«Χαστούκι» στις προσπάθειες της κυβέρνησης να νομιμοποιήσει αυθαίρετα σε δάση και δασικές εκτάσεις δίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ). Αυτή τη φορά η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την 685/2019 απόφασή της (πρόεδρος η κυρία Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, εισηγητής ο κ. Χρήστος Ντουχάνης), έκρινε ότι είναι αντισυνταγματικές οι νομικές ακροβασίες του ΣΥΡΙΖΑ, με τις περίφημες οικιστικές πυκνώσεις. Οι «πυκνώσεις» είχαν ενταχθεί στον ν.4389/16, χαρακτηρίζοντας έτσι περιοχές αυθαιρέτων μέσα σε δάση, με στόχο την εξαίρεσή τους από την ανάρτηση των Δασικών Χαρτών και τελικά την τακτοποίησή τους.

Όπως αναφέρουν οι ανώτατοι δικαστές, οι συγκεκριμένες διατάξεις είναι αντίθετες στο άρθρο 24 του Συντάγματος.  Ειδικότερα, κρίθηκε ότι από τις διατάξεις των άρθρων 24 (παρ. 1) και 117 (παρ. 3) του Συντάγματος συνάγεται ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις, ως φυσικά αγαθά, και ανεξαρτήτως της ειδικότερης ονομασίας ή της θέσης τους, «υπάγονται σε ιδιαίτερο και αυστηρό προστατευτικό καθεστώς, με σκοπό τη διατήρηση της κατά προορισμό χρήσης τους, ανατίθεται δε στον κοινό νομοθέτη η θέσπιση των επιβαλλομένων προληπτικών ή κατασταλτικών μέτρων για την επίτευξη του σκοπού αυτού».

Είναι αξιοσημείωτο, ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν προκύψει από τις αναρτήσεις των Δασικών Χαρτών στο 52,72% της έκτασης της χώρας, οι οικισμοί αυθαιρέτων κτισμάτων (οι περίφημες οικιστικές πυκνώσεις) καταλαμβάνουν 300.000 στρέμματα. Ο δήμος με τη μεγαλύτερη έκταση οικιστικών πυκνώσεων είναι  του Λουτρακίου – Περαχώρας – Αγ. Θεοδώρων (35.599,76 στρέμματα) και εκείνος με τη μικρότερη έκταση είναι της Δυτικής Μάνης (22,60 στρ.). Οι καποδιστριακοί δήμοι που πρωταγωνιστούν στους οικισμούς αυθαιρέτων είναι της Αττικής με 115.873 στρέμματα, της Κορινθίας με 42.206 στρέμματα, της Χαλκιδικής με 19.464 στρέμματα, της Θεσσαλονίκης με 19.050 στρέμματα, της Βοιωτίας με 12.880 στρέμματα και της Άρτας με 12.233 στρέμματα. Οι λιγότερες εκτάσεις πυκνώσεων καταγράφηκαν σε Πρέβεζα, Φωκίδα και Δράμα.

Όχι στην αξιοποίηση δασικών εκτάσεων για οικιστικούς σκοπούς

Σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ, η συνταγματική υποχρέωση διαφύλαξης του δασικού πλούτου της χώρας καθιστά κατ’ εξαίρεση μόνον επιτρεπτή τη μεταβολή της μορφής των δασικού χαρακτήρα εκτάσεων, εφόσον προέχει για την εθνική οικονομία, ή αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη χρήση, επιβαλλόμενη από λόγους δημοσίου συμφέροντος, ενώ ουδέποτε αποτελεί προέχουσα χρήση η αξιοποίηση δασικού χαρακτήρα εκτάσεων για οικιστικούς σκοπούς, οι οποίοι δεν συνιστούν λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, που θα δικαιολογούσαν τη μεταβολή του προορισμού του δάσους.

Εξάλλου, ο συνταγματικός νομοθέτης, γνωρίζοντας ότι η δασική νομοθεσία  δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί την αποτελεσματική προστασία των δασικών εκτάσεων,  χωρίς τον έγκυρο εντοπισμό και την καταγραφή τους, ανήγαγε σε συνταγματική υποχρέωση την κατάρτιση Δασολογίου, προκειμένου τα δασικά όργανα να προβαίνουν έγκαιρα στις αναγκαίες ενέργειες σε περίπτωση αθέμιτων επεμβάσεων και να διευκολύνεται η άμεση αποκατάσταση της δασικής μορφής σε περιπτώσεις αλλοίωσης ή μεταβολής της από ανθρώπινες ενέργειες ή άλλα αίτια.

Κατόπιν τούτων, κρίθηκε από την Ολομέλεια του ΣτΕ ότι «η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, με την οποία ορίσθηκαν τα κριτήρια προσδιορισμού της οικιστικής πύκνωσης και η οποία, λόγω της αντισυνταγματικότητας της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διάταξης, δεν θα μπορούσε επιτρεπτώς να εκδοθεί ούτε υπό τον τύπο προεδρικού διατάγματος, είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα».

Η κρίση περί αντισυνταγματικότητας στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε ένα συγκεκριμένο σκεπτικό.

Οι πυκνώσεις δεν εμπίπτουν ούτε σε πολεοδομημένες περιοχές ή νομίμως υφισταμένους οικισμούς, ούτε σε περιοχές υπό έγκριση σχεδίων ή υπό οριοθέτηση οικισμών, ενώ δεν προβλέπεται άλλη διαδικασία που θα διασφάλιζε ότι οι εκτάσεις αυτές θα συμπεριληφθούν στους οριστικούς δασικούς χάρτες. Περαιτέρω, η εξαίρεση των εκτάσεων αυτών δεν υπαγορεύεται από κανένα σκοπό δημοσίου συμφέροντος και είναι απρόσφορη για την επιτάχυνση της κύρωσης των δασικών χαρτών ή για την ενημέρωση της Διοίκησης.

Όχι στην επιβράβευση της αυθαίρετης δόμησης

Εξάλλου, οι δικαστές του ΣτΕ επισημαίνουν το αυτονόητο: ο τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος δεν μπορεί να συνιστά επιβράβευση της αυθαίρετης δόμησης εντός δασών. Αντιθέτως, προϋποθέτει την έγκυρη καταγραφή των δασών και των δασικών εκτάσεων στον αναρτώμενο δασικό χάρτη και κατ’ επέκταση στο δασολόγιο, την οποία, όμως, ματαιώνουν επ’ αόριστον οι επίμαχες διατάξεις.

Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης του ΣτΕ,  από τη μία ο νομοθέτης προβλέπει ειδική διαδικασία για την προσθήκη στο δασικό χάρτη και, εν τέλει, στο δασολόγιο, των δασικών εκτάσεων των κίτρινων περιγραμμάτων δηλαδή όσων περιλαμβάνονται σε περιοχές για τις οποίες έχουν εκδοθεί διοικητικές πράξεις που, ενδεχομένως, ενθάρρυναν την πεποίθηση των πολιτών ότι αυτές δεν είναι δασικές (μη νόμιμες ή ασαφείς οριοθετήσεις οικισμών, ημιτελείς πολεοδομήσεις κ.λπ.) και έτσι μπορούσαν να χτίσουν. Από την άλλη, ο ίδιος νομοθέτης εμφανίζεται, ταυτοχρόνως, να εξαιρεί, ακόμη και από την ανάρτηση των δασικών χαρτών, εκτάσεις, ορισμένες από τις οποίες δομήθηκαν όλως αυθαιρέτως, χωρίς καμία ένδειξη νομιμοφάνειας και κατά προφανή παράβαση των κανόνων του κράτους δικαίου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Ιούλιο του 2017, το Ε’ τμήμα του ΣτΕ είχε κρίνει ότι η οριοθέτηση των οικισμών αυθαιρέτων μέσα σε δάση και η εξαίρεσή τους από τη διαδικασία της ανάρτησης των δασικών χαρτών είναι αντισυνταγματική. Ωστόσο, είχε παραπέμψει το θέμα λόγω σοβαρότητας στην Ολομέλεια. Τις σχετικές ρυθμίσεις είχαν προσβάλει στο ΣτΕ το ΓΕΩΤΕΕ και το WWF Ελλάς.

Να σημειωθεί ότι, από μέρα σε μέρα, αναμενόταν η κατάθεση στη Βουλή από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας του νομοσχεδίου, το οποίο είχε τεθεί σε δημόσια διαβούλευση στα τέλη του 2018 και αφορά τις διαδικασίες νομιμοποίησης για ορισμένο χρονικό διάστημα κατοικιών που έχουν ανεγερθεί παράνομα σε δασικές εκτάσεις.  Οι προωθούμενες ρυθμίσεις προέβλεπαν τόσο μεγάλα χρονικά όρια διατήρησης (40 και 25 έτη, ανάλογα με το αν οι κατασκευές προϋφίστανται ή όχι του Συντάγματος του 1975 αντιστοίχως), ώστε να δημιουργούνται συνθήκες de facto μονιμότητας και ανοχής στην αυθαιρεσία.