Μετά το Brexit και τις αμερικανικές εκλογές το ιταλικό δημοψήφισμα της Κυριακής περιγράφεται από τους αναλυτές ως μια διαδικασία που θα κρίνει το μέλλον της ευρωζώνης. Εάν οι Ιταλοί ψηφίσουν «ναι» στη συνταγματική αναθεώρηση τότε η χώρα θα μεταρρυθμιστεί εκ βάθρων. Εάν ψηφίσουν όμως «όχι», η ετυμηγορία τους θα μπορούσε να δρομολογήσει την αρχή του τέλους για την ευρωζώνη.
Νευρικότητα στις χρηματαγορές
Οι περισσότερες δημοσκοπήσεις κλίνουν προς το «όχι». Αυτό σημαίνει ψαλίδισμα του αριθμού των γερουσιαστών και των εξουσιών της Γερουσίας, κάτι που θα μπορούσε να διευκολύνει το έργο της κυβέρνησης. Σε συνδυασμό με το νόμο που πέρασε το καλοκαίρι η ιταλική κυβέρνηση ακόμη και με ένα εκλογικό ποσοστό 40% θα μπορούσε να καταλάβει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών, κάτι που θα διευκόλυνε τις μεταρρυθμιστικές της προσπάθειες. Και εδώ είναι η διαχρονική αδυναμία της ιταλικής πολιτικής ζωής, με 63 κυβερνήσεις σε 70 χρόνια. «Πολύ συχνά οι κυβερνήσεις αποτυγχάνουν ακριβώς τη στιγμή που προσπαθούν να κάνουν μεταρρυθμίσεις», τονίζει στη DW ο Κρίστιαν Ντούνστμαν, καθηγητής Οικονομίας στο University of College στο Λονδίνο. «Είδαμε τα τελευταία χρόνια ότι σημαντικές και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις εφαρμόστηκαν με πολύ κόπο».
Οι χρηματαγορές αντιδρούν με νευρικότητα εν όψει του δημοψηφίσματος, ένδειξη ότι επικρατεί πλήρης ανασφάλεια. Το επιχείρημα είναι ότι ένα «όχι» θα ήταν νίκη των λαϊκιστών και των ευρωσκεπτικιστών, που θα μπορούσαν να ανέλθουν κάποια στιγμή στην εξουσία. Η πιθανότητα ότι η Ιταλία θα μπορούσε να εγκαταλείψει την ευρωζώνη εκτιμάται από την συμβουλευτική εταιρεία επενδύσεων Sentix στα 19,3%. Ποτέ άλλοτε αυτο το ποσοστό δεν εμφανιζόταν τόσο υψηλό.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα το έχει η ευρωζώνη
Οι αναλυτές ωστόσο επαινούν τον πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι. «Έχει κινήσει πολλά πράγματα προς τη σωστή κατεύθυνση, όπως την τροποποίηση του εργασιακού», σημειώνει ο Ντούνστμαν. «Με τις νέες ρυθμίσεις διευκολύνονται οι επιχειρήσεις στις απολύσεις και προβλέπονται φοροελαφρύνσεις στους μικρομεσαίους». Η κακή οικονομική κατάσταση αποδυναμώνει τη θέση του Ρέντσι, το 12% των Ιταλών μαστίζεται από την ανεργία, ενώ στους νέους το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 40%. Το δημόσιο χρέος έχει σκαρφαλώσει στο 130% του ΑΕΠ και είναι το δεύτερο υψηλότερο μετά από αυτό της Ελλάδας. Άρα ένα «όχι» στο δημοψήφισμα δίνει σε πολλούς τη δυνατότητα να πουν όχι στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, όχι στα μέτρα λιτότητας, όχι στο κατεστημένο, όχι στο ευρώ και την ΕΕ.
«Το προηγούμενο Τραμπ μας έδειξε ότι μπορεί κανείς να νικήσει τους πάντες και τα πάντα», υποστηρίζει ο Ματέο Σαλβίνι, επικεφαλής της ακροδεξιάς Λέγκα του Βορρά. Βέβαια για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αρνητική έκβαση του ιταλικού δημοψηφίσματος θα σήμαινε σοκ για τις χρηματαγορές, που θα μπορούσε να επιτείνει η δυσεπίλυτη κρίση των ιταλικών τραπεζών. Εντούτοις το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι το δημοψήφισμα, αλλά η οικονομική στασιμότητα, επισημαίνουν αναλυτές. Διότι, σε οικονομική παραλυσία δεν βρίσκεται μόνο η Ιταλία, αλλά ολόκληρη η ευρωζώνη.
Αντρέας Μπέκερ / Ειρήνη Αναστασοπούλου