Ένας κρίσιμος μήνας ξεκινά από σήμερα για την Ελλάδα. Το καίριο ερώτημα είναι εάν και με ποιο τρόπο θα καταστεί δυνατόν να συγκεραστούν οι διαμετρικά αντίθετες απόψεις, κυρίως μεταξύ ΔΝΤ και Γερμανίας, όσον αφορά τη διαχείριση του ελληνικού χρέους.
Στο Βερολίνο πάντως πνέει ένας άνεμος συγκρατημένης αισιοδοξίας. Όπως είπαν προς τη Deutsche Welle πηγές του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, μπορεί ενίοτε να εκφράζονται εντός του ΔΝΤ διαφορετικοί τρόποι προσέγγισης του ελληνικού ζητήματος, εντούτοις αποφασιστικής σημασίας είναι η θέση του ευρωπαϊκού τμήματος του Ταμείου, που είναι άλλωστε επιφορτισμένο με το εν λόγω θέμα και το οποίο ευθυγραμμίζεται σε γενικές γραμμές με τις ευρωπαϊκές θέσεις: ότι δηλαδή ισχύουν οι αποφάσεις του Μαΐου που προβλέπουν την έναρξη της σχετικής συζήτησης για το ελληνικό χρέος μετά το 2018, εφόσον χρειαστεί και εφόσον πληρούνται φυσικά οι προϋποθέσεις. Η γερμανική κυβέρνηση λοιπόν δεν προτίθεται να συναινέσει σε μια ελάφρυνση του χρέους «εδώ και τώρα», όπως την αξιώνουν διάφοροι αξιωματούχοι εντός αλλά και εκτός του ΔΝΤ.
Γερμανικές παραχωρήσεις
Εντούτοις και με δεδομένο ότι ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε και η καγκελάριος Άγκ. Μέρκελ επιθυμούν διακαώς τη συμμετοχή του ΔΝΤ -προκειμένου να μην αθετήσουν την υπόσχεση που είχαν δώσει στους βουλευτές τους αλλά και για να μη έρθουν σε ανοιχτή σύγκρουση με άλλες χώρες της ευρωζώνης- το Βερολίνο φέρεται διατεθειμένο να κάνει ορισμένες εκπτώσεις, «καλά ζυγισμένες» όπως σχολιάζουν αναλυτές, που δεν θα έχουν ούτε πολιτικό αλλά ούτε και οικονομικό κόστος. Οι εκτιμήσεις των ίδιων αναλυτών στη γερμανική πρωτεύουσα συγκλίνουν στο ότι οι εν εξελίξει διαπραγματεύσεις θα καταλήξουν (πιθανότατα εντός Δεκεμβρίου) σε έναν νέο οδικό χάρτη για το χρέος, ο οποίος θα προβλέπει τη λήψη δεσμευτικών μεσοπρόθεσμων μέτρων για μετά το 2018. «Εμείς δεν έχουμε αποκλείσει ποτέ το ενδεχόμενο ελάφρυνσης του χρέους εν γένει», υπάρχει άλλωστε και η συμφωνία του Μαΐου, σχολιάζει πηγή του γερμανικού ΥΠΟΙΚ.
Ουσιαστικά θα πρόκειται για μια αναβαθμισμένη μορφή της συμφωνίας του Μαΐου που θα εξειδικεύει και θα «φωτογραφίζει» μέτρα σε τέτοιο βαθμό που αφενός θα ικανοποιεί το ΔΝΤ και αφετέρου δεν θα φέρνει σε δύσκολη θέση τους «προεκλογικούς» Μέρκελ και Σόιμπλε. Θα πρόκειται λοιπόν για ένα περίγραμμα, δεσμευτικών ωστόσο παρεμβάσεων. Όλα αυτά βέβαια υπό την αίρεση ότι θα τηρηθούν στο ακέραιο οι συμπεφωνημένες με τους δανειστές προϋποθέσεις. Με ένα τέτοιο modus vivendi η γερμανική πλευρά θα μπορούσε να υποστηρίξει έναντι των ψηφοφόρων ότι δεν έχει γίνει κάποια νέα παραχώρηση έναντι της Ελλάδας, αλλά ότι, αντιθέτως, διασφαλίστηκε η πολυπόθητη συμμετοχή του ΔΝΤ.
Χωρίς αυτήν άλλωστε δεν μπορεί να υπάρξει νέα εκταμίευση δόσης προς την Ελλάδα. Όπως εξηγούσε πηγή του γερμανικού ΥΠΟΙΚ στη DW, σε περίπτωση που συνεχίσει να εκκρεμεί η σχετική απόφαση, θα πρέπει να θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι η επιτροπή Προϋπολογισμού της Bundestag, από την οποία περνά η εκταμίευση δόσεων, θα παραπέμψει το ζήτημα στην Ολομέλεια, σε μια φάση κατά την οποία η χώρα διανύει ήδη μια παρατεταμένη άτυπη προεκλογική περίοδο. Επιθυμία λοιπόν και της γερμανικής κυβέρνησης είναι να κλείσει γρήγορα τόσο το ζήτημα της αξιολόγησης όσο και το θέμα της συμμετοχής του ΔΝΤ. Το πλέον απευκταίο σενάριο για το Βερολίνο είναι η αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης στις αρχές του ερχόμενου χρόνου, ο οποίος με διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις αλλά και την ορκωμοσία του «απρόβλεπτου» Τραμπ δεν προμηνύει απαραίτητα τα καλύτερα.
Αντιπαραγωγική η συζήτηση για 4ο μνημόνιο
Σε αυτά τα συμφραζόμενα στο Βερολίνο δεν βρίσκουν ευήκοα ώτα ούτε τα σενάρια περί ενός νέου, 4ου μνημονίου καθώς άπαντες γνωρίζουν ότι αυτό θα έφερνε αναπόφευκτα μια νέα πολιτική και οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Όπως σχολιάζουν αναλυτές, στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες γνωρίζουν ότι η ελληνική κοινωνία δεν αντέχει άλλα μέτρα, ενώ ένα νέο μνημόνιο θα ισοδυναμούσε με πολιτική αυτοκτονία για τον Αλέξη Τσίπρα. Και αυτό είναι το τελευταίο που θα ήθελε η καγκελάριος Μέρκελ στην παρούσα φάση.
Η Süddeutsche Zeitung σχολίαζε προ ημερών ότι «το Βερολίνο και όλοι οι λοιποί πρωταγωνιστές θέλουν διακαώς να παραμείνει στην εξουσία η νυν ελληνική κυβέρνηση και να διασφαλιστεί η κοινωνική ειρήνη στη χώρα», κυρίως λόγω του προσφυγικού και της κρίσης στις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας. Η προσφυγική κρίση δεν είναι όμως ο μόνος λόγος που το Βερολίνο επιθυμεί να διατηρηθούν οι νυν πολιτικοί συσχετισμοί στην Αθήνα. Μέχρι στιγμής, όπως λένε στη γερμανική πρωτεύουσα, η αριστερή κυβέρνηση Τσίπρα τηρεί σχεδόν κατά γράμμα τα συμφωνηθέντα, κάτι το οποίο δεν μπορεί να εγγυηθεί κανείς για την περίπτωση μιας νέας (συντηρητικής) κυβέρνησης.
Κώστας Συμεωνίδης