Οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στην χώρας μας, απο την δεκαετία του 80′ και έπειτα είναι, καλώς η κακώς, στενά συνδεδεμένες με την διατήρηση δυο πολιτικών παρατάξεων στην εξουσία. Αμφότερες έχουν με τον τρόπο τους συμβάλλει στην διαμόρφωση πληθώρας κοινωνικών συμπεριφορών, που με πάσα ειλικρίνεια δεν συνάδουν ιδιαίτερα με μια δυτική κοινωνική δομή. Η φοροδιαφυγή – σαν νοοτροπία – σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, το πελατειακό κράτος, το ρουσφέτι, τα φακελάκια, αποτελούν κάποια απο τα πολλά παραδείγματα των συμπεριφορών αυτών.

Πασιφανώς, μια τέτοια κοινωνική ιδιοσυγκρασία απαιτεί μια σοβαρή πολιτική αντιμετώπιση, μια μεταρρυθμιστική βούληση όπως και μια σειρά πράξεων που θα επέτρεπαν μια σχετική ανάκτηση της λαϊκής εμπιστοσύνης. Απο το 2008 και ύστερα δεν έχει παρουσιάσει, καμία κυβέρνηση, δείγματα πολιτικής συνέπειας και θάρρους, που καθιστούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την υλοποίηση μιας τέτοιας πολιτικής γραμμής. Κάτι τέτοιο αποτελεί σαφέστατα ενα σοβαρό πρόβλημα. Παράλληλα όμως, δημιουργείται με αυτον τον τρόπο, ενα εύφορο έδαφος για την ανάδειξη νέων πολιτικών κινημάτων και προσώπων. Αυτός ειναι άλλωστε ο τρόπος με τον οποίο αναδείχθηκε στην Γαλλία ο πρόεδρος Μακρόν.

Στην χώρα μας όμως, έχουμε την τάση να είμαστε ιδιαίτερα εχθρικοί όσον αφορά στις αλλαγές του πολιτικού χώρου. Ειδικά απέναντι σε πολιτικά κινήματα τα οποία είναι κατά κύριο λόγο προσωποπαγή. Κατ´επέκταση, ο μόνος τρόπος να αναδειχθεί μια καινοτόμα πολιτική προσωπικότητα είναι μέσω ενός ήδη εδραιωμένου κόμματος. Η ΝΔ δεν μπορεί να ληφθεί υπόψιν. Δεν εκτιμώ πως οι μονομερείς προσπάθειες, του κ. Μητσοτάκη, να πείσει πως η παράταξη της οποίας ηγείται έχει κάνει σαφή στροφή στον φιλελευθερισμό, είναι επιτυχείς. Ακόμα και σήμερα, η ΝΔ παραμένει μια βαθιά συντηρητική και οπισθοδρομική παράταξη, της οποίας πολλά στελέχη ανήκουν – στην καλύτερη των περιπτώσεων – σε μια παροχημένη πολιτική πραγματικότητα.

Αντιθέτως, το ΠΑΣΟΚ, όντας σαφώς αποδυναμωμένο, τουλάχιστον υπό την τωρινή του μορφή, φάνταζε το ιδανικό πλαίσιο για να υπάρξει ένας ρεαλιστικός αναπροσδιορισμός σε μια πιο φιλελεύθερη και προοδευτική κατεύθυνση. Και μια τέτοια στροφή έμοιαζε υλοποιήσιμη όταν οι συγκυρίες έσπρωξαν στην διεξαγωγή «εσωκομματικών» εκλογών. Οι υποψήφιοι στην αναμέτρηση αυτή δεν κατάφεραν όμως να αναλογιστούν την ευκαιρία που (τους) παρουσιαζόταν. Κατά τον Μακιαβέλι, δεν λκατάφεραν να αντιληφθούν την fortuna, η αλλιώς την επικείμενη εξέλιξη των πολιτικών δρώμενων. Τελικώς επικράτησε λοιπόν ο κομματικός μηχανισμός και κυρίως η αλλεργία στην πρόοδο.

Διότι μου είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσω αλλιώς μια ξαφνική και σημαντική συμμετοχή σε μια εκλογική αναμέτρηση για την οποία δεν υπήρξε καν μια ευπρεπής προεκλογική καμπάνια. Πράγματι εμφανίστηκε η πιθανότητα να ηγηθούν μιας νέας παράταξης άνθρωποι όπως ο κ. Καμίνης η ακόμη και ο φιλότιμος κ. Θεοδωράκης. Βεβαίως και η αποτυχία τους είναι εν μέρη προϊόν δίκης του ανεπάρκειας ή δικού τους ερασιτεχνισμού. Σηματοδοτήθηκε όμως, για ακόμη μια φορά, μια κραυγαλέα αντίσταση στην αναδόμηση ενός χώρου που όλα δείχνουν πως δεν έχει λόγο να υπάρχει – και τον κρατάει στη ζωή η νοσταλγία μιας εποχής που ανήκει αποκλειστικά σε στρεβλές και αναχρονιστικές φαντασιώσεις.

Ο κ. Στρατής Χωμενίδης είναι Πτυχιούχος Οικονομικών, Université Paris I Panthéon – Sorbonne
Master 1 Πολιτικής Φιλοσοφίας, École des Hautes Études en Sciences Sociales (EHESS)