Οι υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ στη Βόρεια Ελλάδα κι όχι μόνο, για τις δημοτικές εκλογές, πληρώνουν το «μάρμαρο» της συμφωνίας των Πρεσπών.

Η δυσκολία με την οποία προσπαθεί η κυβέρνηση να αναδείξει τα οφέλη της επίλυσης του ονοματολογικού είναι εμφανής. Ακόμη και το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη του Αλέξη Τσίπρα προκάλεσε διχασμό μεταξύ του επιχειρηματικού κόσμου.

Κάποιοι δεν θέλουν να έχουν επαφή με τη γειτονική χώρα, κάποιοι άλλοι συμπαρατάσσονται με την κυβέρνηση πιστεύοντας ότι οι μπίζνες είναι πάνω από τη διπλωματία και την πολιτική. Όμως, αυτό που αναδεικνύεται ως βασικό συμπέρασμα είναι ότι στη Βόρεια Ελλάδα επικρατεί αναβρασμός και το Μακεδονικό «θάβει» τον ΣΥΡΙΖΑ.

Οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών ανέδειξαν αυτή την οργή που επικρατεί και η οποία εκφράζεται με την αρνητική αποδοχή που έχει το κυβερνών κόμμα και οι υποψήφιοί του. Σε σημείο μάλιστα που να κινδυνεύουν με εξαφάνιση ακόμη και νυν περιφερειάρχες, όπως ο κ. Καρυπίδης.

Ούτε λόγος βεβαίως για εκλογή του εκλεκτού του ΣΥΡΙΖΑ στην κεντρική Μακεδονία, του δημοσιογράφου κ. Γιαννούλη για τον οποίο ο Αλέξης Τσίπρας πήγε την Πέμπτη στη Θεσσαλονίκη.

Την ίδια στιγμή, σε τραγική κατάσταση βρίσκεται η υποψηφιότητα της Κατερίνας Νοτοπούλου παρά τις ενέσεις… επικοινωνιακής διαχείρισης της εικόνας της που επιχειρήθηκε το τελευταίο διάστημα. Η εκλεκτή του Μαξίμου πρώην υφυπουργός όχι μόνο δεν μπορεί να «χτυπήσει» τον γαλάζιο κ. Ταχιάο, αλλά αντίθετα κινδυνεύει να βρεθεί ακόμη και στην τελευταία θέση των υποψηφίων και να υποστεί μια συντριβή ανεπανάληπτη.

Έπεσαν σε μαύρη τρύπα

Το ενδεχόμενο αυτό δεν είναι απίθανο και θα χρεωθεί εξ ολοκλήρου στο Μέγαρο Μαξίμου που επέλεξε μια υποψηφιότητα χωρίς κανένα αυτοδιοικητικό χαρακτηριστικό, παρά μόνο επειδή η κ. Νοτοπούλου είχε… άκρες στην κυβέρνηση και μέσα σε λίγα χρόνια προήχθη από απλή υπάλληλος στο δήμο σε επικεφαλής του πρωθυπουργικού γραφείου, σε υφυπουργό και τώρα σε υποψήφια.

Ακόμη κι αν η κ. Νοτοπούλου ή ο κ. Γιαννούλης έχουν προσόντα για να υπηρετήσουν την Αυτοδιοίκηση βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο εξαιτίας της υπόθεσης της ονομασίας των Σκοπίων. Κι όλοι οι υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ σε δήμους και περιφέρειες της Βόρειας Ελλάδας (κι όχι μόνο) χρεώνονται την «επιτυχία» της συμφωνίας των Πρεσπών.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα πολιτικής κατάρρευσης του κυβερνώντος κόμματος έγινε η επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη, εκεί που αναδείχθηκαν και τα σοβαρά προβλήματα που υπάρχουν με τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα προϊόντα τους.

Όσο κι αν προσπαθούν στο Μαξίμου να ρίξουν τους τόνους και να πουν ότι δεν υπήρξαν διαμαρτυρίες (στοχοποιώντας κατά κύριο λόγο τον πρόεδρο του επαγγελματικού επιμελητηρίου, κ. Ζορπίδη), η αλήθεια είναι ότι η εφαρμογή της συμφωνίας στην καθημερινότητα και στο εμπόριο είναι εξαιρετικά δύσκολη.

Ο πρωθυπουργός έγινε δέκτης παραπόνων για τα «μακεδονικά» προϊόντα που πλασάρουν οι γείτονες, ενώ η ομιλία του το βράδυ της Πέμπτης διεξήχθη υπό πρωτοφανή αστυνομικό κλοιό.

Το επόμενο μεγάλο στοίχημα του Τσίπρα είναι ασφαλώς η επίσκεψή του στα Σκόπια μαζί με 10 υπουργούς και υφυπουργούς και πολλούς επιχειρηματίες. Στο Μαξίμου και στα φιλοκυβερνητικά μέσα θέλουν να προσδώσουν χαρακτήρα ιστορικό στην επίσκεψη και να αναδείξουν τα τεράστια οικονομικά και γεωπολιτικά οφέλη που έχουν προκύψει μετά τη συμφωνία των Πρεσπών.

Μαζί με τον πρωθυπουργό θα είναι ο Ευ. Αποστολάκης, ο Γ. Δραγασάκης, ο Γ. Σταθάκης, ο Ν. Παππάς, ο Χρ. Σπίρτζης κ.λπ. με στόχο να υπογραφούν πολλές συμφωνίες σε διάφορους τομείς ώστε να «επικοινωνηθεί» η επίσκεψη ως μεγάλη επιτυχία της κυβέρνησης.

Η «μακεδονική ταυτότητα»

Όμως, η συμφωνία δεν κρίνεται από τις κάμερες και τις φωτογραφίες που θα βγουν, αλλά από τη σωστή εφαρμογή της και κυρίως από την απάλειψη των γκρίζων σημείων που υπάρχουν.

Οι δυσκολίες είναι πολλές, ειδικά σε ό,τι αφορά τη «μακεδονική ταυτότητα», κάτι που φάνηκε από τις αποκαλύψεις Ζάεφ για τις διαπραγματεύσεις.

Ο σκοπιανός πρωθυπουργός είπε ότι συμφώνησε στο Βόρεια Μακεδονία και ο Τσίπρας το αντάλλαξε με το «μακεδονική ταυτότητα», ενώ προηγουμένως είχε συμφωνήσει και στη «Μακεδονία του Ιλιντεν». Αυτές οι δηλώσεις δεν διαψεύστηκαν ποτέ από την Αθήνα και σκιάζουν τις προσπάθειες που γίνονται για να ηρεμήσουν τα πνεύματα.

Πλέον η ελληνική κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί μια συμφωνία που θα βγάζει καθημερινά πλείστα προβλήματα, σε καθεστώς απίστευτης πίεσης από την πλευρά των Ελλήνων που δεν μπορούν να την αποδεχθούν.

Κι αν για το Μαξίμου οι διαμαρτυρίες οργανώνονται από ακραίους εθνικιστές, η αλήθεια φαίνεται κυρίως στις έρευνες που κάνουν οι δημοσκόποι. Και οι οποίες δείχνουν ότι 7 στους 10 Ελληνες δεν πιστεύουν ότι η συμφωνία των Πρεσπών είναι καλή, ενώ πάνω από τα Τέμπη τα ποσοστά του κυβερνώντος κόμματος είναι τραγικά σε σύγκριση με τον μέσο όρο στην υπόλοιπη χώρα.