O τούρκος πρόεδρος δεν ήθελε το κόμμα του να μοιραστεί την εξουσία, έβαλε στοίχημα και πόνταρε στην πόλωση για να πάρει τη ρεβάνς: Η επικράτηση του ΑΚΡ στις δεύτερες κάλπες για την Εθνοσυνέλευση είναι προσωπικός θρίαμβος για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον οποίο όμως γεύεται με το βαρύτατο τίμημα της πόλωσης και του διχασμού που πλέον μοιάζει αδύνατο να γεφυρωθεί. Όλοι κοιτάζουν στο Κουρδικό, που επηρεάζει -και- την στάση της Άγκυρας στη συριακή κρίση, όμως ελάχιστοι πείθονται από την επαγγελία «σταθερότητας».

Κανονικά, οι κοινοβουλευτικές κάλπες δεν θα έπρεπε να αφορούν τον πρόεδρο: Ο Ερντογάν θα έπρεπε να παρακολουθεί, από την θεσμική ηρεμία του στο νέο «προεδρικό παλάτι» του, τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας να συναγωνίζονται για να εκφράσουν τις διαφορετικές τάσεις στην τουρκική κοινωνία για να σχηματίσουν πολιτική.

Αυτό δεν ήταν όμως ποτέ το διακύβευμα. Στην πρώτη κάλπη, του Ιουνίου, ο Ερντογάν ήθελε το κόμμα του, το ΑΚΡ, να πάρει την ενισχυμένη πλειοψηφία που θα επέτρεπε αλλαγή του Συντάγματος σε προεδροκεντρικό σύστημα -δηλαδή, θα έκανε τον ίδιο απόλυτο κυρίαρχο. Το όνειρο αυτό πέθανε με το μετεκλογικό αδιέξοδο, και τα κόμματα ξεκίνησαν μία εξαρχής καταδικασμένη αναζήτηση «συνεννόησης».

Ο Ερντογάν κατηγορήθηκε ότι καθοδήγησε έτσι τις διαδικασίες ώστε να μην υπάρξει συγκυβέρνηση και να στηθούν νέες κάλπες που θα… διόρθωναν το αποτέλεσμα -δηλαδή, θα έδιναν αυτοδυναμία στο ΑΚΡ. Τα ξένα ΜΜΕ το είχαν δει ως μία «πρακτική» στρατηγική «ψηφίζουμε, μέχρι να βγει το σωστό αποτέλεσμα» (κάποιοι δεν μπορούσαν να αποκλείσουν ακόμη και τρίτη προσφυγή στις κάλπες).

Όπλο, η πόλωση

Για να κερδίσει το στοίχημα αυτό, η Άγκυρα επένδυσε όσο μπορούσε στην ένταση. Κεντρικό μέτωπο ήταν το Κουρδικό: Η χρόνια πρόκληση επέστρεψε σε ανοικτή σύγκρουση, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις εντάθηκαν, οι νοτιοανατολικές επαρχίες έμοιαζαν ανά περιόδους με ημι-εμπόλεμη ζώνη και οι επιδρομές πέραν της μεθορίου στρέφονταν λιγότερο εναντίον της ISIS και περισσότερο εναντίον των κουρδικών ενόπλων ομάδων.

Στο εσωτερικό, αυτό συμπληρώθηκε με όσο το δυνατόν εντονότερη έμφαση στις διαχωριστικές γραμμές που χωρίζουν τον Ερντογάν και τη βάση των συντηρητικών υποστηρικτών του από τους «άλλους»: Την παλιά κοσμική ελίτ, τους Κούρδους με «φυγόκεντρες τάσεις», το σκοτεινό «σύστημα» του Γκιουλέν που τον δίωκε, τα «όργανά» των εχθρών του που τον κυνηγούσαν (τα εχθρικά ΜΜΕ ήταν στην πρώτη γραμμή), ακόμη και τους μη σουνιτικούς πληθυσμούς.

Πάνω σε αυτό, και κυρίως στην εικόνα έκτακτης ανάγκης που είχε κυριαρχήσει στο πεντάμηνο που μεσολάβησε, δομήθηκε η απλή στρατηγική του Ερντογάν για επιστροφή. Ο Ερντογάν και το ΑΚΡ «του» εγγυόνταν την σταθερότητα -«εμείς ή χάος» ήταν το νόημα, ένα χάος που είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο πραγματικό.

Κάθε πλευρά αυτής της κατάστασης συνόψιζε με αιματηρό τρόπο το μακελειό στην Άγκυρα. Ήταν το χάος που ήρθε, με τη μορφή της χειρότερης τρομοκρατικής επίθεσης στη χώρα και μάλιστα στο κέντρο της «ασφαλούς» πρωτεύουσας, ήταν το «τζιχαντιστικό άρωμα» από τη γειτονική συριακή άβυσσο, αλλά ήταν πρώτα από όλα το χάσμα που χώριζε όσους υποστηρίζουν τον Ερντογάν και όλους τους υπόλοιπους.

Ουλές που δεν θα σβήσουν

Η συγκυρία εκείνη, αντί να δημιουργήσει (ή να «εκβιάσει») σύμπνοια, αντιθέτως έδειξε ότι οι Τούρκοι είναι μοιρασμένοι στο πώς αντιλαμβάνονται τα πράγματα: Οι μεν υποστηρικτές του ΑΚΡ συμμερίζονταν το θολό σενάριο περί «μείγματος» δραστών, οι δε αντιτιθέμενοι -με πρώτους, αλλά όχι αποκλειστικά, τους υποστηρικτές του φιλοκουρδικού HDP- έριξαν την ευθύνη της «ένοχης αδράνειας» στις κρατικές Αρχές. Ήταν το συμβολικό αποκορύφωμα που δείχνει τις δύο πλευρές να γαλβανίζονται ενώ έχει δημιουργηθεί ένα ισχυρότερο κύμα που είναι ακόμη πιο σκληρό στο κουρδικό ζήτημα.

Το εξωτερικό, και κυρίως τα δυτικά, είναι παράλληλα όλο και πιο εχθρικό απέναντι στον Ερντογάν. Οι ημέρες εκείνες που η ισλαμοσυντηρητική κυβέρνησή του είχε «προοπτικές εκσυγχρονισμού» είναι πια πολύ μακρινό παρελθόν (και το οποίο είχε τελειώσει αρκετά πριν το θερμό καλοκαίρι του 2013).

Σε όλο και περισσότερους στην Ευρώπη, ο τούρκος πρόεδρος φαίνεται πλέον ένα ηγέτης που κυβερνά όλο και πιο αυταρχικά, συγκεντρώνει πάνω του το κράτος και στρέφεται εναντίον των αντίθετων φωνών. Από τις δεύτερες εκλογές, ορισμένοι ήλπιζαν πως εάν το ΑΚΡ δεν είχε αυτοδυναμία, ένας δύσκολος συνασπισμός με το CHP θα έβαζε «χαλινάρι» -συνθήκη που δεν έφερε η Κυριακή.

Στο σκηνικό πόλωσης όμως που έχει δημιουργηθεί, η διακυβέρνηση για τον Ερντογάν θα είναι μεγαλύτερη πρόκληση ακόμη κι από την «σχεδόν ολική» επαναφορά που πέτυχε το ΑΚΡ (έστω κι αν δεν έχει την ενισχυμένη πλειοψηφία για συνταγματικές αλλαγές). Μακράν το δυσκολότερο και πιο εμπρηστικό είναι το μέτωπο του Κουρδικού, όπου η εδώ και δύο χρόνια νεκρή προσέγγιση φαίνεται οριστικά θαμμένη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το ρόλο των ενόπλων εντός και εκτός Τουρκίας.

Με την έκβαση της κάλπης, όσοι πίστευαν πως οι συγκρούσεις στους δρόμους το καλοκαίρι του 2013 και η αδυναμία του ΑΚΡ στις εκλογές του Ιουνίου ήταν το ξεκίνημα της αποδυνάμωσης του Ερντογάν -και βολικά παρέβλεπαν την ενδιάμεση εκλογή του στην προεδρία- είδαν αυτήν την υποτιθέμενη «τροχιά» να σπάει με το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής. Την επανεκλογή του ΑΚΡ θα ακολουθήσει μία διακυβέρνηση στην οποία ο τούρκος πρόεδρος θα διαστείλει όσο μπορεί τα συνταγματικά του όρια στην άσκηση εξουσίας.