Απόστημα χωρίς θεραπεία αποδεικνύονται οι «μαύρες» αμοιβές στο κατά τα άλλα δημόσιο σύστημα Υγείας. Οι τελευταίες δύο υποθέσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας – ο μαιευτήρας που υπολόγιζε την αμοιβή του ανάλογα με τα κιλά του μωρού σε χιλιάδες ευρώ και ο χειρουργός που απαίτησε «φακελάκι» ύψους 1.000 ευρώ για να επισπεύσει τη χειρουργική επέμβαση ασθενούς – αποδεικνύουν ότι οι διογκούμενες αδυναμίες του ΕΣΥ ανοίγουν το «παράθυρο» σε μερίδα γιατρών για ιδιωτικές διαπραγματεύσεις, εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη των ασθενών.

Το… αποτύπωμα της παραοικονομίας στον τομέα της Υγείας είναι εν τω μεταξύ δυσθεώρητο. Οπως προκύπτει από πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ για τη χώρα μας, η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση σε ιδιωτικές πληρωμές στην Υγεία – είτε αυτές είναι νόμιμες είτε πραγματοποιούνται κάτω από το τραπέζι.

Πιο συγκεκριμένα, οι Ελληνες επιβαρύνονται ιδιωτικά με το 35% των συνολικών δαπανών για την Υγεία, ποσοστό διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Από το ποσοστό αυτό οι αναλυτές αποδίδουν το ένα τρίτο αποκλειστικά σε άτυπες πληρωμές που προορίζονται «για την παράκαμψη της λίστας αναμονής και για τη διασφάλιση της καλύτερης φροντίδας του ασθενούς». Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα παραπάνω εκτιμάται ότι το ποσό που διακινείται σε ετήσια βάση με «φακελάκι» στα δημόσια ιατρεία του ΕΣΥ αγγίζει τα 1,5-1,7 δισ. ευρώ. Συνεπακόλουθα, υπολογίζεται απώλεια φόρων τουλάχιστον 500 εκατ. ευρώ.

Οι «μαύρες» αμοιβές  και η φοροδιαφυγή

Αντλώντας παραδείγματα από τον φειδωλό εν μέσω κρίσης προϋπολογισμό για τη δημόσια Υγεία, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το σύνολο των «μαύρων» αμοιβών στο ΕΣΥ είναι κατά 4 εκατ. ευρώ χαμηλότερο του ποσού που διαθέτει ο ΕΟΠΥΥ για την εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική περίθαλψη των ασφαλισμένων, ενώ η φοροδιαφυγή είναι κατά μερικά εκατομμύρια λιγότερη των δαπανών του κράτους για τη νοσοκομειακή φαρμακευτική περίθαλψη των ασθενών. Υπό το πρίσμα αυτό, οι επιπτώσεις της παραοικονομίας και της διαφθοράς στην οικονομία, στην κοινωνία, στις συντάξεις και στα κοινωνικο-ασφαλιστικά συστήματα είναι πολλαπλές και οικονομικά επώδυνες.

«Η παραοικονομία βλάπτει σοβαρά την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες της υφηλίου, με περιορισμένους δημοκρατικούς θεσμούς, με ελεγχόμενες αγορές και με «κλειστά» οικονομικά συστήματα, παρουσιάζουν και τα υψηλότερα ποσοστά παραοικονομίας. Αντίθετα, οι πλέον αναπτυγμένες χώρες, με ανταγωνιστικές αγορές και «ανοικτά οικονομικά συστήματα», παρουσιάζουν μεγαλύτερη διαφάνεια και μικρά ποσοστά παραοικονομίας» διαπιστώνει μιλώντας στο «Βήμα» ο καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Κοινωνικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννης Υφαντόπουλος.

Σύμφωνα μάλιστα με τα συμπεράσματα οικονομικών μελετών που έχει εκπονήσει ο ίδιος και έχουν δημοσιευθεί σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, «μια αύξηση της οικονομικής ανάπτυξης στη χώρα μας κατά 1% αναμένεται να μειώσει την παραοικονομία βραχυπρόθεσμα κατά 0,13%. Ωστόσο τα μακροχρόνια οφέλη από την οικονομική ανάπτυξη είναι πολύ εντυπωσιακά, δεδομένου ότι μια αύξηση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης κατά 1% θα μειώσει την παραοικονομία κατά 1,26%».

Η… κάθαρση που δεν προχώρησε ποτέ

Σε κάθε περίπτωση και παρότι η «ηθικοποίηση» του συστήματος Υγείας αποτελεί «πυξίδα» για την ηγεσία του υπουργείου Υγείας, η… κάθαρση έχει μείνει στα λόγια. Τα κατασταλτικά μέτρα που είχαν εξαγγελθεί, όπως είναι για παράδειγμα η επανεξέταση του θεσμικού πλαισίου με γνώμονα την αυστηροποίησή του και η δημιουργία ηλεκτρονικής πλατφόρμας όπου οι πολίτες θα είχαν τη δυνατότητα να καταγγείλουν ανώνυμα το «φακελάκι», δεν έχουν προχωρήσει. Ετσι, παρά την κυβερνητική παραδοχή για την παραοικονομία στο ΕΣΥ που «ροκανίζει» την οικονομική σταθερότητα των υγειονομικών συστημάτων, τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ βρίσκονται σε πλήρη αναντιστοιχία με τον αριθμό των επίορκων γιατρών.

Από το 2015 έως και σήμερα έχουν απολυθεί από δημόσιες υγειονομικές δομές τέσσερις λειτουργοί του Ιπποκράτη. Πάντως, η πλειονότητα των νοσοκομειακών γιατρών που υπηρετούν το δημόσιο σύστημα Υγείας αντιμετωπίζουν το «γρηγορόσημο» ως… καρκίνωμα που μολύνει και τα «υγιή κύτταρα» του συστήματος – εκείνους δηλαδή που υπερασπίζονται τη δωρεάν, δημόσια πρόσβαση των ασθενών στα νοσοκομεία. Και παρότι καταγγέλλουν τις χαμηλές αμοιβές του ιατρικού προσωπικού – εν μέσω κρίσης έχουν υποστεί περικοπές άνω του 40% -, αρνούνται να αντιμετωπίσουν τη μισθολογική αδικία που έχουν υποστεί ως δικαιολογία για το «φακελάκι».

Ενδεικτική είναι η τοποθέτηση της προέδρου της Ενωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας και Πειραιά (ΕΙΝΑΠ) – είναι παράλληλα πρόεδρος του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου (ΠΙΣ) και μέλος του Κεντρικού Πειθαρχικού Συμβουλίου του ΕΣΥ – Ματίνας Παγώνη, η οποία κάνει λόγο για την ανάγκη αυστηρών τιμωριών που θα λειτουργήσουν ως φόβητρο. «Το σκεπτικό όλων των συναδέλφων στο Συμβούλιο είναι ότι θα πρέπει να λειτουργούν άμεσα τα πειθαρχικά όργανα και να τιμωρείται η μειοψηφία των γιατρών που χρηματίζεται» τονίζει. Πάντως, όπως διαπιστώνει η κυρία Παγώνη, εν μέσω κρίσης οι περιπτώσεις χρηματισμού έχουν μειωθεί. «Προ κρίσης αποτελούσαν το 14%-15% των υποθέσεων που ελέγχονταν πειθαρχικά, όμως τα τελευταία χρόνια το αντίστοιχο ποσοστό έχει πέσει στο 7%» λέει.

Το μέγεθος της παραοικονομίας

Οπως προκύπτει από πρόσφατες μελέτες του ΟΟΣΑ που εκπονήθηκαν το 2017 και το 2018, η παραοικονομία και η διαφθορά στα συστήματα Υγείας δεν αποτελούν αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Είναι ενδεικτικό ότι 35% των ευρωπαίων πολιτών πιστεύουν ότι «η παραοικονομία, οι δωροδοκίες υγειονομικών προσώπων και η κατάχρηση εξουσίας για προσωπικά κέρδη είναι ευρέως διαδεδομένες στα συστήματα Υγείας της Ευρώπης».
Με έμφαση στη χώρα μας, ο καθηγητής κ. Υφαντόπουλος σημειώνει ότι «η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με τη σημαντική μείωση των εισοδημάτων και την αύξηση της ανεργίας, οδήγησε στην προκλητική αύξηση των υγειονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Οι δυσκολίες πρόσβασης στις υπηρεσίες Υγείας και οι ανεκπλήρωτες υγειονομικές ανάγκες τριπλασιάστηκαν μέσα στην τελευταία οκταετία, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην φτωχοποίηση του υγειονομικού συστήματος. Η Ελλάδα είναι η δεύτερη χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τις υψηλότερες ανικανοποίητες ανάγκες για υγειονομική περίθαλψη (12,3% στην Ελλάδα έναντι 3,3% μέσος όρος ΕΕ)».