Η ελληνική οικονομία μπορεί να επιτύχει υψηλούς και βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης που είναι απαραίτητοι για τη μείωση της ανεργίας μόνο εάν βελτιώσει σημαντικά τις εξαγωγικές της επιδόσεις, επισημαίνει ο πρώην πρωθυπουργός και πρώην αντιπρόεδρος της ΕΚΤ κ. Λουκάς Παπαδήμος, ο οποίος τονίζει την ανάγκη υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων που θα κάνουν τη χώρα περισσότερο παραγωγική και ανταγωνιστική. Μιλώντας προς «Το Βήμα της Κυριακής» με αφορμή το πρόσφατο συμπόσιο που διοργάνωσε στο Μέγαρον Plus με θέμα «Τραπεζική Ενωση, Νομισματική Πολιτική και Οικονομική Ανάπτυξη» και τη συμμετοχή κορυφαίων κεντρικών τραπεζιτών από όλον τον πλανήτη και διεθνούς φήμης καθηγητών Πανεπιστημίου, ο κ. Παπαδήμος αναφέρει ότι η δημιουργία της τραπεζικής ένωσης είναι ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και θα μειώσει το κόστος χρήματος συμβάλλοντας έτσι στην αναπτυξη.
Μπορεί η άνοδος των ευρωσκεπτικιστών στις πρόσφατες ευρωεκλογές να οδηγήσει σε χαλάρωση της οικονομικής πολιτικής;
«Μια ενδεχόμενη συνέπεια της ανόδου των ευρωσκεπτικιστών είναι ότι μπορεί να ενισχύσει τις απόψεις εκείνων των πολιτών που πιστεύουν ότι η ασκούμενη πολιτική ουσιαστικά επιβάλλεται από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και τους τεχνοκράτες των Βρυξελλών και όχι από την πραγματική ανάγκη σταθεροποίησης και αναδιάρθρωσης της οικονομίας. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να επηρεάσει την άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Αυτό το ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά δεν το θεωρώ πιθανό γιατί η μεγάλη πλειονότητα των ευρωπαϊκών λαών εξακολουθεί να υποστηρίζει την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η πιο πιθανή και θετική συνέπεια της ανόδου των πολιτικών δυνάμεων του ευρωσκεπτικισμού και η προσφορότερη πορεία προς τα εμπρός είναι η επιτάχυνση της εφαρμογής της οικονομικής πολιτικής –σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο –που θα προάγει αποτελεσματικά την ανάπτυξη και την αύξηση της απασχόλησης. Η επίτευξη αυτών των δύο πρωταρχικών στόχων θα συντελέσει στην οριστική επίλυση της κρίσης και θα αντιμετωπίσει την κύρια αιτία της αύξησης του ευρωσκεπτικισμού».
Μπορεί όμως να επιβραδύνει τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης;
«Η άνοδος των ευρωσκεπτικιστών μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ειδικότερα στη λήψη των πρόσθετων αναγκαίων μέτρων για την εγκαθίδρυση μιας γνήσιας Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ). Αυτό το ενδεχόμενο όμως δεν πρέπει να θεωρείται αναπόφευκτο. Η δημιουργία της τραπεζικής ένωσης είναι ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά δεν αρκεί προκειμένου να διασφαλιστούν η αποτελεσματική λειτουργία της νομισματικής ένωσης και η οριστική επίλυση της κρίσης στην ευρωζώνη. Απαιτούνται πρόσθετες δράσεις για την εγκαθίδρυση ενός ολοκληρωμένου πλαισίου δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η εγκατάλειψη του οράματος της δημιουργίας μιας γνήσιας ΟΝΕ θα επηρέαζε αρνητικά τις οικονομικές επιδόσεις των κρατών-μελών της ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας».
Είναι εφικτή η χαλάρωση των μέτρων λιτότητας για την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας και τη μείωση της ανεργίας;
«Είναι προφανές ότι η δυνατότητα άσκησης επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής εξαρτάται από τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Οταν το δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ είναι εξαιρετικά υψηλό και συνεπώς απαιτούνται πρωτογενή πλεονάσματα για τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς του, τα περιθώρια δημοσιονομικής επέκτασης είναι εξαιρετικά περιορισμένα, αν όχι ανύπαρκτα.
Ωστόσο η δημοσιονομική πολιτική μπορεί και πρέπει να συμβάλει στην ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και στη μείωση της ανεργίας με την αναδιάρθρωση των κρατικών δαπανών και την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, χωρίς να επηρεάζεται το συνολικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και των κρατικών δαπανών για τη βελτίωση της εκπαίδευσης, τη χρηματοδότηση της έρευνας και την προώθηση της καινοτομίας θα στηρίξουν την ανάκαμψη μεσοπρόθεσμα και την ανάπτυξη μακροπρόθεσμα. Η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, ώστε να καταστεί απλούστερο, αποτελεσματικότερο και πιο δίκαιο, θα δώσει ώθηση στις επενδύσεις και θα προάγει την ανάπτυξη της οικονομίας περισσότερο απ’ ό,τι μια αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης του Δημοσίου».
Θα βοηθούσε πιθανή αναδιάρθρωση του χρέους;
«Σίγουρα, η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, το οποίο διακρατείται από τον λεγόμενο «επίσημο τομέα», με την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του και την περαιτέρω μείωση του κόστους εξυπηρέτησής του, θα δημιουργήσει περιθώρια για την εφαρμογή ηπιότερης δημοσιονομικής προσαρμογής για τον περιορισμό του χρέους σε διατηρήσιμο επίπεδο».
Γιατί παρά το «κούρεμα» το χρέος έχει αυξηθεί;
«Η αύξηση του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ τα πρώτα τρία έτη μετά την ολοκλήρωση του PSI ήταν αναμενόμενη και προβλεπόταν για τρεις κυρίως λόγους: Πρώτον, το 2012 και το 2013 τα προβλεπόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα θα οδηγούσαν σε αύξηση του χρέους, ανεξάρτητα από το αρχικό του ύψος. Το πρωτογενές πλεόνασμα που επιτεύχθηκε το 2013, έναντι του εκτιμώμενου μηδενικού πρωτογενούς αποτελέσματος, δεν ήταν επαρκές για να αντισταθμιστεί η δυσμενής επίδραση άλλων παραγόντων. Δεύτερον, η περαιτέρω συρρίκνωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας κατά 11% τη διετία 2012-2013 είχε ως συνέπεια τη σημαντική αύξηση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ. Τρίτον, η αύξηση του δανεισμού του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) προκειμένου να καλυφθούν οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών. Ενας τέταρτος παράγοντας ήταν η διαδικασία των αποκρατικοποιήσεων, η οποία δεν απέδωσε τα προβλεπόμενα έσοδα. Πρέπει να επισημανθεί ότι χωρίς την απομείωση του χρέους που επιτεύχθηκε με το PSI, καθώς και τη συνακόλουθη επιμήκυνση της μέσης διάρκειάς του και τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησής του, το χρέος της Ελλάδας θα ήταν πολύ υψηλότερο σήμερα. Επιπλέον, χωρίς το PSI, η διαχρονική εξέλιξη του χρέους τα επόμενα έτη θα ήταν πολύ δυσμενέστερη λόγω των υψηλότερων επιτοκίων των παλαιών ομολόγων που ανταλλάχθηκαν με νέα, ενώ θα αντιμετωπίζονταν μεγάλες δυσχέρειες αναχρηματοδότησής του λόγω της διαχρονικής κατανομής των χρεολυσίων και της μικρής μέσης διάρκειάς του».
Υπό ποιες συνθήκες είναι βιώσιμο το χρέος;
«Είναι αυτονόητο ότι προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους απαιτείται, αφενός, η εφαρμογή δημοσιονομικής πολιτικής που θα οδηγήσει σε ικανά πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία θα συμβάλλουν στη σταδιακή μείωση του χρέους και, αφετέρου, η εφαρμογή οικονομικής πολιτικής που θα τονώσει τη δραστηριότητα και θα συντελέσει στην επίτευξη υψηλότερου και διατηρήσιμου ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης μακροπρόθεσμα. Ο κύριος παράγοντας για την επίτευξη υψηλότερου και διατηρήσιμου ρυθμού ανάπτυξης, καθώς και για τη μείωση της καταγραφόμενης και διαρθρωτικής ανεργίας, που θα συντελέσουν καθοριστικά στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους, είναι η εισαγωγή μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσουν τη λειτουργία των αγορών και των θεσμών, θα ενισχύσουν το ανθρώπινο κεφάλαιο και θα κάνουν την ελληνική οικονομία περισσότερο παραγωγική και ανταγωνιστική».
Πώς μπορεί η ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης;
«Μια μικρή και ανοιχτή οικονομία, όπως η ελληνική, μπορεί να επιτύχει υψηλή και βιώσιμη ανάπτυξη μόνο εάν γίνει περισσότερο ανταγωνιστική και βελτιώσει σημαντικά τις εξαγωγικές της επιδόσεις στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία».
Η τραπεζική ένωση μπορεί να ενισχύσει τον τραπεζικό δανεισμό και να συμβάλει σε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης;
«Μια ολοκληρωμένη τραπεζική ένωση, η οποία θα περιλαμβάνει μια ενιαία ευρωπαϊκή εποπτική αρχή, έναν κοινό μηχανισμό εξυγίανσης μη βιώσιμων τραπεζών και ένα ενιαίο ταμείο χρηματοδότησης, θα βάλει τέλος στην ανάγκη στήριξης των τραπεζικών ισολογισμών από δημόσιο χρήμα. Παράλληλα θα μειώσει σημαντικά τα ασφάλιστρα κινδύνου των τραπεζών. Ειδικότερα, η μεταβίβαση των εποπτικών αρμοδιοτήτων στην ΕΚΤ και η υιοθέτηση ενός ενιαίου προτύπου εποπτείας όλων των μεγάλων συστημικών τραπεζών στην ευρωζώνη θα ενδυναμώσουν την αντοχή τους σε χρηματοοικονομικούς κραδασμούς και θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα. Επιπλέον, η τραπεζική ένωση θα προαγάγει την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και θα διασφαλίσει ότι το «παιχνίδι θα παίζεται επί ίσοις όροις», ενισχύοντας έτσι τον ανταγωνισμό. Ακόμη και πριν από την έναρξη λειτουργίας της τραπεζικής ένωσης, η αξιολόγηση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών από την ΕΚΤ, η διενέργεια των stress tests με βάση εξαιρετικά δυσμενή σενάρια και η αναμενόμενη, αν χρειαστεί, ανακεφαλαιοποίηση κάποιων τραπεζών θα απομακρύνουν ορισμένες αβεβαιότητες και κεφαλαιακούς περιορισμούς που θέτουν εμπόδια στη χορήγηση δανείων. Αποτέλεσμα όλων αυτών θα είναι η σημαντική μείωση του χρηματοπιστωτικού κατακερματισμού και τελικά η εξάλειψή του. Συνολικά, αναμένεται ότι θα συμβάλει ουσιαστικά στην αύξηση της προσφοράς και στη μείωση του κόστους των χορηγήσεων και συνεπώς στη στήριξη της οικονομικής ανάκαμψης».
Θα είναι πράγματι τόσο ευνοϊκές οι επιπτώσεις της τραπεζικής ένωσης στην ανάπτυξη και στη σταθερότητα;
«Οι θετικές επιδράσεις της τραπεζικής ένωσης στην οικονομική δραστηριότητα θα εμφανιστούν βαθμιαία. Η συμβολή της τραπεζικής ένωσης στην προστασία της χρηματοοικονομικής σταθερότητας στην περίπτωση μιας μεγάλης κρίσης στο μέλλον μπορεί να επηρεαστεί από ορισμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου που έχει υιοθετηθεί. Πρώτον, η σταδιακή εγκαθίδρυση των διαφόρων συστατικών στοιχείων της τραπεζικής ένωσης, δηλαδή η άσκηση των εποπτικών αρμοδιοτήτων από την ΕΚΤ από τον Νοέμβριο του 2014, η έναρξη λειτουργίας του ενιαίου μηχανισμού εξυγίανσης για προβληματικές ή μη βιώσιμες τράπεζες τον Ιανουάριο του 2016 και η μακρά περίοδος που προβλέπεται για τη συνεισφορά κεφαλαίων από τις τράπεζες στο ενιαίο ταμείο εξυγίανσης, το οποίο θα έχει σχετικά περιορισμένους πόρους για την κάλυψη ζημιών στην περίπτωση πτώχευσης μιας τράπεζας. Δεύτερον, ορισμένοι κανόνες του θεσμικού πλαισίου για την εξυγίανση τραπεζών, όπως η σχετικά περιορισμένη άμεση ανακεφαλαιοποίηση προβληματικών τραπεζών από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), καθώς και οι κανόνες που αφορούν την απορρόφηση ζημιών, οι οποίοι δίδουν έμφαση στα λεγόμενα «bail-in tools», δηλαδή σε μέτρα «διάσωσης με ίδια μέσα», προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η ενδεχόμενη επιβάρυνση των φορολογούμενων πολιτών. Τρίτον, η μη δημιουργία ενιαίου συστήματος εγγύησης καταθέσεων με αποτέλεσμα η προστασία των καταθετών να βασίζεται σε εναρμονισμένα εθνικά συστήματα καταθέσεων. Αυτή η ρύθμιση μπορεί να περιορίσει τη δυνατότητα της τραπεζικής ένωσης να διαφυλάξει αποτελεσματικά τη χρηματοοικονομική σταθερότητα σε ακραίες καταστάσεις κρίσης. Παρ’ όλα αυτά, θέλω να τονίσω ότι η εγκαθίδρυση της τραπεζικής ένωσης αποτελεί μια θεμελιώδους σημασίας θεσμική μεταρρύθμιση, η οποία θα συμπληρώσει και θα ενισχύσει τη νομισματική ένωση. Συνολικά, οι επιπτώσεις της τραπεζικής ένωσης στην οικονομική ανάπτυξη και στη χρηματοοικονομική σταθερότητα θα είναι θετικές. Υπάρχει όμως κάποια αβεβαιότητα όσον αφορά το μέγεθος και τον χρόνο υλοποίησης της ευνοϊκής επίδρασης της τραπεζικής ένωσης στην οικονομική ανάπτυξη».
«Εχει αυξηθεί η αντοχή των Τραπεζών»
Μπορεί το Δημόσιο να προσδοκά κέρδη από τα κεφάλαια που διέθεσε για τη στήριξη των τραπεζών;
«Η πώληση των μετοχών των τραπεζών που διακρατεί το Δημόσιο μέσω του ΤΧΣ είναι ένας παράγοντας που θα συντελέσει στην ταχύτερη αποκλιμάκωση του χρέους τα επόμενα έτη. Το Δημόσιο απέκτησε αυτές τις μετοχές στο πλαίσιο της στήριξης που παρείχε στις τράπεζες, εν μέρει αλλά όχι αποκλειστικά, λόγω των επιπτώσεων του PSI. Οπως έχει καταδείξει η διεθνής εμπειρία, ειδικότερα στις σκανδιναβικές χώρες και στις ΗΠΑ, αν το κράτος διαχειριστεί αποτελεσματικά τα περιουσιακά του στοιχεία, μπορεί να αποκομίσει οφέλη ή να ελαχιστοποιήσει τις δυσμενείς επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά, από την ενίσχυση των κεφαλαίων των τραπεζών κατά την περίοδο της κρίσης».
Είναι το τραπεζικό σύστημα ο μεγάλος ασθενής της ευρωζώνης;
«Τα δεδομένα δεν δικαιολογούν αυτόν τον χαρακτηρισμό. Εχει σημειωθεί αξιόλογη πρόοδος στην αύξηση των κεφαλαίων των τραπεζών και της αντοχής τους σε αναταράξεις. Η χρηματοδοτική στήριξη των τραπεζών από τις κυβερνήσεις, η βελτίωση της κερδοφορίας, η μη διανομή κερδών και η άντληση κεφαλαίων από τις αγορές έχουν συντελέσει στην ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης πολλών τραπεζών στην ευρωζώνη, συμπεριλαμβανομένων των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών. Ειδικότερα, η πρόσφατη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, συνολικού ύψους 8,3 δισ. ευρώ, των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών με άντληση κεφαλαίων από την αγορά, αποτελεί ιδιαίτερα θετική εξέλιξη».
Επαρκούν τα κεφάλαια αυτά ή θα προκύψουν πρόσθετες ανάγκες από τα stress tests της ΕΚΤ;
«Πράγματι, η διαδικασία εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Ορισμένες τράπεζες στην ευρωζώνη δεν έχουν ακόμη αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα προβλήματα που απορρέουν από την επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού τους, που έχει πληγεί από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και επηρεάζεται αρνητικά από το υψηλό χρέος επιχειρήσεων και νοικοκυριών, καθώς και από την υποτονική οικονομική δραστηριότητα. Τα stress tests της ΕΚΤ, που θα ολοκληρωθούν τον Οκτώβριο, θα παράσχουν μια κοινή και συνεπή εκτίμηση των ελάχιστων κεφαλαίων που απαιτούνται προκειμένου να μπορούν να αντέξουν σε ένα δυσμενές οικονομικό σενάριο στο μέλλον. Μετά από αυτή τη διάγνωση, οι τράπεζες και οι εθνικές Αρχές θα είναι σε θέση να ενισχύσουν επαρκώς την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών. Αυτό έχει μεγάλη σημασία γιατί θα αυξήσει την εμπιστοσύνη του κοινού στις τράπεζες και τη δυνατότητα χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ