Οι εκδόσεις Μικρή Αρκτος κυκλοφόρησαν τον περασμένο Απρίλιο τρεις ποιητικές συλλογές νέων, ποιητικά, ανθρώπων. Τρεις συλλογές διαφορετικές μεταξύ τους με μόνο ένα κοινό, την αγάπη των δημιουργών για την ποίηση. «Το Βήμα» μίλησε με τους κ.κ. Γιώργο Ανδρέου, Δημήτρη Πέτρου και Νίκο Χρυσικόπουλο για το εγχείρημά τους αυτό.
Ο απερίσκεπτος πλοηγός

Τη βαθιά αγάπη του για τον στίχο και την ποίηση ο συνθέτης Γ. Ανδρέου την αποτύπωσε ως σήμερα στα δεκάδες τραγούδια που υπέγραψε και ως στιχουργός. Ο «Απερίσκεπτος πλοηγός» αποτελεί την πρώτη ποιητική συλλογή του στην οποία έχει συγκεντρώσει 40 ποιήματα, συγκεντρωμένη ύλη πολλών ετών εργασίας. «Με απασχολούσε πάντα το θέμα της στιχουργικής, πάντα είχα αυτό το μεράκι. Το μεράκι της γραφής είναι κομμάτι της ύπαρξής μου» λέει στο «Βήμα» ο Γ. Ανδρέου.
Ο δαίμονας Χρόνος συνομιλεί στον Απερίσκεπτο Πλοηγό με όνειρα, εφιάλτες, βιώματα και ιστορίες, ξεγυμνώνοντας αυταπάτες, επανενδύοντας αφηγήσεις ή αποκαλύπτοντας εκ νέου χαμένους ορίζοντες προκειμένου να οδηγήσει το ταξίδι μιας ζωής στην πορεία της συνείδησής της, δηλαδή στη βαθύτερη κατανόησή της.
Ποιος είναι αυτός ο Απερίσκεπτος Πλοηγός; «Είναι αυτός που έφερε τον ελληνισμό στα χάλια που είναι σήμερα. Μπορεί κανείς να τον θεωρήσει σαν ένα μέντορα που οδηγεί έναν ολόκληρο πλήθος λίγο-λίγο για να παραδοθεί σε κάτι που είναι μη φιλοσοφημένο».
«Ο Απερίσκεπτος Πλοηγός είναι το βιβλίο μου, η δέλτος μου. Την έχω χωρίσει (αυθαίρετα, αθώα) σε τέσσερα μέρη. Σχεδόν 40 ποιήματα, μια ολόκληρη ζωή» τονίζει. Η πρώτη ενότητα αναφέρεται σε όλα όσα συμβαίνουν την τελευταία δεκαετία στη χώρα, η δεύτερη έχει να κάνει με προσωπικά πράγματα με την ευρεία έννοια ερωτικά, η τρίτη έχει σχέση με κάποιες έμμεσες αναφορές σε πρόσωπα με κάποια ιστορικότητα και η τέταρτη ενότητα πραγματεύεται την απώλεια. «Αυτό που συνειδητοποιεί κανείς φεύγοντας από τη νεότητα είναι η αίσθηση του περασμένου ή η ανάγκη συνομιλίας με τον θάνατο και την απώλεια» επισημαίνει.
Ως συνθέτης θεωρεί ότι «η ποίηση έχει τη δική της μουσική από μόνη της. Βέβαια υπάρχουν μερικές φορές όπου η συνύπαρξη γεννά ενδιαφέροντα πράγματα και στον ελληνικό μουσικό πολιτισμό έχουν υπάρξει τέτοια δείγματα από τους σημαντικούς μας συνθέτες». Ο ίδιος πάντως λέει: «Αγαπώ βαθιά την ποίηση. Είναι η ελευθερία του τρόπου της που με συναρπάζει, η σωτηρία που απλόχερα χαρίζει από τη βασανιστική κυριολεξία της γλώσσας. Η γλώσσα με την ποίηση λυτρώνεται. Μια λέξη δεν είναι πια ένα αντικείμενο, μια έννοια, ένας τύπος. Μια λέξη είναι Μια Λέξη».
Ο Γ. Ανδρέου σπούδασε μουσική στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Εγραψε μουσική για το θέατρο, τον κινηματογράφο και τραγούδια. Με τις ιδιότητες του συνθέτη, του στιχουργού, του ενορχηστρωτή, του μουσικού, του ηχολήπτη, του δισκογραφικού και συναυλιακού παραγωγού έχει συνεργαστεί και συμπράξει με το σύνολο σχεδόν των σημαντικών προσωπικοτήτων του ελληνικού τραγουδιού. Το 2011 κυκλοφόρησε και το πρώτο του μυθιστόρημα «Δαίμονας Ξένος» από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.
Ελπήνωρ

Ο «Ελπήνωρ» είναι η πρώτη ποιητική συλλογή τού μόλις 23 ετών νέου ποιητή Ν. Χρυσικόπουλου. «Διαβάζοντας την Οδύσσεια του Ομήρου μού προκάλεσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μικρή ιστορία του Ελπήνορα, ένιωσα πως κρυβόταν μια βαθύτερη και ενδιαφέρουσα ιστορία. Οπότε θέλησα να δημιουργήσω την ιστορία του με τον δικό μου τρόπο» εξηγεί στο «Βήμα» ο Ν. Χρυσικόπουλος. «Χρησιμοποίησα τα υλικά που μου δίνει ο Ομηρος και έτσι έφτιαξα την ιστορία που έβλεπα εγώ πίσω από το πρόσωπό του. Την ιστορία ενός μικρού ρομαντικού ήρωα».

Ο Ελπήνωρ εμφανίζεται σε δύο σκηνές στην «Οδύσσεια» ως ένας από τους συντρόφους του Οδυσσέα. Στην πρώτη σκηνή ο ιθακήσιος ηγεμόνας και οι σύντροφοί του ετοιμάζονται να αναχωρήσουν από την Αία, το νησί της Κίρκης. Το προηγούμενο βράδυ είχαν γλεντήσει και ο Ελπήνωρ έχει αποκοιμηθεί στη στέγη του παλατιού της βασίλισσας μάγισσας. Ο Ελπήνωρ ξυπνά από τον θόρυβο και, παραζαλισμένος από τη μέθη, γκρεμίζεται από το παλάτι και σκοτώνεται. Οι σύντροφοι αναχωρούν αφήνοντας άταφο τον νεκρό συνταξιδευτή τους.
Λίγο μετά, στη δεύτερη σκηνή, ο Οδυσσέας πηγαίνει στον Κάτω Κόσμο και συναντά πρώτη την ψυχή του μόλις σκοτωμένου Ελπήνορα. Ο Ελπήνωρ εκφράζει τη θλίψη του και παρακαλεί τον Οδυσσέα να τον θάψουν όταν γυρίσουν στην Αία. Ο Οδυσσέας τού το υπόσχεται και το τηρεί.
Ο αδικοχαμένος και σχεδόν απαρατήρητος πολεμιστής της «Οδύσσειας» γίνεται ο πρωταγωνιστής της πρώτης του ποιητικής συλλογής. «Είναι σαν ο Όμηρος να δίνει την επιφάνεια της ιστορίας του Ελπήνορα, και εγώ σαν να φτιάχνω την ουσία» λέει ο Ν. Χρυσικόπουλος, ο οποίος, σεβόμενος την αρχαία φύση του μύθου, πλάθει με τον δικό του πρωτότυπο τρόπο την ιστορία του Ελπήνορα σε έξι ποιήματα-επεισόδια.
Μέσα από μία ευρηματική σκηνοθεσία παρουσιάζεται η μικρή, αλλά γεμάτη νόημα, περιπέτεια του ήρωά του. Το ύφος του άμεσο, καθαρό και ειλικρινές, μας καλεί να νιώσουμε αυτό που νιώθει ο Ελπήνωρ, να αφουγκραστούμε τις ελπίδες και τον πόνο του, αλλά και να σκεφτούμε πάνω στην ιδιότυπη αλληλεπίδραση που μπορεί να υπάρξει μεταξύ της κωμικότητας και της τραγικότητας.
Παρά το νεαρό της ηλικίας του ο Ν. Χρυσικόπουλος αισθανόταν ιδιαίτερα έτοιμος για να εκφράσει αυτό που αισθανόταν έχοντας ήδη δουλέψει αρκετά με την ποίηση κατά τη διάρκεια των σπουδών του, «αλλά το συγκεκριμένο θέμα δεν με δυσκόλεψε, ταίριαξε με την ιδιοσυγκρασία μου».
Η ποίηση για εκείνον είναι σαν να αποτελεί τον καρπό της ζωής του. «Με λίγα λόγια τα βιώματά μου αποκτούν την ουσιαστική τους σημασία μέσα από την έκφραση στην ποίηση. Σαν να φτιάχνω από το εφήμερο της ζωής, κάτι το οποίο παραμένει και αποκτά τη δύναμη του διαχρονικά» εξηγεί. Στα άμεσα σχέδιά του είναι μια νέα συλλογή ποιημάτων στο επίκεντρο των οποίων θα έχει έναν μυθολογικό ήρωα.
Χωματουργικά

Τρία χρόνια μετά την «Α’ Παθολογική», με την οποία συστήθηκε στο κοινό, ο Δ. Πέτρου επιστρέφει με τα «Χωματουργικά». Μια συλλογή 25 ποιημάτων ή, καλύτερα, μια «ξενάγηση» στην υγρή μακεδονική γη, διά μέσου ποταμών και άλλων υδάτων, στις ακτογραμμές του Βορείου Αιγαίου. Οχι με το ανάλαφρο βάδισμα μιας περιήγησης αλλά με το διστακτικό βήμα της δυστοπίας. Σε έναν επίμονο εναγκαλισμό με τη φύση. Διότι το τοπίο δεν παρηγορεί. Δεν ενίσταται. Το τοπίο ξέρει μόνο να κυριεύει.
«Αν το πρώτο βιβλίο, η «Α’ Παθολογική», καταπιάνεται με οικεία πρόσωπα, την καταγωγή, το οικογενειακό περιβάλλον, το δεύτερο βιβλίο προσπαθεί να οριοθετήσει τον χώρο και τον τόπο αυτής της καταγωγής. Να αποτυπώσει τις εικόνες μιας γενέτειρας όπως αυτές εγγράφονται εντός του ποιητικού υποκειμένου. Χωρίς όμως διάθεση ωραιοποίησης ή νοσταλγίας» αλλά που όλο αυτό «να καταλήγει στην αποτύπωση ενός εσωτερικού τοπίου, σε πλήρη όμως αντιστοιχία με του εξωτερικού τοπίου» σχολιάζει στο «Βήμα» ο Δ. Πέτρου.
Αυτό το διάστημα των τριών ετών που μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο συλλογές αποδείχτηκε για τον ίδιο πως ήταν ένα δημιουργικό κενό. Τα «Χωματουργικά» αποτελούν συνέχεια της «Α’ Παθολογικής» αλλά ταυτόχρονα είναι και κάτι ξεχωριστό. «Δεν έγινε με σκοπό να είναι συνέχεια, στην ουσία προέκυψε. Βλέποντάς το και εγώ μετά την έκδοση διαπιστώνω ότι έχει σχέση με το προηγούμενο, κυρίως ότι μπορεί να ψηλαφίσει τον χώρο πέρα από το κοντινό περιβάλλον» εξηγεί ο Δ. Πέτρου.
Για τον ίδιο η ποίηση είναι πολλά πράγματα και τίποτα μαζί. «Δεν έχω δώσει απάντηση για το τι είναι η ποίηση. Αλλες φορές είναι διαφυγή και άλλες φορές είναι ανάγκη να δημιουργηθεί κάτι από το μηδέν» καταλήγει.

HeliosPlus