Οι προκλήσεις του νέου τοπίου των ΜΜΕ για τους χρήστες και τους παραγωγούς της πληροφορίας, ο διαρκής (και άνισος;) ανταγωνισμός μεταξύ νέων και παραδοσιακών μέσων, η νεφελώδης σχέση και η επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στα πρόσφατα κινήματα της βορείου Αφρικής και της ανατολικής Ευρώπης και η επιβεβαίωση του ανοιχτού πολέμου μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ, με θέμα την δράση της Google στο εμπορικό πεδίο αλλά και στον τομέα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων: αυτά ήταν μερικά μόνο από τα θέματα που εξετάστηκαν, αναλύθηκαν και αποτέλεσαν πεδίο εποικοδομητικών αντιπαραθέσεων στο τριήμερο Global Media Forum, που διοργάνωσε στις αρχές Ιουλίου η Deutsche Welle στη Βόννη.

Στο συνέδριο συμμετείχαν εκατοντάδες εκπρόσωποι ΜΜΕ από ολόκληρο τον κόσμο, ενώ την σημασία που αποδίδει η γερμανική κυβέρνηση στα προς συζήτηση θέματα υπογράμμισαν με την παρουσία και τις παρεμβάσεις τους, οι ομοσποδιακοί υπουργοί Εξωτερικών, δρ. Φρανκ Βάλτερ Στάινμάγερ και Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, δρ. Γκερντ Μίλερ.
«Το όραμά μας δεν μπορεί να είναι ο άνθρωπος που χειραγωγείται από την Google», ήταν μία από τις χαρακτηριστικές φράσεις του δρ. Μίλερ κατά τη διάρκεια της σύντομης παρέμβασής του στο συνέδριο, οι εργασίες του οποίου, κατά απολύτως συμβολικό τρόπο πραγματοποιήθηκαν στην αίθουσα της ολομέλειας του παλαιού ομοσπονδιακού κοινοβουλίου στην Βόννη.
«Η εξεύρεση απάντησης στο δίλημμα μεταξύ ελευθερίας της πληροφορίας και παραβίασης των προσωπικών δεδομένων, εξαρτάται από την ετοιμότητά μας να ερευνήσουμε κάτω από την επιφάνεια των σκανδάλων», σημείωσε σε ανάλογο πνεύμα ο δρ. Στάινμαγερ, λίγες ημέρες πριν την κλιμάκωση της διπλωματικής έντασης μεταξύ Βερολίνου και Ουάσιγκτον, και την απέλαση του σταθμάρχη της CIA στην γερμανική πρωτεύουσα.
Στο ίδιο πεδίο, ο γενικός γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης, Τόρμπιορν Γιάγκλαντ, είχε σημειώσει λίγες ώρες νωρίτερα, ότι «σήμερα το Ιντερνετ κυβερνάται από την αμερικανική κυβέρνηση» και ότι κάθε domain πρέπει να έχει ουσιαστικά έγκριση της Ουάσιγκτον για να λειτουργήσει, κάτι που όπως τόνισε «δεν μπορεί να συνεχιστεί».
Ο ίδιος περιέγραψε την πρόσβαση στο Ιντερνετ ως «ανθρώπινο δικαίωμα», αφήνοντας να εννοηθεί ότι τα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας για την καταπάτηση των προσωπικών δεδομένων και τις μυστικές παρακολουθήσεις (βλ. υπόθεση Σνόουντεν), συνιστούν παραβίαση του δικαιώματος αυτού.
Τις προκλήσεις του νέου τοπίου είχε περιγράψει από την πρώτη στιγμή του συνεδρίου, κατά τον χαιρετισμό του ο «οικοδεσπότης», γενικός διευθυντής της Deutsche Welle, Πέτερ Λίμπουργκ.
Τόνισε μεταξύ των άλλων ότι «δεν θα πρέπει να φοβόμαστε το Ιντερνετ, αλλά να το χρησιμοποιήσουμε για να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο». Σε μία από τις πλέον ζωηρές ανταλλαγές απόψεων του συνεδρίου, μία συζήτηση με θέμα «Το μέλλον της δημοσιογραφίας και ο ρόλος των διεθνών μέσων», ο κ. Λίμπουργκ διαφώνησε κατηγορηματικά με τις προσεγγίσεις του καθηγητή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, Τζεφ Τζάρβις, ο οποίος ουσιαστικά μίλησε για ακύρωση του κλάδου από την λεγόμενη «δημοσιογραφία των πολιτών». «Η δημοσιογραφία είναι ένα επάγγελμα, που μαθαίνεται και ασκείται με συγκεκριμένους τρόπους», αντέκρουσε ο κ. Λίμπουργκ.
Μία από τις θεαματικότερες παρεμβάσεις στο συνέδριο ανήκε στον αιγύπτιο δρ. Μπασέμ Γιουσέφ, μέχρι πριν από λίγα χρόνια καρδιοχειρουργό, ο οποίος από την «αραβική άνοιξη» κι έπειτα μετατράπηκε σε έναν από τους ανθρώπους με την μεγαλύτερη επιρροή στα αραβόφωνα μέσα, μέσω μία ιντερνετικής εκπομπής την οποία παρακολουθούν πλέον εκατομμύρια.
Πρότυπό του ήταν και παραμένει ο αμερικανός Τζον Στιούαρτ, ο οποίος φιλοξένησε τον δρ. Γιουσέφ στο Daily Show κι λίγο καιρό αργότερα ανταπέδωσε την επίσκεψη στο στούντιο του αιγύπτιου συναδέλφου του.
Η προσέγγιση του Γιουσέφ είχε διαφορετικές αφετηρίες. Ο ίδιος έχει πέσει θύμα λογοκρισίας και απαγορεύσεων, από την κυβέρνηση μάλιστα την οποία βοήθησε να ανέλθει στην εξουσία μετά την πτώση του καθεστώτος Μουμπάρακ.
«Ο φόβος είναι το πιο αποτελεσματικό όπλο, πουλάει, αποδίδει κερδίζει», είπε μεταξύ των άλλων, επισήμανε όμως ότι ένα από τα αποτελεσματικότερα μέσα αντιμετώπισής του είναι η σάτιρα.
«Οποιος γελάει, δεν μπορεί πλέον να χειραγωγηθεί από τον φόβο», υπογράμμισε ο δρ. Γιουσέφ και μέσα από την προσωπική του εμπειρία, επιχείρησε να αναδείξει την δύναμη που παρέχουν τα νέα μέσα στους χρήστες τους και το πόσο μπορούν να ενισχύσουν την παρέμβαση ομάδων ή ακόμη και μεμονωμένων ατόμων.
Σε ρεαλιστικές βάσεις επιδίωξε να θέσει τα ζητήματα ο επικεφαλής του εκδοτικού οίκου Springer, δρ. Ματίας Ντέπφνερ.
Στάθηκε ιδιαίτερα στον ρόλο και τη δράση της Google, χαρακτήρισε την εταιρεία «εχθρό και φίλο» και σχετικοποίησε την πολεμική με τη φράση: «μπορεί να γίνει κάτι χωρίς την Google; Θα είναι σαν να σας έλεγα να δουλέψετε σε ένα τηλεοπτικό στούντιο χωρίς ηλεκτρισμό».
Ωστόσο επέκρινε τις ευρωπαϊκές αρχές για τις απόπειρες συμβιβασμού με την αμερικανική εταιρεία, λέγοντας ότι μία τέτοια διαδικασία απλώς την ενισχύει, ενώ είπε πως πρόκειται ουσιαστικά για έναν διαρθρωτικό παίχτη, κάτι «σαν ιδιοκτήτη των δρόμων και των εθνικών οδών, που αποφασίσει τι είδους αυτοκίνητα θα κινούνται σε αυτούς».
Ο επικεφαλής του Springer επέστησε την προσοχή σε μία σειρά ζητήματα που αφορούν τη σχέση ΜΜΕ, χρηστών, εκδοτικών οίκων και κυβερνήσεων και μεταξύ των άλλων υπογράμμισε:
–τα προσωπικά δεδομένα που συλλέγονται είναι ένας θησαυρός
–οι δωρεάν υπηρεσίες μόνο δωρεάν δεν είναι και το κόστος για τον χρήστη είναι εν τέλει πολύ υψηλότερα από ό,τι φαντάζεται. «Τα data είναι το πετρέλαιο του σήμερα», είπε χαρακτηριστικά και συμπλήρωσε ότι «η ιδιοκτησία του είναι πολιτικό και όχι μόνον οικονομικό ζήτημα».
Σε ό,τι αφορά την μετάλλαξη ή την μετάβαση του Τύπου στην νέα εποχή, ο δρ. Ντέπφνερ παρουσίασε κάποια δεδομένα.
«Πρέπει να παίξουμε ό,τι θέλουμε;»
Ως εκπρόσωπος ενός από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους της Γερμανίας (Bild, Die Welt, κ.ά.), είπε ότι το 67% των κερδών του προέρχεται πλέον από τα ψηφιακά μέσα.
Απέναντι στην παραδοχή ότι ο αναγνώστης τείνει πλέον να έχει μεγαλύτερο έλεγχο και παρέμβαση από τον δημοσιογράφο, έδειξε να μην συμμερίζεται την άποψη που θέλει το δημοσιογραφικό επάγγελμα να πεθαίνει.
Τάχθηκε σαφώς υπέρ μίας θέσης που θέλει τους αναγνώστες και τους ερασιτέχνες δημοσιογράφους να συμβάλλουν στην εξέλιξη της δημοσιογραφίας, ενώ σε ό,τι αφορά την περίφημη συζήτηση περί του «τι θέλει ο αναγνώστης» παρέπεμψε σε ένα ανέκδοτο που χλεύαζε την φιλελεύθερη προσέγγιση των εκπαιδευτικών συστημάτων της δεκαετίας του ’60: «κάποια μέρα τα παιδιά του νηπιαγωγείου πήγαν να διαμαρτυρηθούν στην νηπιαγωγό, λέγοντας. «Κυρία, είμαστε και σήμερα υποχρεωμένοι να παίξουμε ό,τι παιχνίδι εμείς επιθυμούμε;«».
Με τον τρόπο αυτό, ο Ντέπφνερ τόνισε ότι «ο αναγνώστης δεν ξέρει πάντοτε τι θέλει να διαβάσει, αυτό είναι μία πλάνη» και συνέχισε λέγοντας ότι τα πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα των νέων μέσων δεν κρίνονται, παρά μόνο με όρους ποιότητας.
Προέβλεψε ότι οι εφημερίδες δεν θα πεθάνουν, αλλά θα γίνουν ένα προϊόν πολυτελείας για λίγους, ενώ υπογράμμισε ότι η πληροφορία δεν θα μπορεί να συνεχίσει να παρέχεται δωρεάν.
Υπό την έννοια αυτή παρέθεσε και τους λόγους για τους οποίους η ψηφιακή δημοσιογραφία πλεονεκτεί έναντι της παραδοσιακής.
Όπως είπε:
1)είναι πιο διεισδυτική
2)είναι πιο επίκαιρη, αλλά και όσοι θέλουν περιμένουν για περισσότερη εμβάθυνση, μπορούν κάλλιστα να το πράξουν
3)είναι πιο συναφής με τα αντικείμενα που χειρίζεται
4)είναι διαδραστική, έως και τα λάθη μπορούν να διορθωθούν
5)συγκεντρώνει έναν συνδυασμό πολλών και διαφορετικών μέσων
Κλείνοντας την μακροσκελή παρέμβασή του ο επικεφαλής του ομίλου Springer τόνισε ότι υπό τις παρούσες συνθήκες ο Τύπος πρέπει να αποφύγει έναν κίνδυνο: «δεν πρέπει να αυτοκτονήσει, υπό τον φόβο ότι θα πεθάνει», είπε και δήλωσε βέβαιος ότι οι καλύτερες ημέρες της δημοσιογραφίας βρίσκονται μπροστά μας.