Τον καιρό της δικτατορίας το ξένο κοινό αποζητούσε κείμενα ελληνικής λογοτεχνίας που θα διαφώτιζαν ίσως τους λόγους καταβαράθρωσης της χώρας. Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, στο εξωτερικό διψούν για ελληνικές φωνές που θα απηχούσαν τη σημερινή πρωτόφαντη κρίση της ελληνικής κοινωνίας και ακόμα καλύτερα θα πρόσφεραν μια λύση του ελληνικού αινίγματος. Με τον τίτλο «Τέχνη και κρίση στην Ελλάδα» εγκαινιάστηκε πριν από λίγες ημέρες στο πολιτιστικό κέντρο Werft5 της Κολωνίας, στους χώρους των παλιών παραρήνιων ναυπηγείων, η έκθεση που έκανε η νεαρή γλύπτρια από τα Εξάρχεια Πάκυ Βλασσοπούλου. Μια μακριά μοναστική τράπεζα και πάνω της ξεχαρβαλωμένες ράχες βιβλίων και κομμάτια μάρμαρου, δουλεμένα υλικά του παρελθόντος σαν διαλογισμός για το επερχόμενο μέλλον.
Τα εγκαίνια περιελάμβαναν και απαγγελία ποιημάτων, στίχων που κυοφορήθηκαν επίσης στην Αθήνα της κρίσης, επίσης στα Εξάρχεια: «Οι λέξεις μου δε μιλάνε στις ειδήσεις, / κάνουν πεζοδρόμιο κάθε βράδυ. / Οι λέξεις μου είναι προλετάρισσες, σκλάβες όπως εγώ, / δουλεύουν στα φασονάδικα μέρα νύχτα. / Δε θέλω άλλα μοιρολόγια, / δε θέλω άλλα ρήματα που ν’ ανήκουν στον άμαχο πληθυσμό∙/ χρειάζομαι μια καινούργια γλώσσα, όχι νταβατζιλίκια».
Τη νέα ελληνική ποίηση εκπροσώπησε ο τσετσενικής καταγωγής Γιάζρα Χάλεντ. «Εγώ είμαι ο Γιάζρα, / τραμπούκος ποιητής, / σχιζομητροπολιτάνος, / γιος μουσουλμάνας, / πατέρας κανενός. / Εσύ ποια είσαι; / Εσύ ποιος είσαι;».
Ποιος είναι αυτός ο συνεσταλμένος νεανίας που αιχμαλωτίζει το κοινό με τους μαντεμένιους στίχους του; Δεν ξέρουμε πολλά γι’ αυτόν. Δεν θα μάθουμε πολλά γι’ αυτόν. Γεννήθηκε στο Γκρόζνι από μάνα Τσετσένα και πατέρα Ελληνα της Σοβιετικής Ενωσης, η αναγνώριση της εθνικής αντίστασης το 1982 τους άνοιξε τον δρόμο προς την Ελλάδα. Ο Παναγιώτης θα βγάλει την ΑΣΟΕΕ, αλλά δεν θα στεριώσει σε καμιά δουλειά. Ηταν ένα βράδυ μετά την τελευταία απόλυση που σχηματίστηκαν οι πρώτοι πεισματωμένοι στίχοι στο μυαλό του. Και σιγά-σιγά έγιναν έξη και πάθος και εγκαταστάθηκαν στο κέντρο του κόσμου του. Η αποποίηση του πραγματικού ονόματός του ήταν μια πράξη αυταπάρνησης μπροστά στους ήρωες της ποίησής του: τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, τους ανέστιους και τους πένητες, τα μιάσματα και τα περιτρίμματα. «Θα χω το τέλος μετανάστη απ’ την Τσετσενία∙ / θα με βρείτε πεταμένο στα σκουπίδια / με το λαιμό κομμένο και τα χέρια κρύα… Θα χω το τέλος πόρνης απ’ τη Σενεγάλη∙ / θα με βρείτε πεταμένο στον ακάλυπτο / με μια σφαίρα μπάτσου στο κεφάλι».
Ο Γιάζρα Χάλεντ δημοσίευε για χρόνια τα οργισμένα ποιήματά του, δείγματα πολιτικής και αισθητικής απείθειας, στο Διαδίκτυο, στο προσωπικό του μπλογκ και στη συνέχεια στο αντισυμβατικό λογοτεχνικό περιοδικό Τεφλόν, το οποίο εκδίδει με μια φίλη. Η πρώτη του συλλογή με τίτλο «Γκρόζνι» κυκλοφόρησε πέρυσι από τις εκδόσεις Υποκείμενο. Είναι ποιήματα προορισμένα για το σήμερα, πυροτεχνήματα που δεν διεκδικούν κανένα μέλλον, αιματώδεις εκφράσεις ενός ταλέντου που ανδρώνεται βαθμιαία. Μέσα του ανακαλύπτει κανείς, εκτός από την προσωπική δύναμη, ιχνοστοιχεία του Αρθούρου Ρεμπώ, ρινίσματα του Ζαν Ζενέ, απόηχους του Ευαγγελίου: «Μακάρια η γυναίκα που τα χείλη της τα έσκασε το κρύο, / γιατί αυτή θα μας πει πώς γεννιέται το φιλί. / Μακάριος ο άντρας που δουλεύει στα ναυπηγεία, / γιατί αυτός θα μας κληροδοτήσει τις θάλασσες, / γιατί αυτός θα μας πει παραμύθια για τις τρικυμίες. / Μακάρια αυτή που δεν κουβαλάει βαλίτσες, γιατί αυτή θα μας κρατήσει απ’ το χέρι».
Στο υποβλητικό ποίημα «Εφυγε η Συρία, έφυγε» ο Γιάζρα Χάλεντ φαντάζεται τη ρημαγμένη χώρα σαν γυναίκα μπουχτισμένη από το θανατικό που μαζεύει τα συμπράγκαλα και τους νεκρούς της και παίρνει τον δρόμο της ξενιτιάς, αφήνοντας πίσω της μια μαύρη τρύπα. Ο νεκρών κατάλογος στο ποίημα αυτό θυμίζει απρόσμενα το φονικό που περιγράφει ο Εφραίμ ο Σύρος στα Carmina Nisibena κατά την πολιορκία του φρουρίου Χανζίτ έξω από τη γενέτειρά του, Νίσιβι. Και για να επιστρέψουμε στα καθ’ ημάς, ποιος ξέρει αν κάποια ατθιδογραφία του μέλλοντος δεν περιλάβει αυτή την εικόνα από την καθημερινότητα της σημερινής Αθήνας: «Δε μου μένει άλλο παρά να ζευτώ την πείνα μου, να παρατάξω στο δρόμο τις λέξεις μου, αυτούς τους μικρούς μπολσεβίκους με τις ακονισμένες λόγχες και τα γούνινα καπέλα, η τάφρος της πατησίων είναι τώρα γεμάτη ρήματα κνήμες βλήματα, οι νοικοκυραίοι κλείνονται στα κάστρα τους, τρώνε κουτόχορτο σάρκες λυσσακά, τα τελευταία λόγια του ξένιου δία ήταν: killing is business and business is good, πίσω απ’ τα τείχη ηχεί το μουγκρητό των ανθρωποφάγων∙ εδώ αν σηκώσεις έναν άνθρωπο βρίσκεις μια πέτρα».
Η στριγκή αυτή φωνή μιας παραμελημένης αλήθειας μοιάζει να ξεπηδά από τους υπονόμους της Αθήνας αλλά και των άλλων ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων και να ευαγγελίζεται την κυριαρχία των ταπεινωμένων και καταφρονεμένων. Ανάλογη είναι η τονικότητα και ενός άλλου καταραμένου νέου ποιητή, του παλαιστινιακής καταγωγής Δανού Γιαχία Χασάν που διαπομπεύει τη μικροψυχία της δανικής κοινωνίας αλλά και τη θρησκοληψία και τη σεμνοτυφία των μουσουλμάνων γονιών του. Και όμως, η αυθεντικότητα αυτών των οργισμένων ποιητών γοητεύει ακόμα κι ένα κοινό που είναι εθισμένο σε μια κάπως πιο μελιστάλακτη ποίηση. Ο Γιαχία Χασάν έγινε ανάρπαστος στη Δανία με το πρώτο του βιβλίο προτού μπει στη φυλακή επειδή πυροβόλησε κάποιον συνομήλικο που τον εκνεύρισε.
Στον αγγλοσαξονικό χώρο ο Γιάζρα Χάλεντ ανακαλύφθηκε καταρχήν από τον μεταφραστή και συγγραφέα Peter Constantine. Στίχοι του περιελήφθησαν μάλιστα πέρυσι στην ανθολογία νέας ελληνικής ποίησης της Karen van Dyck που εκδόθηκε με τον τίτλο «Μέτρα λιτότητας» στο Λονδίνο. Στη Γερμανία ο Γιάζρα Χάλεντ ανακαλύφθηκε στο Φεστιβάλ Ποίησης του Βερολίνου το 2010 και αναδείχθηκε ως εξαιρετικά πρωτότυπη φωνή από τον κριτικό της Süddeutsche Zeitung και συγγραφέα Hans-Peter Kunisch. Εμπνευσμένος τώρα από την ανθολογία της van Dyck ο εκδότης της Κολωνίας Adrian Kasnitz προετοιμάζει με την ελληνίδα γυναίκα του για το φθινόπωρο μια ανθολογία νέας ελληνικής ποίησης. Βεβαίως και με έργα του Γιάζρα Χάλεντ.