Οι ΗΠΑ, ή για την ακρίβεια ένα τμήμα τους, εξεγείρονται για την απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να απαγορεύσει την είσοδο στη χώρα μεταναστών από κάποιες μουσουλμανικές χώρες. Η απόφαση του Τραμπ παρότι ακραία και εξόχως λαϊκιστική δεν είναι πρωτοφανής στην ιστορία των ΗΠΑ. Ο Τζίμι Κάρτερ το 1980 απαγόρευσε την είσοδο Ιρανών στις ΗΠΑ, ενώ το 1987 απαγορεύθηκε η είσοδος στη χώρα ατόμων που ήταν θετικά στον ιό HIV. Παλαιότερα διατάγματα έκλειναν την πόρτα ή έθεταν αυστηρότατους όρους για τη μετανάστευση κομμουνιστών και αναρχικών ενώ μια από τις μελανές σελίδες της ιστορίας των ΗΠΑ παραμένει η αρνητική στάση τους απέναντι σε εβραίους πρόσφυγες από τη Γερμανία τις παραμονές του Β’ Παγκoσμίου Πόλεμου.
Ηταν όμως το μακρινό 1882, όταν ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Τσέστερ Αρθουρ με διάταγμά του (Chinese Exclusion Act) απαγόρευε για πρώτη φορά την έλευση μεταναστών από μία συγκεκριμένη χώρα: την Κίνα.
Οι Κινέζοι άρχισαν να μεταναστεύουν στις ΗΠΑ στα μέσα του 19ου αιώνα και απασχολούνταν κυρίως ως εργάτες στα ορυχεία χρυσού και στους σιδηροδρόμους. Ηταν η περίοδος που εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες από όλον τον κόσμο συνέρρεαν στις δυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ κυνηγώντας χρυσάφι. Το αμερικανικό Ελ Ντοράντο αποδείχθηκε για τη συντριπτική πλειονότητα εξ αυτών μία φενάκη. Οι πιο πολλοί κατέληξαν να εργάζονται υπό άθλιες συνθήκες και κακοπληρωμένοι στα ορυχεία ή στις εταιρείες σιδηροδρόμων.
Οι μετανάστες από την Κίνα ήταν σχεδόν αποκλειστικά άνδρες, ανειδίκευτοι εργάτες, εξαιρετικά φτωχοί και τελευταίοι στην κλίμακα των φυλετικών διακρίσεων. Δέχονταν να εργαστούν με εξευτελιστικούς μισθούς, γεγονός που συχνά προκαλούσε εντάσεις με τους μετανάστες ευρωπαϊκής καταγωγής, οι οποίοι τους κατηγορούσαν ότι με αυτόν τον τρόπο τούς «έκλεβαν τις δουλειές». Ως αποτέλεσμα της έντασης η Πολιτεία της Καλιφόρνιας, όπου ζούσε το μεγαλύτερο τμήμα των Κινέζων, έλαβε την περίοδο 1860-1880 σειρά αποφάσεων για τον περιορισμό της μεταναστευτικής ροής. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση όμως, η οποία δεν επιθυμούσε να διαταράξει τις εμπορικές της σχέσεις με την Κίνα, είτε τις αγνόησε είτε τις απέρριψε ως αντισυνταγματικές.
Η μεγάλη οικονομική κρίση του 1873 προσέφερε εύφορο έδαφος σε πάσης φύσεως δημαγωγούς που χωρίς αναστολές απέδωσαν τα αίτια της ύφεσης και της ανεργίας στους κινέζους εργάτες μολονότι ο αριθμός τους δεν ήταν σημαντικός και δεν υπερέβαινε τις 300.000. Μια ιστορία που έκτοτε πολλές φορές επαναλήφθηκε κατά τη διάρκεια του 20ού αλλά και του 21ου αιώνα.
Δύο από τους πρωτεργάτες της αντικινεζικής υστερίας ήταν ο ιρλανδικής καταγωγής ρατσιστής εργατοπατέρας Ντένις Κέρνι και ο γερουσιαστής Τζέιμς Μπλέιν.
Ο Κέρνι στα μέσα της δεκαετίας του 1870 ήταν ήδη γνωστός συνδικαλιστής. Λαϊκιστής και δημαγωγός, χρησιμοποίησε τη ρητορική του δεινότητα για να ξεσηκώνει τους εργάτες της Καλιφόρνιας κατά των νέων μεταναστών. Οι συνήθεις στόχοι του ήταν ο Τύπος, οι εταιρείες, οι πολιτικοί και οι ξένοι –στην περίπτωσή του οι κινέζοι μετανάστες, τους οποίους ο Κέρνι υποδείκνυε στους εξαθλιωμένους και εξοργισμένους λευκούς εργάτες ως την αιτία της οικονομικής κρίσης και της ανεργίας. Οι λόγοι του έκλειναν πάντα με το επιμύθιο: «Οι Κινέζοι πρέπει να φύγουν». Υπήρξε εκ των ιδρυτών του Κόμματος των Εργατών της Καλιφόρνιας (Workingmen’s Party of California), το οποίο σύντομα αναδείχθηκε στην πρώτη πολιτική δύναμη της Πολιτείας.
Οι Κινέζοι του Κέρνι, ήταν οι μουσουλμάνοι μετανάστες του Ορμπαν, της Λεπέν και του Φάρατζ, οι Μεξικανοί του Τραμπ, τα εξιλαστήρια θύματα της οργής που γεννούν οι οικονομικές κρίσεις, ο φόβος του άλλου και η ανέχεια.
Ο ίδιος χάθηκε γρήγορα από τη δημόσια πολιτική σκηνή των ΗΠΑ, η δράση του όμως ανέδειξε το «Κινεζικό Ζήτημα» και επηρέασε τη δημόσια αντιπαράθεση, η οποία κατέληξε στον νόμο περί απαγόρευσης εισόδου στη χώρα των Κινέζων (Chinese Exclusion Act) του 1882.
Ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Τζέιμς Μπλέιν ήταν επίσης ένας από τους πλέον διαπρύσιους κήρυκες του μίσους κατά των Κινέζων. Οι λόγοι του ήταν γεμάτοι από ρατσιστικές κοινοτοπίες και ανόητες προκαταλήψεις. Χαρακτήριζε τη μετανάστευση των Κινέζων στις ΗΠΑ «επικίνδυνη, μισητή, διαβολική και απεχθή». O Μπλέιν, από τα σημαντικότερα στελέχη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, διεκδίκησε κατ’ επανάληψη το προεδρικό χρίσμα και τελικά κατόρθωσε να το λάβει, αλλά στις εκλογές του 1884 ηττήθηκε από τον υποψήφιο των Δημοκρατικών Γκρόβερ Κλίβελαντ. Ο ίδιος ήταν από την Πολιτεία του Μέιν αλλά συμπαρατάχθηκε με τους ακραίους υποστηρικτές του περιορισμού της κινεζικής μετανάστευσης από την άλλη άκρη της χώρας για τον προφανέστερο και ευτελέστερο των λόγων: ήθελε να κερδίσει τις ψήφους των καλιφορνέζων εργατών.
Οι Κινέζοι δεν υφίσταντο μόνον την μήνιν των άλλων μειονοτήτων, αλλά και το νομικό καθεστώς στο οποίο υπόκεινταν ήταν σαφώς δυσμενέστερο: έπρεπε να πληρώνουν ειδικούς φόρους (οι εργάτες στα ορυχεία επί παραδείγματι όφειλαν να καταβάλλουν 20 δολάρια τον μήνα), τους απαγορευόταν να παντρευτούν λευκές, δεν μπορούσαν να φύγουν εκτός ΗΠΑ γιατί κινδύνευαν να μην μπορέσουν να επιστρέψουν και, το σημαντικότερο, δεν μπορούσαν να λάβουν την αμερικανική υπηκοότητα.
Οι περιοριστικές διατάξεις με διάφορες μορφές ανανεώνονταν επί σειρά ετών. Από τη δεκαετία του ’20 η επιλογή των μεταναστών με βάση την εθνική τους προέλευση έγινε επίσημη πολιτική των ΗΠΑ –ευνοούνταν προφανώς οι ευρωπαϊκές χώρες, ενώ ετίθεντο περιορισμοί ή και απαγορεύσεις στην έλευση ατόμων από την Ασία και την Αφρική.
Το διάταγμα του 1882 διατηρήθηκε σε ισχύ ως το 1943, όταν ανακλήθηκε με νέο διάταγμα (Magnuson Act), με το οποίο επιτρεπόταν στο εξής η είσοδος 105 κινέζων εργατών ετησίως. Η κυριότερη αλλαγή όμως ήταν ότι δόθηκε επιτέλους η αμερικανική υπηκοότητα σε χιλιάδες ανθρώπους που ως τότε ζούσαν σε καθεστώς παρανομίας και φόβου. Μόνο με τον μεταναστευτικό νόμο του 1965 με τον οποίο άλλαζε πλήρως το μεταναστευτικό δόγμα των ΗΠΑ και εξαλείφονταν οι περιορισμοί και οι διακρίσεις σε ό,τι αφορά την προέλευση των μεταναστών ξεκίνησε εκ νέου η μετανάστευση Κινέζων στις ΗΠΑ.

HeliosPlus