Το δημοψήφισμα που είχε στήσει η ουγγρική κυβέρνηση για το προσφυγικό -με σκοπό εξαρχής να το χρησιμοποιήσει ως πολιτικό χαρτί εντός και εκτός- τελικά ναυάγησε θεαματικά παρά την επιθετικότατη εκστρατεία, με μόλις το 40% των ψηφοφόρων να κάνουν τον κόπο να πάνε στην κάλπη για να εκφράσουν την υποστήριξή τους στην στάση της κυβέρνησης. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δεν κρύβουν την ικανοποίησή του που δεν πιάστηκε το όριο να είναι δεσμευτική η κάλπη, αλλά ο Ορμπάν επιμένει και το παρουσιάζει, έστω κι έτσι, ως πολιτική νίκη.

Το δημοψήφισμα στρεφόταν κατά του συστήματος ανακατανομής προσφύγων από χώρες της ΕΕ -σε πρώτη γραμμή, Ελλάδα και Ιταλία- στα υπόλοιπα μέλη και ρωτούσε τους Ούγγρους εάν «πρέπει να επιτραπεί στην ΕΕ να επιβάλει την επανεγκατάσταση μη ούγγρων πολιτών στην Ουγγαρία χωρίς την έγκριση του Κοινοβουλίου».

Οι δημοσκοπήσεις σε μία χώρα που το κυβερνών κόμμα Fidesz έχει κρατήσει αρνητική στάση στο προσφυγικό και τρίτο κόμμα στο Κοινοβούλιο είναι το σκληρά εθνικιστικό Jοbbik άφηναν λίγα περιθώρια αμφισβήτησης για το τι θα έβγαζε η κάλπη. Η Βουδαπέστη ούτως ή άλλως ήδη ακολουθεί απέναντι στην ΕΕ την στάση που καλούσε τους ψηφοφόρους ουσιαστικά να επικυρώσουν, και το δημοψήφισμα έμοιαζε «σίγουρο στοίχημα» για την κυβέρνηση.

Τελικά όμως, βάσει των στοιχείων το πρωί της Δευτέρας (με 99,97% των ψήφων καταμετρημένες), στην κάλπη προσήλθε μόλις το 40% των ψηφοφόρων. Το «όχι» στην κάλπη ήταν αναμενόμενα υψηλό, φτάνοντας το 98,3% αλλά το καίριο είναι ότι δεν επιτεύχθηκε το όριο του 50% ώστε να είναι δεσμευτικό το δημοψήφισμα.

Ήταν η μοναδική ρεαλιστική δυνατότητα να χάσει, πολιτικά, ο Ορμπάν το δημοψήφισμα, και τελικά το σενάριο που επιβεβαιώθηκε.

Η κυβέρνηση του Ορμπάν είχε σχεδιάσει το δημοψήφισμα ενώ επιδιώκει μαζί με άλλες πρωτεύουσες της κεντρικής Ευρώπης να σχηματίσει μπλοκ στην ΕΕ με πάτημα το προσφυγικό -τους λεγόμενους «Τέσσερις του Βίζεγκραντ» (Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία και Σλοβακία). Στόχος είναι η σφυρηλάτηση ενός μπλοκ με ευρύτερη ατζέντα προτεραιοτήτων, σε σημεία της οποίας είναι αισθητό το πρόσημο για «λιγότερη Ευρώπη».

Αυτή ήταν η μία πλευρά της στόχευσης του δημοψήφισματος. Η δεύτερη ήταν εσωτερική: Η κάλπη θα λειτουργούσε υπέρ του Ορμπάν, συσπειρώνοντας το εκλογικό σώμα γύρω από το κόμμα του στον ενδιάμεσο των βουλευτικών εκλογών, καθώς η κόπωση στη Βουδαπέστη απέναντι στο Fidesz έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή.

Η κεντροαριστερή αντιπολίτευση, που δεν μπορούσε να κάνει εκστρατεία υπέρ του «ναι», είχε καλέσει σε μποϊκοτάζ της κάλπης.

Ορμπάν: «Εμείς νικήσαμε» -καμία αναφορά στην προσέλευση

Όμως ίσως λίγο περισσότερα για το αποτέλεσμα δείχνει η στάση του σκληρά εθνικιστικού Jobbik: Είχε φυσικά καλέσει σε ψήφο υπέρ του «όχι» και έχει υποστηρίξει την στάση του Ορμπάν στο προσφυγικό, όμως ο αρχηγός του Jobbik Γκάμπορ Βόνα είχε πει πως εάν δεν πιαστεί το όριο προσέλευσης του 50%, αυτό θα ήταν σήμα ήττας της κυβέρνησης και ο πρωθυπουργός θα έπρεπε να παραιτηθεί.

Για κάποιους, αυτό ήταν «κλείσιμο του ματιού» στους ψηφοφόρους του Jobbik να μην πάνε στην κάλπη. Αυτή είναι και η κεντρική διάσταση πίσω από την τελική έκβαση: Φαίνεται ότι (καθώς δεν μεταστράφηκε ξαφνικά το ουγγρικό εκλογικό σώμα υπέρ της αποδοχής προσφύγων) η απαξίωση του δημοψηφίσματος είχε και μία διάσταση απαξίωσης της κυβέρνησης εν γένει.

Εκεί όμως ξεκινά η αντιπαράθεση για το περιβόητο «μήνυμα της κάλπης». Αντιπολίτευση και αναλυτές το διαβάζουν, προφανώς, ως ήττα του Ορμπάν, αλλά η ίδια η κυβέρνηση δηλώνει… δικαιωμένη και νικήτρια.

Μετά το κλείσιμο της κάλπης, ο πρωθυπουργός βγήκε στις κάμερες και διεκδίκησε τις δάφνες του νικητή από το δημοψήφισμα. «Πετύχαμε ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα» είπε, δείχνοντας στο ποσοστό με το οποίο επικράτησε το «όχι».

Είπε πως θα κινηθεί ώστε να προστεθεί στο Σύνταγμα σχετική πρόβλεψη για απαγόρευση «απεριόριστων ποσοστών επανεγκατάστασης» και ότι «η ΕΕ πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της το δημοψήφισμα».

Ο Ορμπάν παρέλειψε να κάνει στην εμφάνισή του τη νύχτα προς Δευτέρα οποιαδήποτε αναφορά στο ότι η κάλπη απέτυχε να πιάσει το όριο του 50% να είναι δεσμευτικό. Ολοκλήρωσε τις δηλώσεις του στις κάμερες και αποχώρησε χωρίς να δεχθεί ερωτήσεις από τους δημοσιογράφους.

Το επιχείρημα με το οποίο εμμέσως ο Ορμπάν προσπάθησε να απαντήσει στη χαμηλή συμμετοχή δείχνει ακόμη περισσότερα για το πώς έβλεπε το δημοψήφισμα σε σχέση με την Ευρώπη: Το συνέκρινε με το δημοψήφισμα που είχε γίνει για την ένταξη στην ΕΕ το 2003 -σε εκείνο, η προσέλευση είχε φράσει το 45,6% (και το «ναι» στην ένταξη είχε πιάσει 83%, δηλαδή 3,056 εκατ. ψήφους). Σε απόλυτο αριθμό, το «όχι» στο δημοψήφισμα της Κυριακής έπιασε 3,249 εκατ. ψήφους.

«Πετύχαμε ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα, επειδή ξεπεράσαμε την έκβαση του δημοψηφίσματος ένταξης» είπε ο Ορμπάν. Το ερώτημα στο δημοψήφισμα για τις ποσοστώσεις, είπε, «ήταν «Βρυξέλλες ή Βουδαπέστη» και αποφασίσαμε ότι το ζήτημα είναι αποκλειστικής αρμοδιότητας της Βουδαπέστης».

Οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είχαν πάρει απόσταση από το δημοψήφισμα, όμως οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες παρακολουθούσαν από στενά.

Πιο χαρακτηριστικό ήταν ότι η πρώτη αντίδραση ήρθε από τη Ρώμη -η Ιταλία, μαζί με την Ελλάδα, στέκονται στην πρώτη γραμμή των χωρών που «ελπίζουν» από την επανεγκαταστάση προσφύγων στα υπόλοιπα μέλη της ΕΕ- στην οποία δύσκολα θα μπορούσε ακόμη και ο πιο «καχύποπτος» να επιρρίψει απόπειρα εμπλοκής στα εσωτερικά άλλων χωρών.

«Καλή υποδοχή εδώ στην Λαμπεντούζα των αποτελεσμάτων της αποτυχίας του ορίου στο δημοψήφισμα στην Ουγγαρία» έγραψε στο Twitter o ιταλός ΥΠΕΞ Πάολο Τζεντιλόνι. Την ίδια ώρα περίπου, σχολίαζε στην ιταλική τηλεόραση πως το μήνυμα που θέλησε να στείλει η Βουδαπέστη ήταν λανθασμένο και τόνισε ότι στο προσφυγικό πρέπει να αναζητηθούν κοινές ευρωπαϊκές λύσεις.