Ο ακροδεξιός πρώην στρατιωτικός Ζαΐρ Μπολσονάρο, γνωστός και με το προσωνύμιο «Τραμπ των τροπικών», είναι ο νικητής του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών στη Βραζιλία.
Δεν εξασφάλισε ωστόσο την απόλυτη πλειοψηφία, με αποτέλεσμα οι εκλογές να κριθούν στον δεύτερο γύρο της 28ης Οκτωβρίου, οπότε θα αναμετρηθεί με τον αριστερό Φερνάντο Χαντάντ, πρώην δήμαρχο του Σάο Πάολο και πουλέν του φυλακισμένου για υπόθεση διαφθοράς πρώην προέδρου Λούλα. Ο πρώτος έλαβε 46,06% των ψήφων και ο δεύτερος το 29,24%.
Η έκβαση αυτής της μάχης κάθε άλλο παρά βέβαιη είναι, όπως μεταδίδουν διεθνή μέσα, εκφράζοντας παράλληλα φόβους για την επικράτηση και την ανάληψη εξουσίας από έναν νοσταλγό της στρατιωτικής χούντας στη μεγαλύτερη οικονομία της Λατινικής Αμερικής, ο οποίος στηρίζεται από το στρατιωτικό κατεστημένο και είναι πολέμιος μεταξύ άλλων των μαύρων, των ατόμων με αναπηρία και των ομοφυλοφίλων.
Αναμφίβολα ήταν η πιο απρόβλεπτη εκλογική αναμέτρηση στη σύγχρονη ιστορία της χώρας, πολλοί έκαναν λόγο για μια τεκτονική αλλαγή έπειτα από πολλά χρόνια διακυβέρνησης από τους σοσιαλιστές και το κλίμα που κυριάρχησε ήταν αυτό της ακραίας πόλωσης και του διχασμού. Κοινό αίσθημα του κόσμου ωστόσο ήταν η επιθυμία για αλλαγή. Αλλαγή ενός σαθρού πολιτικού συστήματος αλλά και ενός οικονομικού μοντέλου το οποίο φαίνεται να έχει πλέον εξαντληθεί καθώς οδήγησε τη χώρα στην ύφεση και το δημόσιο χρέος ξεπερνά αυτό της Αργεντινής.
Πρωτίστως, ζητούμενο των Βραζιλιάνων αποτελεί η ασφάλεια σε μια χώρα όπου η εγκληματικότητα χτυπά κόκκινο και όπου τα περιστατικά ένοπλης βίας συμβαίνουν ακόμη κι έξω από τις αυλές των σχολείων, όπως ανέφερε πρόσφατο άρθρο των «New York Times».
Ο Μπολσονάρο έχει υποσχεθεί να εφαρμόσει μια πολιτική σκληρής καταστολής του εγκλήματος και της διαφθοράς αλλά και μια νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική ώστε η χώρα, όπως δήλωσε στην επινίκια ομιλία του, να ακολουθήσει «το μονοπάτι της ευημερίας, της ελευθερίας, της οικογένειας, του Θεού, και όχι το μονοπάτι της Βενεζουέλας».
Και, όπως φαίνεται, πείθει μεγάλη μερίδα των συμπατριωτών του. Στον αντίποδα, ο Χαντάντ φιλοδοξεί να θέσει σε εφαρμογή ένα «μεγάλο και βαθιά δημοκρατικό πρόγραμμα για τη Βραζιλία», το οποίο θα επιδιώκει κοινωνική δικαιοσύνη, χωρίς ωστόσο να ακολουθήσει τις λάθος επιλογές των παροχών και του άκρατου κρατισμού των πολιτικών του προκατόχων. Τις επόμενες ημέρες μέχρι τη διεξαγωγή του δεύτερου γύρου την Κυριακή 28 Οκτωβρίου, οι δυο υποψήφιοι θα επιχειρήσουν να προσεγγίσουν τους ψηφοφόρους του Κέντρου, μιας και χρειάζονται πρόσθετες ψήφους για να κερδίσουν, ενώ ταυτόχρονα θα προσπαθήσουν να οικοδομήσουν τους απαραίτητους συνασπισμούς που θα αποτελέσουν αναγκαία συνθήκη για την επόμενη ημέρα.
Όπως αναφέρει η ανταποκρίτρια του BBC στη Λατινική Αμερική, η χώρα βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι και αισθάνεται πολύ διχασμένη και εύθραυστη, και κανείς το αντιλαμβάνεται όταν μιλήσει με ψηφοφόρους που αναφέρουν ότι πρόθεσή τους είναι να ψηφίσουν για τον «λιγότερο χειρότερο» υποψήφιο. Από τη μια πλευρά υπάρχουν εκείνοι που δεν θέλουν να επιτρέψουν ποτέ στο Κόμμα των Εργατών να κυβερνήσει ξανά και από την άλλη, εκείνοι που προσπαθούν απεγνωσμένα να μην επιτρέψουν σε έναν ακροδεξιό υποψήφιο να κυβερνήσει: «Ενα αίσθημα νευρικότητας επικρέμαται πάνω από τη Βραζιλία, κλίμα που θα συνεχίσει να υφίσταται για τις επόμενες δύο εβδομάδες» αναφέρει η ανταποκρίτρια, σχολιάζοντας την επαύριο του πρώτου γύρου.