Η Βανέσα Σόλιβαν ανήκε επί σχεδόν τρία χρόνια στην τάξη των «εργαζόμενων αστέγων» (working homeless), όρος που εφευρέθηκε πρόσφατα στις ΗΠΑ των χαμηλών μισθών και των υψηλών ενοικίων. Η Βανέσα είναι επαγγελματίας Υγείας και έχει σταθερή εργασία: επισκέπτεται ασθενείς ή ηλικιωμένους στα σπίτια τους και τους βοηθάει να κάνουν μπάνιο κ.λπ. Αμείβεται από 10 ως 14 δολάρια την ώρα, ανάλογα με την ασφαλιστική κάλυψη κάθε ασθενούς. Εργάζεται 20-30 ώρες την εβδομάδα, το οποίο της αποφέρει γύρω στα 1.200 δολάρια τον μήνα. Δεν μπορεί να εργαστεί περισσότερο, γιατί έχει τρία παιδιά: αν η ίδια εργαστεί περισσότερες ώρες, θα πρέπει να πληρώνει άλλον για τη φύλαξη των παιδιών της. Εργάζεται λοιπόν λιγότερες ώρες, αλλά για τρία χρόνια η Βανέσα και τα παιδιά της κοιμόντουσαν στο αυτοκίνητό της, όταν δεν είχε τα χρήματα για να νοικιάσει δωμάτιο σε μοτέλ, και μόλις πρόσφατα το κράτος τούς έδωσε ένα σπίτι.
Η αμερικανική οικονομία πάει καλά, η ανεργία έχει μειωθεί, εκατομμύρια θέσεις εργασίας είναι ανοιχτές. Αλλά για ανθρώπους σαν τη Βανέσα το ερώτημα δεν είναι «Μπορώ να βρω δουλειά;» (η απάντηση σε αυτό είναι «Ναι, μπορείς»). Το πραγματικό ερώτημα είναι: «Τι είδους δουλειές είναι διαθέσιμες για ανθρώπους χαμηλής μόρφωσης;» (η απάντηση είναι «Δουλειές που δεν πληρώνουν αρκετά για να ζήσει κάποιος», όπως διαπιστώνει εκτενές άρθρο του περιοδικού των «New York Times» με τίτλο «Οι Αμερικανοί θέλουν να πιστεύουν ότι οι δουλειές είναι η λύση για τη φτώχεια. Δεν είναι»).
Οι δουλειές που πληρώνονται αξιοπρεπώς είναι σπάνιες για ανθρώπους χαμηλής μόρφωσης σαν τη Βανέσα. Στις ΗΠΑ σήμερα 41,7 εκατομμύρια εργαζόμενοι – σχεδόν το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού – κερδίζουν λιγότερα από 12 δολάρια την ώρα και σχεδόν κανένας από τους εργοδότες τους δεν τους παρέχει ασφάλεια υγείας.
Οι περισσότεροι «φτωχοί εργαζόμενοι» είναι άνω των 35 ετών και συχνά είναι γονείς – δεν είναι δηλαδή έφηβοι που κάνουν μια δουλίτσα μερικής απασχόλησης (λιγότεροι από το 5% των «φτωχών εργαζομένων» είναι 16-19 ετών).

Η ψαλίδα στην αγορά εργασίας

Η Αμερική επαίρεται ότι είναι η χώρα της οικονομικής κινητικότητας. Ωστόσο οι αλλαγές στην αγορά εργασίας περιόρισαν τις ήδη περιορισμένες δυνατότητες για οικονομική ανέλιξη. Η ψαλίδα στην αγορά εργασίας έχει ανοίξει, μεγαλώνοντας την απόσταση ανάμεσα στις καλές και τις κακές δουλειές. Το να εργάζεται κάποιος σκληρότερα και περισσότερο δεν μεταφράζεται σε προαγωγή – προϊστάμενος γίνεται ο απόφοιτος πανεπιστημίου. Και επειδή οι μεγάλες εταιρείες καλύπτουν πολλές θέσεις μέσω εργολάβων, αυτός που σκουπίζει τα πατώματα στη Microsoft ή πλένει τα σεντόνια στο Sheraton δεν είναι εργαζόμενος της Microsoft ή του Sheraton και δεν έχει καμία πιθανότητα να προαχθεί εντός των εταιρειών αυτών.
«Στην Αμερική, αν εργάζεσαι σκληρά, θα πετύχεις. Συνεπώς, όσοι δεν είναι πετυχημένοι δεν εργάστηκαν σκληρά». Η άποψη αυτή είναι ριζωμένη βαθιά στο μεδούλι του έθνους. Πολλοί Αμερικανοί υποθέτουν ότι οι φτωχοί δεν εργάζονται. Σε έρευνα του American Enterprise Institute το 2016, σχεδόν τα δύο τρίτα των ερωτωμένων απάντησαν ότι πιστεύουν πως οι φτωχοί δεν έχουν σταθερή δουλειά. Αυτού του είδους οι υποθέσεις αποτελούν αμερικανικό φαινόμενο. Οταν ένας Αμερικανός βλέπει έναν άστεγο, αναρωτιέται πώς απέτυχε και έφθασε ως εκεί. Οταν ένας Γάλλος βλέπει έναν άστεγο, αναρωτιέται πώς το σύστημα απέτυχε και τον άφησε να φθάσει ως εκεί.
Αν πιστεύουμε ότι οι φτωχοί είναι φτωχοί επειδή δεν εργάζονται, τότε η λύση δεν είναι να αυξηθούν οι μισθοί αλλά να βρούμε δουλειά στους φτωχούς. Αλλά η ιστορία της Βανέσας είναι ενδεικτική ενός μεγαλύτερου προβλήματος: τις τελευταίες δεκαετίες αυξήθηκαν οι κακές δουλειές που έχουν χαμηλούς μισθούς και καμία ασφάλιση. Οταν μιλάμε για φτώχεια, η όρεξη για δουλειά δεν αποτελεί το πρόβλημα και η ίδια η δουλειά δεν είναι πλέον η λύση.

Πλύση εγκεφάλου

Πολλοί Αμερικανοί πιστεύουν ότι η φτώχεια και η τεμπελιά πηγαίνουν χέρι-χέρι. Δεν ισχύει αυτό, όμως συνεχίζουν να το πιστεύουν. Πώς μπορεί μια χώρα όπως οι ΗΠΑ, με τόσο υψηλό ποσοστό φτώχειας – υψηλότερο από εκείνο της Λετονίας, της Ελλάδας, της Πολωνίας, της Ιρλανδίας και άλλων μελών του ΟΟΣΑ -, να ισχυρίζεται ότι είναι η καλύτερη χώρα στον κόσμο; Αντί όμως να αναλαμβάνει τις ευθύνες της, η Αμερική κατηγορεί τους φτωχούς για τη φτώχεια τους.
Ενώ η Ουάσιγκτον απαιτεί από τους ευάλωτους εργαζομένους, σαν τη Βανέσα, να εργαστούν περισσότερο, δεν απαιτεί τίποτα από τους εργοδότες, όπως αξιοπρεπείς μισθούς και ασφάλιση για τους υπαλλήλους τους. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται μια αγορά εργασίας στην οποία το μεγαλύτερο αντικίνητρο προς τη δουλειά δεν είναι τα επιδόματα ανεργίας αλλά οι μίζερες δουλειές. Ωστόσο αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις για την αγορά εργασίας δεν γνωρίζουν ανθρώπους σαν τη Βανέσα.
Το παρόν Κογκρέσο είναι το πλουσιότερο – το ένα στα 13 μέλη του ανήκει στο ανώτερο 1%. Από εκεί ψηλά, η φτώχεια φαντάζει σαν μικρότερο πρόβλημα και η όποια δουλειά σαν η καλύτερη λύση.
Οι Αμερικανοί υφίστανται πλύση εγκεφάλου από γονείς, δασκάλους, προπονητές, ιερείς και συμβούλους επαγγελματικού προσανατολισμού: «Μελέτησε σκληρά, επέμεινε, ονειρέψου και θα πετύχεις». Αυτή τη θεωρία για τη ζωή έχουμε εσωτερικοποιήσει. Αφού όμως σεβόμαστε τη σκληρή δουλειά, πρέπει να βεβαιωθούμε ότι θα αμείβεται. «Δούλεψα σκληρά για να φθάσω ως εδώ που βρίσκομαι» λένε πολλοί. Αλλά και η Βανέσα δούλεψε σκληρά για να φθάσει ως εκεί που βρίσκεται.