Georg Simmel
Mητροπολιτική αίσθηση. Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της συνείδησης. Κοινωνιολογία των αισθήσεων

Μτφρ. Ιωάννα Μεϊτάνη
Αγρα, 2017
σελ. 83, τιμή 9,90 ευρώ

Οι ασχολούμενοι με τα του άστεως και τη σχετική βιβλιογραφία γνωρίζουν ήδη ότι οι μελέτες του Ζίμελ καταχωρίζονται στα κλασικά πλέον κείμενα που αναδεικνύουν το θέ(α)μα της σύγχρονης γιγαντούμενης πόλης. To πρώτο από τα δύο δοκίμια του παρόντος τόμου είχε μάλιστα εμφανιστεί στην ελληνική βιβλιαγορά από τις εκδόσεις Ερασμος το 1993, τιτλοφορούμενο Πόλη και ψυχή. Το τομίδιο εκείνο περιλάμβανε, εν είδει εισαγωγής, ένα κριτικό πορτρέτο του Ζίμελ (μολονότι νεκρολογία, γραμμένη αμέσως μετά την είδηση του θανάτου του, το 1918) καμωμένο από τον Λούκατς, που χρημάτισε φοιτητής του και ένιωσε την ανάγκη να αποτίσει σεβαστικό φόρο τιμής στον «πιο επιδραστικό φιλόσοφο μιας μεταβατικής εποχής», τον καθηγητή των νεανικών βερολινέζικων χρόνων του.

O Γκέοργκ Ζίμελ (1858-1918), γόνος εβραϊκής αφομοιωμένης οικογένειας, μεγαλώνει και σπουδάζει στο Βερολίνο (Πανεπιστήμιο Χούμπολτ). Παρά το γεγονός ότι ήδη από το 1885 του ανατίθενται διδακτικά καθήκοντα στα οποία διαπρέπει, η πρόσβασή του σε τακτική και μόνιμη καθηγητική βαθμίδα εμποδίζεται. Μπορεί στο σαλόνι του να συχνάζει η αφρόκρεμα της βερολινέζικης διανόησης (συνδέεται στενά με τον Ρίλκε, τον Στέφαν Γκεόργκε, τον Μαξ Βέμπερ, με τον Ροντέν και τον Μπεργκσόν, μεταξύ των φοιτητών του διακρίνονται οι Ερνστ Μπλοχ και Γκέοργκ Λούκατς), αλλά αυτό δεν κάμπτει τον περιρρέοντα αντισημιτισμό που επιχειρεί να μπλοκάρει την είσοδο των Εβραίων στον ακαδημαϊκό χώρο. Ετσι, ο Ζίμελ δεν θα γίνει ποτέ καθηγητής στο Βερολίνο, παρά τη μακρά διδακτική του δραστηριότητα –θα του δοθεί μόλις το 1914 μια έδρα Φιλοσοφίας στο γερμανοκρατούμενο ακόμη Στρασβούργο, σε ένα πανεπιστήμιο με σαφώς μειωμένο φοιτητικό πληθυσμό και κύρος. Λίγο αργότερα πεθαίνει, δίχως να έχει δημιουργήσει ακριβώς «σχολή» ή «διαδόχους», αλλά με ορατά τα ίχνη του σε ποικίλους τομείς (από την κοινωνιολογία, τη φιλοσοφία, την αισθητική, έως την πολεοδομία, την οικονομία ή την ψυχολογία). O Zίμελ υπήρξε προδρομικά «νεωτερικός», κατά κάποιον τρόπο, εφόσον τα εύσημα που του αποδίδονται σήμερα είναι μάλλον αντεστραμμένες οι μομφές που δέχθηκε άλλοτε («θεωρητικός του «ίσως» και του «σχεδόν»», «Μονέ της φιλοσοφίας», δηλαδή ιμπρεσιονιστής, λαβυρινθώδης, στερούμενος στιβαρού συστήματος). Ενδιαφερόμενος για τα μικρά και ασήμαντα, τα ψιχία της καθημερινότητας που ωστόσο αντανακλούν βασικές δομές του κοινωνικού βίου, επιχειρεί «αλλαγή παραδείγματος» δίνοντας προτεραιότητα στο συμβεβηκός και όχι στην ουσία, στη λεπτομέρεια, στις πτυχές της επιφάνειας και όχι στο βάθος, στο φευγαλέο ίχνος και στην ένδειξη –ιδέες που σήμερα έχουν ενσωματωθεί στη φιλοσοφική, κοινωνιολογική ή ιστορική έρευνα.
Το ενδιαφέρον του για τη σύγχρονη πόλη και τις αστικές συμπεριφορές εκδηλώνεται ήδη από το 1895 με το δοκίμιό του για τη Μόδα και παγιώνεται με τη Φιλοσοφία του χρήματος (1900) που υπογραμμίζει ότι η μητρόπολη, τόπος όπου οι άνθρωποι συνεχώς υπολογίζουν, μετρούν, πωλούν και αγοράζουν, συγκεντρώνοντας το σύνολο των χρηματικο-οικονομικών συναλλαγών, δίνει τον βιορρυθμό ενός μαθηματικού χρόνου που αφήνει πίσω την εναλλαγή των εποχών ή του ημερονυκτίου: ο άυλος κόσμος των χρηματιστηρίων τρέχει με ιλιγγιώδεις ταχύτητες και συμπαρασύρει με ένταση όλες τις δραστηριότητες των κατοίκων της πόλης. Από αυτό το βασικό μελέτημα απορρέει ευθέως, όπως το σημειώνει ο ίδιος ο Ζίμελ, το δοκίμιο «Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της συνείδησης» του παρόντος τόμου: πρόκειται για κείμενο διάλεξης που δόθηκε το 1902 και δημοσιεύτηκε τον επόμενο χρόνο. Το δεύτερο δοκίμιο, η «Κοινωνιολογία των αισθήσεων», κυκλοφόρησε πέντε χρόνια αργότερα και λειτουργεί εντελώς συμπληρωματικά για την αρτίωση μιας αισθητηριακής ανάγνωσης της πόλης.
Σφυγμομετρώντας τη σύγχρονη ζωή στην πόλη, ο Ζίμελ επιχειρεί, όχι να καταδικάσει μήτε να εγκωμιάσει, αλλά να εκλογικεύσει και να κατανοήσει τη νοοτροπία και το είδος της κοινωνικότητας που ξεδιπλώνεται στα μητροπολιτικά κέντρα, να εννοιολογήσει τα ακαθόριστα βιώματα του επισκέπτη ή του μόνιμου κατοίκου τους. Μέτρο των συλλογισμών του είναι βέβαια το Βερολίνο του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού που γνωρίζει μια πραγματική δημογραφική έκρηξη και μια θεαματική βιομηχανοποίηση. Ο άνθρωπος της πόλης είναι κατά κανόνα ξένος, ξεριζωμένος από κάποιον τοπικό θύλακα και υποχρεωμένος να ενταχθεί σε μιαν άλλη κοινωνική ομάδα: αυτή η αίσθηση αστάθειας, έντασης, ανωνυμίας, επιφυλακτικότητας και τεταμένης προσοχής για τα αλλεπάλληλα (ενίοτε και βίαια) ερεθίσματα που δέχεται στο ανοίκειο περιβάλλον επιφέρει αλλαγές στον ψυχισμό του ατόμου. Οι σχέσεις του από προσωπικές και αυθόρμητες, θυμικές, όπως τις ξέρει στη μικροκλίμακα της επαρχίας και της υπαίθρου, μεταλλάσσονται σε απρόσωπες, τυπικές, λειτουργούν σε πλαίσιο προστατευτικής αυτοάμυνας και υπολογιστικών κινήσεων. Στην πόλη μπαίνει σε ενέργεια, σε υπερδιέγερση μάλιστα, ο νους και τα πάθη της καρδιάς τίθενται σε δεύτερη μοίρα: δίχως να γίνεται αδιάφορος ή αναίσθητος, ο μεγαλουπολίτης αποκτά σταδιακά τη στάση του μπλαζέ που δύσκολα σοκάρεται ή, εν πάση περιπτώσει, είναι σε θέση να διαχειρίζεται το απρόβλεπτο καθώς και το τετριμμένο με την ίδια άνεση.
Η μετάλλαξη αυτή επιτυγχάνεται μέσω της διαφορετικής κοινωνικοποίησης των αισθητηριακών αντιλήψεων στην πόλη: το μητροπολιτικό περιβάλλον έχει προσαρμόσει την ευαισθησία στα νέα δεδομένα. Παρ’ όλο που η ζωή στο άστυ ενεργοποιεί όλες τις αισθήσεις, την αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία την κατέχει η όραση· το βλέμμα απορροφά αχόρταγα τις νέες παραστάσεις και εικόνες, η υπερτροφία του ματιού υποσκελίζει την ακοή και δημιουργεί μιαν άλλη αμοιβαιότητα στην επικοινωνία: «πρόκειται για την υπέρτατη κοινωνιολογική αντίθεση ανάμεσα στο μάτι και στο αφτί –το ένα μας προσφέρει μια φανέρωση του ανθρώπου δεμένη στον χρόνο, το άλλο όμως μας προσφέρει και τη διάρκεια της ύπαρξής του, την αποτύπωση του παρελθόντος του έτσι ώστε, θα λέγαμε, βλέπουμε μπροστά μας τη διαδοχή της ζωής του σε συγχρονία».
Σε αντιδιαστολή με την όραση και την ακοή, η όσφρηση απαιτεί φυσική εγγύτητα που ενδέχεται να επιβάλλει κοινωνική απόσταση. Οι οσμές διαφοροποιούν και διαχωρίζουν τμήματα του αστικού περιβάλλοντος και συμβάλλουν στην κοινωνική χαρτογράφηση των πόλεων («Το κοινωνικό ζήτημα δεν είναι μόνον ηθικό, είναι και ζήτημα μύτης»). Η αφή είναι ίσως η απαγορευμένη αίσθηση της αστικής ζωής. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τον συνωστισμό ή διάφορες καταστάσεις σωματικής εγγύτητας που δυσκολεύουν και απειλούν την καθημερινότητα στην πόλη με αποκορύφωση τη φυσική σύγκρουση, που δυνητικά μπορεί να αποβεί και θανατηφόρα. «Ο ρόλος της φυσικής απόσταση είναι να εμποδίζει τις τριβές, τις έλξεις και απωθήσεις που παράγει η αισθητηριακή εγγύτητα».
Με τη συνεχή εκλέπτυνση του αστικού πολιτισμού μέσω της επιλεκτικής χρήσης των αισθήσεων (άλλες επιτρεπτές, άλλες μη ανεκτές), δημιουργείται μια νέα ευαισθησία που σμιλεύει τη νεωτερικότητα. Στους στοχασμούς του Ζίμελ πλανάται η σκιά του Πόου («Ο άνθρωπος του πλήθους»), του μποντλερικού flâneur και προετοιμάζεται η κριτική ματιά του Μπένγιαμιν στο μητροπολιτικό τοπίο.
Βιβλιαράκι που διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται με σταθερό όφελος.
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ