«Ετσι συμβαίνει πάντα. Γκρεμίζουμε το παλιό γιατί δεν είναι πια της μόδας, για να φτιάξουμε το νέο. Ετσι κατεδάφισαν και την όψη του καθεδρικού για χάρη της καινούργιας, που όμως υλοποιήθηκε έπειτα από αιώνες». Η παραπάνω δήλωση του φλωρεντινού αρχιτέκτονα (τον συναντήσαμε ένα ζεστό απόγευμα του Δεκεμβρίου στο γραφείο του) δεν προέρχεται από έναν παραδοσιόπληκτο παρελθοντολόγο, αλλά από έναν από τους πιο αντιπροσωπευτικούς εκπροσώπους της διεθνούς αρχιτεκτονικής πρωτοπορίας της δεκαετίας του 1960: επρόκειτο για την ομάδα Superstudio, που θα εξέφραζε τις πιο ριζοσπαστικές ιδέες μιας τεχνομορφικής μητροπολιτικής ουτοπίας, σε μια εποχή ανατροπών και καθολικής αμφισβήτησης των αξιών της μοντέρνας κουλτούρας του 20ού αιώνα.
Ο πιο γοητευτικός χώρος


Εχοντας δουλέψει κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη, ο Natalini, μετά την επέκταση του μουσείου Ουφίτσι, ασχολήθηκε τα τελευταία χρόνια στη Φλωρεντία με τον επανασχεδιασμό του μουσείου του καθεδρικού της πόλης. Τα μουσεία αυτά αποτελούν πολύ μεταγενέστερη εξέλιξη φορέων με ειδικό σκοπό, την κατασκευή δηλαδή και στη συνέχεια τη συντήρηση έργων με δημόσιο χαρακτήρα (η δημιουργία του φορέα κατασκευής του καθεδρικού της Φλωρεντίας ταυτίζεται με τη θεμελίωση του ναού, το 1296). Το μουσείο του καθεδρικού, ένα από τα αρχαιότερα του είδους στην Ιταλία, ιδρύθηκε το 1881 απέναντι από τη μεγάλη αυτή εκκλησία, εκεί όπου ήδη το 1432 ο Φιλίπο Μπρουνελέσκι είχε χρησιμοποιήσει ένα παλιό αγροτόσπιτο ως εργαστήριο και αποθήκη των εργαλείων και υλικών κατασκευής του περίφημου τρούλου που τότε ολοκλήρωνε. Ετσι το σημερινό μουσείο λειτουργεί και παρουσιάζει τη γλυπτική επίπλωση και τα άλλα εξαρτήματα του καθεδρικού, του βαπτιστηρίου και του καμπαναριού στον ίδιο ακριβώς τόπο όπου τα έργα φιλοτεχνήθηκαν πριν από αιώνες! Πρόκειται για ένα είδος μουσείου της ιστορίας της πόλης και του θρησκευτικού αισθήματος της τοπικής κοινότητας, μιας και αφηγείται την ιστορία του πιο διάσημου ζώντος μνημείου της οικονομικής και πολιτιστικής πρωτεύουσας της ιταλικής Αναγέννησης.
Το νέο μουσείο του καθεδρικού της Φλωρεντίας, που εγκαινιάστηκε στις 29 Οκτωβρίου 2015 έπειτα από 15 χρόνια προετοιμασίας, είναι ίσως ο πιο γοητευτικός και ελκυστικός εκθεσιακός χώρος των τελευταίων ετών στην Ευρώπη. Με τον υπερδιπλασιασμό της προηγούμενης έκτασής του, που υπερβαίνει τώρα τα 6.000 τ.μ., δεν θυμίζει σε τίποτα τα πανταχόθεν ελεύθερα υπερτεχνολογικά κελύφη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής που επιδιώκουν τον εντυπωσιασμό, καθώς εντάσσεται στο συνεχές οικοδομικό σύστημα της ιστορικής πόλης και αποτελεί οργανικό μέρος της. Το περιεχόμενό του προέκυψε από τις συνεχείς αλλαγές στο εσωτερικό και στο εξωτερικό του καθεδρικού και των άλλων συνοδευόντων μνημείων, για λόγους «ανανέωσης» και εναρμόνισης με τις νέες τάσεις του γούστου και τις νεότερες αισθητικές αντιλήψεις. Η παλαιότερη γλυπτική και άλλη επίπλωση μεταφερόταν έτσι στον χώρο του μετέπειτα μουσείου, ενώ στη σημερινή εποχή (όπου φυσικά δεν επιχειρούνται δομικές παρεμβάσεις ή αλλαγές) τα αυθεντικά γλυπτά και άλλα μέλη μετοικίζουν στο μουσείο για λόγους προστασίας.
Ενας μοναδικός διάλογος


Στο νέο μουσείο η παρουσίαση των συνολικά 750 εκθεμάτων δεν οργανώνεται με χρονολογική σειρά και στόχο την ανάδειξη της καλλιτεχνικής αξίας των μεμονωμένων αντικειμένων, αλλά ταχτοποιείται σε «θεματικά περιβάλλοντα» και «εκθεσιακούς πυρήνες» που αφενός υπογραμμίζουν τη θρησκευτική και λειτουργική σημασία τους, αφετέρου εξασφαλίζουν τον μεταξύ τους διάλογο ώστε να γίνεται πιο άμεση η συνολική λατρευτική και αισθητική εμπειρία. Αλλωστε αυτά τα έργα δεν έχουν αυτόνομη καλλιτεχνική αξία αλλά νοηματοδοτούνται μέσα από την κατανόηση των αφηγηματικών προθέσεων που ο παραγγελιοδότης (η τοπική δηλαδή θρησκευτική εξουσία) κοινοποιούσε στους καλλιτέχνες. Με βάση τη μουσειολογική μελέτη του αμερικανού κληρικού Timothy Verdon, ιστορικού της τέχνης και διευθυντή του μουσείου, οι αρχιτέκτονες Natalini, Guicciardini και Magni δημιούργησαν χώρους φιλόξενους και οικείους, κάνοντας τον επισκέπτη να ξεχνά σχεδόν ότι βρίσκεται σε μουσείο και να συμμετέχει σε ένα ταξίδι στην Ιστορία γεμάτο συγκίνηση.
Ο κεντρικός χώρος, νέα επέκταση του μουσείου, αποτελείται τώρα από μια μεγάλη αίθουσα όπου οι αρχιτέκτονες τοποθετούν μια πρωτοφανή κατασκευή από πολυεστερική ρητίνη (την ίδια που χρησιμοποιείται για τα θαλάσσια σκάφη) η οποία ανακαλεί την ελάχιστα γνωστή υστερομεσαιωνική πρώτη όψη του καθεδρικού, αυτήν που σχεδίασε ο Arnolfo di Cambio στις αρχές του 14ου αιώνα και που κατεδαφίστηκε το 1587 γιατί ήταν παλιά, «γοτθική» και «ανατολίτικου γούστου». Με βάση σχέδια της εποχής και άλλους συγκριτικούς υπολογισμούς, έγινε δυνατή η αναπαραγωγή της χαμένης στον χρόνο όψης σε κλίμακα 1:1 και η τοποθέτηση σε αυτήν των πρωτότυπων αγαλμάτων που από τότε διασώθηκαν (η σημερινή εκλεκτικιστική όψη του ναού προέκυψε έπειτα από τρεις αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και ολοκληρώθηκε μόλις το 1887). Απέναντι σε αυτή την κατασκευή, τη μεγαλύτερη του είδους διεθνώς, τοποθετούνται οι περίφημες θύρες του βαπτιστηρίου του Lorenzo Ghiberti, ενώ στα ανώτερα επίπεδα φιλοξενούνται τα γλυπτά του καμπαναριού του Giotto και οι προτάσεις για τη νέα όψη του καθεδρικού του τέλους του 16ου αιώνα. Ενας διαφραγματικός τοίχος-πλέγμα, διαχρονικά μοντέρνος (ή κλασικός;) δημιουργεί ένα φίλτρο διάτρητο και οπτικά διαπερατό σε όλο το ύψος, μετατρέποντας την ανακατασκευασμένη όψη του καθεδρικού σε θεατρική σχεδόν κουίντα πάνω στην οποία προβάλλονται διαφορετικές φάσεις στον χρόνο των άλλων μνημείων του συγκροτήματος: μια «θεατρική» αντίληψη που αφενός ανακαλεί την ιστορική λειτουργία του χώρου (εδώ πράγματι υπήρχε, σε όλο τον 19ο αιώνα, ένα αυλικό θέατρο με αντίστοιχα θεωρεία), αφετέρου δημιουργεί συνθήκες μιας συγχρονικής πρόσληψης του μνημείου και της αναπαράστασής του, ανάλογης κατά κάποιον τρόπο στις προθέσεις με εκείνη του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης και της σχέσης του με το αυθεντικό μνημείο.
Μνήμη και παράδοση


Είναι χαρακτηριστική στο μουσείο αυτό η επιδίωξη μιας απόλυτης και αποκλειστικής σχέσης μεταξύ τέχνης και αρχιτεκτονικής, η αρμονική συμβίωση ανάμεσα στα αντικείμενα και στην εκθεσιακή υποστήριξή τους, κάτι που αποτελεί καθαρά ιταλική παράδοση, ξεκινώντας από τα πρώτα μεταπολεμικά μουσεία του Albini, του Rogers, του Scarpa. Αυτή η σχεδιαστική προσέγγιση χαρακτηρίζει όλα ανεξαιρέτως τα εκθέματα και τους χώρους του μουσείου, ιδιαιτέρως την εξαίσια ανάδειξη της Pietà που ο Μιχαήλ Αγγελος είχε φιλοτεχνήσει για τον τάφο του στη Ρώμη.
Στο νέο μουσείο της Φλωρεντίας έχουμε να κάνουμε με αρχιτεκτονικούς χειρισμούς αδιαπραγμάτευτα σύγχρονους, οι οποίοι απαλλαγμένοι καθώς είναι από οποιαδήποτε υπερτεχνολογική ρητορική ή νεομοντερνιστική επίφαση ή απλώς προσωποποιημένη μόδα, νοηματοδοτούν ουσιαστικά τη σχέση με τη μνήμη και τη συνέχεια της παράδοσης. Ο Natalini μας καλεί «να ξεχάσουμε το μοντέρνο» και να προσεγγίσουμε την αρχιτεκτονική με σεμνότητα, κατανοώντας τις έννοιες του μέτρου, των αναλογιών και της ιεραρχίας, και εγκαταλείποντας τη φιλοδοξία της αυτοπροβολής μέσω του καταναγκασμού της διαφορετικότητας.
Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ