Στη νέα του έκδοση το γερμανικό περιοδικό Spiegel αποκαλύπτει ότι το 1977 μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης RAF συζητούσαν ακόμη και την απαγωγή του αείμνηστου καγκελαρίου Χέλμουτ Σμιτ.
Νέα στοιχεία για τη δράση της τρομοκρατικής οργάνωσης Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF) που από το 1970 και τις επόμενες τρεις δεκαετίες σκόρπισε τον τρόμο και το θάνατο στη Γερμανία σκοτώνοντας συνολικά 33 ανθρώπους, αποκαλύπτει στη νέα του έκδοση το γερμανικό περιοδικό Spiegel. «Το φθινόπωρο του 1977 η Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF) σχεδίαζε την απαγωγή των υπουργών Εσωτερικών της τότε ΕΟΚ στο Λουξεμβούργο. Με την ενέργεια αυτή ήθελαν να αναγκάσουν τον τότε καγκελάριο Χέλμουτ Σμιτ να απελευθερώσει έντεκα μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης που εξέτιαν ποινές φυλάκισης. Αυτό αποκαλύπτει το πρώην μέλος της RAF Πέτερ-Γύργκεν Μπόοκ στο Spiegel. Μετά την απαγωγή του προέδρου του Συνδέσμου Γερμανών Εργοδοτών Χανς-Μάρτιν Σλάιερ στις 5 Σεπτεμβρίου 1977, ήθελαν με τη σχεδιαζόμενη αυτή νέα απαγωγή να ασκήσουν ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις στη γερμανική κυβέρνηση. Μέλος της RAF που προσποιούνταν τη δημοσιογράφο είχε μάλιστα ερευνήσει το χώρο όπου θα συνεδρίαζαν οι υπ. Εσωτερικών της ΕΟΚ στο Λουξεμβούργο, όπως αποκαλύπτει ο Μπόοκ. Οι τρομοκράτες της RAF όμως δεν υλοποίησαν τελικά το σχέδιο και αντ’ αυτού μια συμμαχική παλαιστινιακή τρομοκρατική οργάνωση κατέλαβε το αεροσκάφος της Lufthansa ‘Landshut’. Τα μέλη της δεύτερης γενιάς της RAF μάλιστα εξέταζαν το 1977 το ενδεχόμενο ανάληψης δράσης κατά του τότε καγκελαρίου. ‘Είχαμε προτείνει στα μέλη του Στάμχαϊμ (σ.σ. ηγετικά μέλη της RAF που κρατούνταν στις φυλακές του Στάμχαϊμ) να απαγάγουμε τον Χέλμουτ Σμιτ’, λέει ο Μπόοκ προς το Spiegel. ‘Το ψευδώνυμό μας για τον Σμιτ ήταν πρόβατο’. Τα φυλακισμένα στο Στάμχαϊμ ιδρυτικά μέλη της RAF Αντρέας Μπάαντερ και Γκούντρουν Ένσλιν όμως απέρριψαν την πρόταση με τα εξής λόγια: ‘Όχι τον Χέλμουτ Σμιτ’. Προφανώς δεν ήθελαν το πρώτο θύμα να είναι Σοσιαλδημοκράτης».
Για το κλείσιμο του indymedia
Τη λειτουργία της ακροαριστερής διαδικτυακής πλατφόρμας linksunten.indymedia.org απαγόρευσε σήμερα η γερμανική κυβέρνηση. Η εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung σχολιάζει το θέμα ως εξής: «Από την έκκληση στη συνεννόηση: το διαδίκτυο είναι το μέσο το οποίο μετατρέπει (…) το ‘μαύρο μπλοκ’ σε μια ομάδα παραβατών.
Φυσικά όχι γενικά το διαδίκτυο, αλλά συγκεκριμένες πλατφόρμες, μια από τις οποίες απαγορεύτηκε τώρα. Αυτό αποτελεί ένα σημαντικό μήνυμα που δεν θα έπρεπε να υποτιμηθεί. Δεν μπορεί να απαγορεύσει κανείς απόψεις και πολιτικά φρονήματα. Σίγουρα όμως μπορεί να επιβάλει ποινή για τη συνέχιση της λειτουργίας μιας ιστοσελίδας, να απαγορεύσει το σύνδεσμο που σχετίζεται μ’ αυτήν, να διαλύσει τις δομές της και να κατασχέσει την περιουσία της. Αυτό προκαλεί αίσθηση και σε διαχειριστές παρόμοιων ιστοσελίδων που υποκινούν απροκάλυπτα τη βία εναντίον αστυνομικών και δίνουν λεπτομερείς οδηγίες για τη μάχη κατά της κρατικής εξουσίας».
Πλεόνασμα 1,078 τρις €
Πλεόνασμα ρεκόρ από τα φορολογικά έσοδα κατέγραψε η Γερμανία, γεγονός που προκαλεί τα σχόλια των αναλυτών. Συγκεκριμένα η εφημερίδα Die Welt αναφέρει: «Από το 2010 τα πρόσθετα έσοδα του γερμανικού δημοσίου ανέρχονται σε ούτε λίγο, ούτε πολύ 1,078 τρις €. Δηλαδή 1.078.000.000.000€! Παρ’ όλα αυτά το SPD, οι Πράσινοι και η Αριστερά θέλουν υψηλότερους φόρους. Επιπλέον ηγετικά στελέχη από το κόμμα της CDU εκτιμούν ότι το θέμα των φορολογικών συντελεστών υπερεκτιμάται. Προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί σε επενδύσεις στις υποδομές και στην παιδεία καθώς και στη μείωση του χρέους. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για δυο θεμιτούς στόχους. Το επιχείρημα ότι οι στόχοι είναι αντικρουόμενοι και πως φοροελαφρύνσεις, επενδύσεις και εξόφληση χρέους δεν μπορούν να υλοποιηθούν ταυτόχρονα, δεν πείθει πλέον. Η νέα πραγματικότητα λέει ότι υπάρχουν αρκετά για όλα. Ο ψηφοφόρος θα πρέπει να το γνωρίζει αυτό».
Για το ίδιο θέμα η Frankfurter Rundschau: «Οι καρποί της ανάπτυξης μοιράζονται με διαφορετικούς τρόπους. Μπορεί να αυξάνεται η απασχόληση, την ίδια ώρα όμως άλλα μη συμβατικά μοντέλα εργασίας, όπως η μερική απασχόληση (…) παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, αποτελώντας το 20% επί του συνόλου. Όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι απολαμβάνουν την προστασία συλλογικών συμβάσεων. Τα ποσοστά φτώχειας δεν μειώνονται και ούτε ο κατώτατος μισθός προστατεύει από τη φτώχεια. Τις τελευταίες δεκαετίες το 40% περίπου των νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα έλαβε μηδαμινές αυξήσεις. Το 10% των πιο πλούσιων νοικοκυριών λαμβάνει το ένα τρίτο περίπου επί του συνόλου των εισοδημάτων. (…) Οι ανισότητες δεν μεγαλώνουν, αλλά δεν περιορίζονται κιόλας, και αυτό παρά την μαραθώνια ανάπτυξη. Όλα αυτά μπορεί να τα αλλάξει η κυβέρνηση. Εάν θέλει».
Αλεξάνδρα Κοσμά