Συνταγματική και νόμιμη έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας, την καθιέρωση των πληρωμών μέσω κάρτας (POS) για δικηγόρους, γιατρούς, βιοτέχνες, εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες.

Με σειρά αποφάσεών της (2457-2462/2018), η αυξημένη 7μελής σύνθεση του Β΄ Τμήματος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Μαίρη Σαρπ και εισηγητή τον επίσης αντιπρόεδρο Μιχάλη Πικραμένο, απέρριψε ομόφωνα ως αβάσιμους και απαράδεκτους όλους τους ισχυρισμούς των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών, Σερρών και Δράμας, του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ) καθώς και 19 δικηγόρων.

Οι προσφεύγοντες ζητούσαν να ακυρωθεί τόσο το άρθρο 65 του νόμου 4446/2016 (μέτρα προώθησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών και καταπολέμησης της απόκρυψης εσόδων) που επιβάλλουν την καθιέρωση των πληρωμών μέσω κάρτας (POS), όσο και οι υπουργικές αποφάσεις που προέβλεψαν τις ρυθμίσεις για τις πληρωμές μέσω POS σε όσους ασκούν τα οικεία επαγγέλματα. Υποστήριζαν, δε, ότι το επίμαχο νομοθετικό πλαίσιο αντισυνταγματικό, αντίθετο στο Ευρωπαϊκό και Ελληνικό δίκαιο αλλά και μη νόμιμο.

Οι δικαστές επισημαίνουν ότι οι διατάξεις του επίμαχου νόμου 4446/2016 τέθηκαν για την πάταξη της φοροδιαφυγής και την αύξηση των δημοσιονομικών. Συγκεκριμένα, έκριναν ότι η καθιέρωση των πληρωμών μέσω POS δεν είναι αντίθετη σε καμία συνταγματική διάταξη, ενώ είναι σύμφωνη με τα άρθρα 101-102 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), και σαφώς δεν παραβιάζει το δικηγορικό και ιατρικό απόρρητο.

Στις αποφάσεις του ΣτΕ τονίζεται ότι το άρθρο 5 του Συντάγματος κατοχυρώνει την προσωπική και οικονομική ελευθερία ως ατομικό δικαίωμα, πλην όμως στην ελευθερία αυτή μπορούν να τεθούν εκ του νόμου περιορισμοί για λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος.

Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών

Η πρώτη από τη σειρά των αποφάσεων που δημοσιεύτηκαν την Τετάρτη από το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ, είναι αυτή του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.

Οι δικηγόροι υποστήριζαν, μεταξύ άλλων, ότι δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου 4446/2016, γιατί ούτε οι εντολείς τους είναι καταναλωτές κατά την έννοια του Ευρωπαϊκού δικαίου και του νόμου 2251/1994, ούτε οι ίδιοι διαθέτουν «κατάστημα» ή «ταμείο» για την αναγραφή των πληροφοριών που προβλέπει το άρθρο 66 του νόμου 4446/2016.

Οι ανώτατοι δικαστές προκρίνουν την καθιέρωση των ηλεκτρονικών συναλλαγών σε όλο το εύρος της οικονομίας, κατά τρόπον ώστε να καταπολεμηθεί η απόκρυψη εσόδων – φοροδιαφυγή. Κατά τους ίδιους, το μέτρο αφορά το σύνολο των εμπόρων, βιοτεχνών, ελευθέρων επαγγελματιών, αλλά και των αγροτών, όσων ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων και των δικηγόρων στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με εντολείς-καταναλωτές νομικών υπηρεσιών.

Το ΣτΕ απέρριψε και το δεύτερο επιχείρημα των δικηγόρων, ότι παραβιάζεται το δικαίωμα έννομης προστασίας λόγω αύξησης του κόστους πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, καθώς το κόστος και η χρήση από τα POS θα μεταβιβασθεί στους πελάτες τους. Οι σύμβουλοι Επικρατείας το απέρριψαν, εκτιμώντας ότι στηρίζεται «σε υποθετικά σενάρια», «επί εσφαλμένης εκδοχής».

Δεν θεσπίζεται το μέτρο αυτό προς αύξηση των αμοιβών των δικηγόρων, λέει το Ανώτατο Δικαστήριο, ούτε όμως βεβαιώνει «χρηματική ποινή» για όσους «εντολείς-καταναλωτές δικηγορικών υπηρεσιών επιλέγουν πληρωμή με χρήση POS».