Η εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης από την Πολιτική, αλλά και η επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση ήταν τα ζητήματα που μονοπώλησαν το ενδιαφέρον κατά την ετήσια γενική συνέλευση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, το Σάββατο, στην αίθουσα τελετών του Εφετείου Αθηνών.  Τον κίνδυνο της «χρήσης» του θεσμού, κατά τρόπον ώστε να εξοντώνονται οι εκάστοτε κομματικοί αντίπαλοι, υπογράμμισε πρωτίστως ο Χριστόφορος Σεβαστίδης, πρόεδρος της Ένωσης, θέτοντας ως γενικότερο πλαίσιο τον κίνδυνο της δημαγωγίας για τα δικαστικά συστήματα, διεθνώς.

Ο κ. Σεβαστίδης μίλησε για «πολιτική διελκυστίνδα» στην οποία μπαίνει μόνιμα η Δικαιοσύνη, με αποτέλεσμα να πλήττεται καίρια ο πυρήνας της, η αμεροληψία της, ενώ προσδιόρισε ως χρονικό σημείο καμπής του φαινομένου τη δίκη Κοσκωτά, καθώς από τότε, «σχεδόν σε κάθε βουλευτική περίοδο συστήνονται εξεταστικές ή και προανακριτικές επιτροπές, με πενιχρά αποτελέσματα».

«Έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια από τότε, και η ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής δεν έφερε κανένα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. (…) Αποδείχθηκε ότι ούτε η διαφθορά μπορεί να παταχθεί, ούτε η πολιτική ηρεμία να επέλθει», σημείωσε συμπερασματικά.

Οι δικαστές υποδέχθηκαν θερμά τις δηλώσεις του υπουργού Δικαιοσύνης Μιχάλη Καλογήρου, ως προς τις προτεραιότητες του για τα θεσμικά και οικονομικά ζητήματα που τους αφορούν – αίσθηση προκάλεσε μάλιστα η διαπίστωση του γενικού γραμματέα της Ένωσης Νικόλαου Σαλάτα, ότι ο ερχομός του νυν υπουργού «αλλάζει μία σελίδα άσχημη» για τον δικαστικό κόσμο.

Σε τόνους ήπιους και συναινετικούς, ο κ. Καλογήρου προσέδωσε στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης ρόλο «καθρέφτη», στον οποίο βλέπει μόνον τον εαυτό της, ενώ έκρινε ως καθήκον και οφειλή τη συνέργεια με τον δικαστικό κόσμο για την αποκατάσταση στην εμπιστοσύνη προς τον θεσμό.

Ο υπουργός στάθηκε ιδιαίτερα στις θεσμικές μεταρρυθμίσεις και τις νομικές πρωτοβουλίες που επιχειρεί ώστε να φέρει βελτιώσεις στην καθημερινότητα των δικαστικών λειτουργών,
ενώ χαρακτήρισε ως καίρια την επίλυση του ζητήματος των αναδρομικών, διαβεβαιώνοντας παράλληλα ότι είναι σε εξέλιξη συνεργασία του με το υπουργείο Οικονομικών για το ζήτημα της μισθολογικής ωρίμανσης.

Ο ίδιος υπογράμμισε ότι έχει προβλεφθεί αύξηση των κονδυλίων για τη δικαιοσύνη στον προϋπολογισμό αλλά και καλύτερη κατανομή των πιστώσεων ·  αναφέρθηκε, δε, στις πολιτικές εκσυγχρονισμού της, με έμφαση στην e- justice.

Στις παρεμβάσεις προς τη Δικαιοσύνη επέλεξε να σταθεί μεταξύ άλλων η αντιπρόεδρος της Βουλής Τασία Χριστοδουλοπούλου, απεκδυόμενη τη σχετική ευθύνη  – κριτική για την κυβέρνηση. «Πώς είναι δυνατόν να κατηγορούμεθα για παρεμβάσεις – εμείς δεν είχαμε ποτέ καμία επιρροή» είπε, διερωτώμενη μήπως επηρεάζουν «άλλες δυνάμεις που είναι μέσα εδώ, με πολλαπλές ιδιότητες».

«Σε όλους μας είναι γνωστό ποιοί επιχειρούν να παρεμβαίνουν», ήταν η απάντηση της Ένωσης, δια του κ. Σαλάτα – σε κάθε περίπτωση χωρίς προσωπική αιχμή.

Σε επίπεδο κομμάτων, o πιο οξύς στο θέμα των παρεμβάσεων στη Δικαιοσύνη, ήταν ο βουλευτής Θεόδωρος Παπαθεοδώρου, που εκπροσώπησε το Κίνημα Αλλαγής, κάνοντας λόγο για «μεθοδευμένη και συστηματική υπονόμευση», και προσπάθεια «χειραγώγησης, εκφοβισμού, εκβίασης των δικαστών».

Στη στρατηγική αυτή, ο ίδιος ενέταξε μεταξύ άλλων τις «ωμές παρεμβάσεις υπουργών», αλλά και τις «εξυβρίσεις από υπουργούς κατά δικαστών», εκτιμώντας ότι «επιχειρείται συνειδητά τεχνητή ή πραγματική σύγκρουση της Δικαιοσύνης με την κυβέρνηση».

Το στοίχημα της Συνταγματικής Αναθεώρησης 

Θίγοντας την ύψιστη μορφή νομοθέτησης, τη Συνταγματική Αναθεώρηση, ο κ. Σεβαστίδης ζήτησε αλλαγή του άρθρου 90, που αφορά τον τρόπο επιλογής των προέδρων και αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων καθώς και του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.

Δεδομένου ότι η πρόταση του κυβερνώντος κόμματος δεν περιέχει καμία αναφορά σχετικά, συνέχισε ο ίδιος, θα πρέπει να σταματήσει το να δίδονται εντυπώσεις στην κοινωνία περί ύπαρξης συγκοινωνούντων δοχείων, μεταξύ κυβέρνησης και δικαιοσύνης.

Γενικότερα, ο κ. Σεβαστίδης χαρακτήρισε την πρόταση για την κατάργηση του Μισθοδικείου, «αναμφίβολα μια πρόταση θετική», επεσήμανε ότι παρότι η βουλευτική ασυλία αποτελεί θεσμική εγγύηση, που ενυπάρχει στα περισσότερα ευρωπαϊκά Συντάγματα, εντούτοις χρήζει αλλαγών στις επιμέρους πτυχές της, ενώ εκτίμησε ως θετική την πρόταση του να μην παρεμβαίνει ο εκάστοτε υπουργός σε προαγωγές και πειθαρχικές διώξεις δικαστών.

Οι ομιλίες των ανώτατων δικαστών

Με σαφή την πρόθεση του να εξυψώσει το φρόνημα των δικαστών, πήρε τον λόγο ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασίλειος Πέππας. Ο κ. Πέππας τόνισε ότι το ισχυρότερο αγαθό για έναν δικαστή είναι το όνομα του, ενώ εκτίμησε ότι «εξ ιδίων δυνάμεων οι δικαστές θα πρέπει να σταθεροποιούν την ανεξαρτησία τους».

Στα καθημερινά προβλήματα των δικαστών, εστίασε η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ξένη Δημητρίου, από τις κτιριακές ελλείψεις και τα νερά που στάζουν, ως τη μηχανοργάνωση και την καθυστέρηση μετάβασης στο ψηφιακό μέλλον. Η κυρία Δημητρίου υπογράμμισε ως μείζον ζήτημα – διεθνώς – της Δικαιοσύνης, την καταπολέμηση της διαφθοράς, ενώ συνέκρινε με πικρία την εγχώρια κατάσταση με αυτή στη Ρουμανία, όπου έχει εγκαθιδρυθεί από το 2002 κεντρική υπηρεσία για την αντιμετώπιση του οικονομικού εγκλήματος, αλλά και έχουν στελεχωθεί δικαστικές δομές με γερμανούς εμπειρογνώμονες, καταφέρνοντας σοβαρά πλήγματα στο φαινόμενο της διαφθοράς.

«Η δικαστική ανεξαρτησία δεν είναι δώρο, χάρισμα στους δικαστές, είναι θεσμική εγγύηση», είπε από την πλευρά της η πρόεδρος του ΣτΕ Κατερίνα Σακελλαροπούλου, σημειώνοντας σε όλους τους τόνους ότι τα πρόσωπα κάνουν τη διαφορά. Η κυρία Σακελλαροπούλου στάθηκε ιδιαίτερα στο ζήτημα της Συνταγματικής Αναθεώρησης, εκτιμώντας μεταξύ άλλων ότι «δεν είναι καλό να βαραίνουμε το Σύνταγμα με ρυθμίσεις που δεν έχουν θέση σε αυτό».