Σε μια απότομη επιβράδυνση των επενδύσεων αλλά και σε μια βαθιά υποτίμηση θα μπορούσε να οδηγήσει την Κίνα ο συνδυασμός της μη βιώσιμης αύξησης εταιρικού χρέους με την εξάρτηση της ζήτησης από υψηλά ποσοστά επενδύσεων, αναφέρει ο οικονομικός συντάκτης των Financial Times, Μάρτιν Γουλφ.
Δύο θα ήταν οι επιλογές της κινεζικής κυβέρνησης: μια τεράστια αύξηση στα δημοσιονομικά ελλείμματα – όπως στις δυτικές χρηματοπιστωτικές κρίσεις – και μια πιο επιθετική νομισματική πολιτική. Αλλά και μια πιο αδύναμη συναλλαγματική ισοτιμία θα ήταν καλοδεχούμενη ως ένα μέτρο για την αντιστάθμιση των εγχώριων αποπληθωριστικών πιέσεων.
Στο Κινεζικό Φόρουμ για την Ανάπτυξη που διοργανώθηκε στο Πεκίνο αυτόν τον μήνα, ο διοικητής της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας, Ζου Ξιάοτσουάν, υποστήριξε πως είναι εύλογο να μειωθούν τα συναλλαγματικά αποθέματα που έχουν συσσωρευτεί. Αλλά πρέπει να υπάρξει κάποιο όριο σε αυτό. Οι έλεγχοι των εκροών κεφαλαίου μπορούν επίσης να γίνουν πιο αυστηροί, αν και αυτό θα πήγαινε ενάντια στα σχέδια της Κίνας για άνοιγμα του λογαριασμού κεφαλαίου, αναφερει ο Γουλφ.
Ενώ η κινεζική οικονομία αποδυναμώνεται, η νομισματική και πιστωτική πολιτική χαλαρώνουν και η συναλλαγματική ισοτιμία υποχωρεί, δεν έχει φανεί ακόμα στον ορίζοντα μια τέτοια κρίση. Η προπληρωμή δανείων σε ξένο νόμισμα και η αναστροφή του «αρμπιτράζ επιτοκίων» που πυροδοτήθηκαν εν μέρει από προβλέψεις για μεγαλύτερο κίνδυνο υποτίμησης του γουάν, φαίνεται πως βρίσκονται πίσω από τις εκροές κεφαλαίων. Και πάλι αν και αποδυναμώνεται, η ανάπτυξη της ζήτησης δεν έχει καταρρεύσει, σύμφωνα με την άποψη του οικονομιού συντάκτη των FT.
Η παγκόσμια οικονομία δεν είναι σε θέση να απορροφήσει ένα ακόμα μεγάλο αποπληθωριστικό σοκ. Η πιθανότητα ενός τέτοιου σοκ από την Κίνα τα επόμενα χρόνια είναι υπαρκτή. Αλλά αναδύεται και ένα πιο μακροπρόθεσμο ζήτημα: πως θα ενσωματωθεί η Κίνα στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα.
Προς το παρόν, οι έλεγχοι στις εκροές παραμένουν σφιχτοί. Αλλά αναλογιστείτε τα παρακάτω μεγέθη: Οι ακαθάριστες ετήσιες αποταμιεύσεις της Κίνας ανέρχονταν σε περίπου 5,2 τρισ. δολάρια το 2015, έναντι 3,4 τρισ. δολαρίων στις ΗΠΑ. Το στοκ του «ευρέος χρήματος» (broad money), της πιο ευρείας μέτρησης της προσφοράς χρήματος, βρισκόταν στα 15,3 τρισ. δολάρια στο τέλος της περασμένης χρονιάς. Και το συνολικό στοκ της πίστωσης στην οικονομία ήταν περίπου 30 τρισ. δολάρια.
Η Κίνα είναι η υπερδύναμη της αποταμίευσης. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι αν αρθούν οι έλεγχοι θα ακολουθήσουν τεράστιες εκροές, λόγω της φυγής κεφαλαίου και της διαφοροποίησης χαρτοφυλακίων. Απέναντι σε τόσο μεγάλες δυνητικές εκροές, τα συναλλαγματικά αποθέματα των 3,2 τρισ. δολαρίων θα εξαντληθούν γρήγορα. Αν και θα υπάρξει ζήτηση από ξένα χαρτοφυλάκια για κινεζικά στοιχεία ενεργητικού, οι αλλαγές στις εγχώριες πολιτικές και στους θεσμούς που απαιτούνται για να το κάνουν αυτό μια πραγματικότητα θα είναι εξαιρετικά απαιτητικές.
Είναι πιθανό λοιπόν ο αντίκτυπος από την απελευθέρωση του λογαριασμού κεφαλαίου να είναι μια μεγάλη καθαρή εκροή κεφαλαίων από την Κίνα, μια πιο αδύναμη συναλλαγματική ισοτιμία και ένα μεγαλύτερο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Οι αδύναμες επενδύσεις θα ενισχύσουν το αποτέλεσμα αυτό. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι μια τέτοια μετατόπιση μπορεί να είναι διαχειρίσιμη. Μπορεί να φανταστεί κανείς τις πιθανές επιπτώσεις στις αγορές στοιχείων ενεργητικού, στις συναλλαγματικές ισοτιμίες και στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών στην υπόλοιπη παγκόσμια οικονομία.
Αυτήν την στιγμή τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από την συνεργατική διαχείριση των άμεσων πιέσεων στην κινεζική οικονομία και τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις της χρηματοοικονομικής ολοκλήρωσης της Κίνας, επισημαίνει ο Martin Wolf.
Αν οτιδήποτε από αυτά τα δύο δεν αντιμετωπιστεί με τον κατάλληλο τρόπο, μπορεί να ασκήσει τεράστιο βάρος στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Η παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να δυσκολεύεται να διαχειριστεί τον απόηχο των δυτικών χρηματοοικονομικών κρίσεων.