι Ελληνες δεν αντιτάχθηκαν στη δικτατορία, καθώς μάλιστα η οικονομία τα τέσσερα τουλάχιστον πρώτα χρόνια ευημερούσε.

Τα στοιχεία δεν πιστοποιούν ότι το πραξικόπημα των συνταγματαρχών στην Ελλάδα εξυφάνθηκε στην Ουάσιγκτον. Ολα συντείνουν στο ότι οι ΗΠΑ εξεπλάγησαν αρχικά από την κίνηση της ομάδας περί τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, όταν όμως βεβαιώθηκαν ότι η χούντα ήταν ακραιφνώς αντικομμουνιστική παρέβλεπαν τις καταγγελίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βασανιστήρια. Μεγάλη σημασία για τους διωκόμενους από τη χούντα είχαν οι διασυνδέσεις της Ελλάδας με διεθνείς οργανισμούς, όπως για παράδειγμα με το Συμβούλιο της Ευρώπης. Ενας από τους Ελληνες που βασανίστηκαν τότε λέει στο βιβλίο χαρακτηριστικά: «Κάθε φωνή κατά των βασανιστηρίων στην Ευρώπη σήμαινε για μας ένα σκαμπίλι λιγότερο».

Είναι ένας από τους εννέα συλληφθέντες και βασανισθέντες επί Δικτατορίας, οι μαρτυρίες των οποίων παρουσιάζονται ανώνυμα στο βιβλίο μέσω των συνεντεύξεων που έδωσαν στον νεαρό ιστορικό Γιάννη Ναλμπαντιδάκη που εκπονεί στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου συγκριτική έρευνα για τα βασανιστήρια στις φυλακές στην Ελλάδα και στην Αργεντινή. Και οι εννέα συνελήφθησαν από τα όργανα της χούντας ως μέλη της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη. Μιλούν για τον φόβο των ανθρώπων της Αριστεράς μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος το 1967, για την περιρρέουσα αβεβαιότητα, για τις συλλήψεις και τα βασανιστήρια, αλλά και για την κοινωνική απομόνωση και αδιαφορία που έζησαν μετά την απελευθέρωσή τους, ήδη στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Κανείς δεν τους ρώτησε, κανείς δεν ήθελε να μάθει. Δεν ανήκαν στη γενιά του Πολυτεχνείου, αλλά στην προηγούμενη γενιά, εκείνη που άνθησε στις αρχές της δεκαετίας του ’60, που ονειρεύτηκε και έχασε. Ολοι τους είναι άναυδοι με τη σημερινή πολιτική και ηθική έκπτωση στην Ελλάδα και διεκτραγωδούν την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Κι όλοι τους έχουν ένα μάγκωμα στην ψυχή, επειδή οι θυσίες τους πήγαν μάλλον στράφι.