Έχοντας πλέον την πρωτοκαθεδρία στους Ρεπουμπλικανούς για το χρίσμα στις προεδρικές εκλογές, ο Ντόναλντ Τραμπ προσπάθησε να παρουσιάσει το πώς φαντάζεται τις ΗΠΑ στο διεθνές σκηνικό -το κύριο σημείο ενδιάφεροντος της υπόλοιπης υφηλίου, που κοιτάζει τη μάχη για το Λευκό Οίκο και απελπίζεται βλέποντας τον μεγιστάνα να προχωρά ακάθεκτος.

Η αποτίμηση τόσο στην Ουάσινγκτον όσο και στην ανατολή όχθη του Ατλαντικού: Ας μείνει ο Τραμπ στις μπίζνες ή τα ριάλιτι.

Το βράδυ της Τετάρτης, έχοντας πλησιάσει μετά τη νέα του πενταπλή νίκη την επικράτηση στους Ρεπουμπλικανούς, ο Τραμπ παρουσίασε το όραμά του για την αμερικανική εξωτερική πολιτική με το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική». Ήταν η μέχρι τώρα μοναδική προσπάθεια συνολικής παρουσίασης των θέσεών του για την εξωτερική πολιτική, θέσεις που μέχρι πρότινος εξέφραζε σκόρπιες σε συνεντεύξεις, ομιλίες ή τηλεμαχίες.

Ο Τραμπ παρέλειψε να αναφερθεί σε θέσεις όπως το «μπλόκο» σε μουσουλμάνους ή στην επιβολή μέτρων στο Μεξικό ώστε να πληρώσει εκείνο μέρους του κόστους για τον φράχτη που θα ήθελε να υψώσει στα σύνορα. Έτι περαιτέρω, για πρώτη φορά διάβασε (και έχει κι αυτό τη σημασία του) μία έτοιμη ομιλία από το ότοκιου, η οποία είχε γραφτεί με τη βοήθεια του επιτελείου του. Ίσως για αυτό να ήταν και ήταν μία από τις ελάχιστες φορές που η ομιλία του περιείχε νοηματικές ενότητες.

Συνοπτικά ωστόσο, αυτό που παρουσίασε ο Τραμπ ήταν ένα θολό και, παρ’ όλα αυτά, σε πολλά σημεία αντιφατικό μείγμα θέσεων που αν αθροιστούν θα ήταν ουσιαστικά αδύνατο να σχηματίσουν συνεκτική εξωτερική πολιτική.

Ίσως το βασικότερο πρόβλημα της λογικής του, από το οποίο ξεκινούν και οι περισσότερες αντιφάσεις, είναι το μείγμα απομονωτισμού και διεθνούς ισχύος που προέβαλε ο Τραμπ: Πιο ενδεικτικά από όλα, αυτό φαίνεται με το ότι διάλεξε τη φράση «Πρώτα η Αμερική», η οποία είναι ευθεία αναφορά στο κίνημα πριν το Β’ΠΠ που είχε εκφράσει ο Λίντμπεργκ για μη εμπλοκή στον δεύτερο Παγκόσμιο -και η οποία αν είχε επικρατήσει, δεν θα είχε έρθει ποτέ η νίκη την οποία ο ίδιος ο Τραμπ επικαλέστηκε στην ομιλία του ως παράδειγμα του «χαμένου μεγαλείου» των ΗΠΑ (το οποίο φυσικά ο ίδιος προσφέρεται να αποκαταστήσει).

Οι πιο ορατές αντιφάσεις που εξέφρασε ο Τραμπ στην ομιλία του: Κατηγόρησε τον Ομπάμα πως οι σύμμαχοι έχουν εγκαταλειφθεί και έχει πληγεί η εμπιστοσύνη απέναντι στις ΗΠΑ, αλλά επανέλαβε τη θέση ακόμη και για αποχώρηση από το ΝΑΤΟ. Διαβεβαίωσε πως οι σύμμαχοι μπορούν να βασίζονται στις ΗΠΑ, αλλά υπογράμμισε ότι οι ΗΠΑ πρέπει να μείνουν «απρόβλεπτες» στην εξωτερική τους πολιτικη.

Κατηγόρησε την Κίνα πως, χάρη στην «καταστροφική εμπορική πολιτική των ΗΠΑ», έχει αποδυναμώσει την αμερικανική οικονομία (μένοντας στη γραμμή για επιβολή περιορισμών στις οικονομικές σχέσεις) αλλά την ίδια ώρα είπε πως θα αξιοποιηθεί ο «τεράστιος οικονομικός μοχλός» στις σχέσεις με την Κίνα ώστε το Πεκίνο να συνεργαστεί για περιορισμό της Βορείου Κορέας.

Απέρριψε την τακτική του λεγόμενου nation building, αλλά την ίδια στιγμή υποσχέθηκε πως με τον ίδιο θα επικρατήσει μεγαλύτερη σταθερότητα διεθνώς -δεν έκανε τον κόπο να εξηγήσει πώς χωρίς το ένα θα καταφέρει το άλλο. Κάλεσε σε μεγαλύτερη συνεργασία με τις μουσουλμανικές χώρες για αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, την ώρα που δαιμονοποιεί εν γένει τους μουσουλμάνους. Υποσχέθηκε ισχυρότερα μέσα για τις ένοπλες δυνάμεις και κινήσεις ενίσχυσης στους βετεράνους, και πάλι χωρίς να εξηγεί πώς θα το έκανε αυτό ενώ παράλληλα μειώνει (όπως έχει εξαγγείλει) τις κρατικές δαπάνες.

Kαι όλα αυτά διανθισμένα με ισχυρισμούς που δεν στέκουν (όπως το ότι το Ιράν έχει κιόλας αρχίσει να αθετεί τις δεσμεύσεις του από την συμφωνία για το πυρηνικό του πρόγραμμα) και βαρύγδουπες αλλά αόριστες φράσεις όπως «είμαι ο μοναδικός, πιστέψτε με, ο μοναδικός που ξέρει πώς να φτιάξει το πρόβλημα», «χρειαζόμαστε μία νέα εξωτερική πολιτική» ή το χαρακτηριστικότερο όλων: «Έχω ένα απλό μήνυμα για την ISIS: Οι μέρες τους είναι μετρημένες. Δεν θα τους πω πού και δεν θα τους πω πώς, πρέπει να είμαστε απρόβλεπτοι».

Η αξιολόγηση είτε από αμερικανούς αξιωματούχους που έχουν περάσει από τα γραφεία χάραξης εξωτερικής πολιτικής είτε από διεθνολόγους που γράφουν σε εφημερίδες σε ΗΠΑ και Ευρώπη.

Η Μαντλίν Όλμπραϊτ σχολίασε ότι «δεν έχω ακούσει ποτέ σε μία και μοναδική ομιλία τέτοιο συνδυασμό αντιφάσεων, απλοποιήσεων και λανθασμένων αναφορών». Από τους Ρεπουμπλικανούς, ο Λίντσεϊ Γκράχαμ εξέφρασε πολλούς στο κόμμα του ότι ο Ρίγκαν, τον οποίον επικαλέστηκε ο Τραμπ στην ομιλία του, «θα στριφογύριζε στον τάφο του αν άκουγε».

Οι New York Times ξεκινούν, μάλλον ευγενικά, στο κεντρικό τους άρθρο λέγοντας ότι η ομιλία του Τραμπ «δεν έδειξε μεγάλη αντίληψη της περιπλοκότητας του σημερινού κόσμου, κατανοήση των ισορροπιών, ή ούτε καν προσεκτική ανάγνωση της ιστορίας», για να καταλήξουν -μετά την επισήμανση πως «η μονομερής προσέγγιση κάνει καλή τηλεόραση, αλλά εδώ μιλάμε για τον πραγματικό κόσμο»- πως η ομιλία του Τραμπ είναι «ασυγχώρητη» για κάποιον που θέλει να γίνει πρόεδρος.

Η Washington Post, ξεκινά βάζοντας τίτλο πως ο Τραμπ έδωσε «ελάχιστες λεπτομέρειες» για το ποια θα είναι πραγματικά η εξωτερική του πολιτική και καταλήγει με την καθόλου επιεική ανάγνωση ενός από τους αρθρογράφου της: Στην ομιλία φάνηκε, γράφει, πως ακόμη και το πώς προέφερε ο Τραμπ την «Τανζανία» δείχνει πως δεν έχει μεγάλη σχέση με το αντικείμενο και πως οι φράσεις του ήταν τόσο ξένες για τον ίδιο που φαινόταν ότι τις έχουν γράψει άλλοι. «Η ομιλία ήταν σε επίπεδο κατανόησης δευτέρας Γυμνασίου, κάπου πέντε χρόνια παραπάνω από το συνηθισμένο για τον Τραμπ» γράφει χαρακτηριστικά.

Δεν διαφέρει σημαντικά η αποτιμήση και στην ευρωπαϊκή πλευρά. Ο βρετανικός Guardian ξεσκαρτάρει τις «δέκα μεγαλύτερες ασυνέπειες» στην ομιλία του Τραμπ. Η γερμανική Sueddeutsche Zeitung καταλήγει πως «το ότι για πρώτη φορά ομιλία του Τραμπ είχε δομή δεν σημαίνει πως έβγαζε και νόημα ή ότι έπειθε», λέγοντας πως ο υποψήφιος έδειξε «πόσο αντικρουόμενες είναι οι θέσεις του». Η γαλλική Liberation βάζει τίτλο «Πρώτα η Αμερική, οι ιδέες αργότερα», η οποία επίσης παλεύει να δει πίσω από τις αναφορές του Τραμπ ένα συνεκτικό σύνολο ιδεών.