Κάθε Μουντιάλ, σχολίαζε κάποτε ξένος αθλητικογράφος, έχει τον δικό του «κόπανο». Αυτός ήταν το 1994 –την πρώτη φορά που έλαβε μέρος σε παγκόσμιο ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα –η Ελλάδα. Τα αποτελέσματα που έφερε στους τρεις προκριματικούς αγώνες μιλούν από μόνα τους: τρεις ήττες με συνολικό σκορ 0-10.
Τη δεύτερη φορά, το 2010, η εικόνα βελτιώθηκε: Η Ελλάδα νίκησε τη Νιγηρία με 2-1 και έχασε με σχετικά μικρό σκορ από τη Νότια Κορέα και την Αργεντινή (με 2-0). Ετσι βρέθηκε πάλι εκτός του γύρου των 16. Η συνολική εμφάνισή της στις δύο διοργανώσεις (πέντε ήττες, μία νίκη, 2-5 σκορ) έδινε έτσι εύκολα αφορμή για χλευασμούς και ενίοτε άδικα σχόλια.
Αυτά ίσως επαναληφθούν και εφέτος, αν επαληθευθεί η θεωρία τριών γερμανών επιστημόνων –του οικονομολόγου Γκερτ Βάγκνερ, του κοινωνιολόγου Γιούργκεν Γκέρχαρτς και του κοινωνιολόγου των σπορ Μίχαελ Μουτς –που λέει ότι η δύναμη πυρός μιας ομάδας οφείλεται κυρίως σε έναν χρηματιστικό παράγοντα: στην «εμπορική αξία» των παικτών της. Η άποψη αυτή κυκλοφορούσε και παλαιότερα –ως προκατάληψη.
Τώρα όμως οι γερμανοί ειδικοί βάλθηκαν να αποδείξουν ότι ισχύει και επιστημονικά. Η απόδειξη, λένε, προκύπτει από τις εκτεταμένες στατιστικές έρευνες που έκαναν στη γερμανική Μπουντεσλίγκα. Το συμπέρασμά τους: Εκείνος που κερδίζει τελικά είναι όντως ο «λεφτάς», η ομάδα με τον ακριβότερο «στάβλο» παικτών. Και αυτό ισχύει όχι μόνο για τις επαγγελματικές ΠΑΕ αλλά και για τις εθνικές ομάδες.
Γι’ αυτό και στο εφετινό Μουντιάλ η Ελλάδα δείχνει εκ των προτέρων χαμένη από χέρι: η εμπορική αξία της στη λίστα των συμμετεχουσών 32 χωρών είναι 79 εκατ. ευρώ –κάτι που την κατατάσσει μόλις στην 24η θέση.
Επόμενο έτσι ο κ. Βάγκνερ να την έχει αποκλείσει από τις ομάδες που θα ξεπεράσουν τους προκριματικούς και θα αγωνιστούν στη συνέχεια με το σύστημα ΚΟ για την τελική νίκη.
Αποκλεισμός που ξενίζει βέβαια, δεδομένου ότι στην επίσημη κατάταξη της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου FIFA η Ελλάδα φαντάζει ως ποδοσφαιρική υπερδύναμη, καταλαμβάνοντας (στη βάση των διεθνών επιτυχιών της) τη δέκατη θέση –πιο μπροστά από την Αγγλία (ενδέκατη), το Βέλγιο (δωδέκατη) ή την Ολλανδία (δέκατη πέμπτη)!

«Η λίστα μας είναι πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα, επειδή στηρίζεται στην ακριβή αξία των παικτών και όχι σε τυχαίους παράγοντες που συνοδεύουν πολλές νίκες»
διαβεβαιώνει ο ίδιος.
Το φαβορί του παγκόσμιου κυπέλλου είναι έτσι αυτόματα η μεγαλύτερη σε εμπορική αξία χώρα, ήτοι η Ισπανία, με κύριο αντίπαλό της τη δεύτερη στη σειρά Γερμανία.
Σε αριθμούς: Η αξία των παικτών της ισπανικής Εθνικής είναι 631 εκατ. ευρώ (σχεδόν το οκταπλάσιο της ελληνικής), της γερμανικής αντίστοιχα 562 εκατ. ευρώ.
Το «φαβορί της καρδιάς», η Εθνική Βραζιλίας, διατιμάται «μόνο» 468 εκατ. ευρώ. Και το ίδιο συμβαίνει και με τις ομάδες-κολοσσούς που έπονται στη λίστα: Γαλλία (412 εκατ.), Αργεντινή (391,5 εκατ.), Βέλγιο (349 εκατ.), Ιταλία (323 εκατ. ευρώ) και πάει λέγοντας.
Οι γερμανοί επιστήμονες δεν είναι βέβαια αφελείς. Οι υπολογισμοί τους δεν στηρίζονται μόνο στα στοιχεία που δίνουν για την αξία των παικτών οι ΠΑΕ και οι ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες.

«Ξέρουμε ότι η εμπορική αξία έχει κάτι το εικονικό»
λέει ο κ. Βάγκνερ. Γι’ αυτό και το τρίο εφαρμόζει νέες «συνεργατικές» μεθόδους για τον υπολογισμό της: «Στηριζόμαστε στις εκτιμήσεις ειδικών και οπαδών για τις εμπορικές αξίες, που τις συζητούν σε ανοικτά φόρα. Ετσι έρχεται στο προσκήνιο η “σοφία των πολλών”. Από τις πολλές ανεξάρτητες εκτιμήσεις προκύπτει μια σημαίνουσα αξία. Και αυτή η αξία είναι επίσης σημαίνουσα σε σχέση με την ποδοσφαιρική ικανότητα των παικτών» –ή, πιο απλά, οι παίκτες αξίζουν πραγματικά τα λεφτά τους.
Αφελείς δεν είναι οι ερευνητές και ως προς ένα άλλο σημείο: τις εκπλήξεις που επιφυλάσσει πάντα το ποδόσφαιρο. Αστάθμητοι παράγοντες, παραδέχονται, όπως η ψυχολογική κατάσταση των παικτών, η φόρμα της ημέρας, η τύχη, ακόμη και οι καιρικές συνθήκες, μπορεί να κρίνουν άμεσα την έκβαση ενός παιχνιδιού.
Οχι όμως το αποτέλεσμα σε ένα μεγάλο τουρνουά. Σε αυτό, παρεμβαίνει ο κ. Μουτς, επανέρχεται η ισχύς του «νόμου» της αγοραστικής αξίας –αν κι αυτός πάλι, όπως και κάθε άλλος νόμος, δεν είναι εντελώς απαράβατος. «Η διαφορά ανάμεσα στις επτά-οκτώ ακριβότερες ομάδες του Μουντιάλ δεν είναι τόσο μεγάλη που να προεξοφλεί τη νίκη μιας εξ αυτών» λέει.
Μία απορία ωστόσο μένει: Πώς εξηγείται ο θρίαμβος της ελληνικής Εθνικής στο Γιούρο του 2004, η αγοραστική αξία της οποίας ήταν τότε ίσως μικρότερη της σημερινής;

«Σε τουρνουά με σύστημα νοκ άουτ γίνονται εκπλήξεις»
είναι η απάντησή του. Τέτοια έκπληξη δεν προβλέπει όμως η θεωρία της αγοραστικής αξίας. Γι’ αυτό και αν συνέβαινε, θα ήταν διπλή έκπληξη –ή μάλλον στο τετράγωνο.

Κι όμως, η μπάλα παραμένει οικονομικός νάνος
Εχουν χάσει το υψηλό στάτους τους και δεν το ξέρουν. Τα μέσα ενημέρωσης φαίνεται να μην αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι πλέον η τέταρτη εξουσία στο κράτος και ότι στη θέση τους έχει μπει το ποδόσφαιρο. Σοβαροί κοινωνιολόγοι, όπως η Σουζάνα Γκατράιν, ισχυρίζονται ότι η νίκη της μπάλας είναι οριστική. Προς επίρρωση του ισχυρισμού τους παραπέμπουν στις στρατιές των φιλάθλων και στη διείσδυση του αθλήματος σε κάθε γωνιά της Γης. Μόνο ο αριθμός των οργανωμένων ποδοσφαιριστών ανέρχεται, σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις της FIFA, σε 270 εκατομμύρια –κάτι που αντιστοιχεί στο 4% του παγκόσμιου πληθυσμού. Αλλά η μπάλα παίρνει και το υπόλοιπο 96%, αφού γιγαντιαίες ποδοσφαιρικές διοργανώσεις, όπως το Μουντιάλ, είναι για έναν τουλάχιστον μήνα το πρώτο θέμα της δημοσιότητας.
Μόνο που η δημοτικότητα του ποδοσφαίρου δεν μεταφράζεται σε αντίστοιχο «ρευστό». Η μπάλα παραμένει οικονομικός νάνος. Η αγοραστική αξία των παικτών των 20 μεγαλύτερων ΠΑΕ του κόσμου –από τη Ρεάλ Μαδρίτης και την Μπαρτσελόνα ως τη Μάντσεστερ Γιουνάιντετ και την Μπάγερν Μονάχου –φτάνει μόλις τα 4,4 δισ. ευρώ, ο κύκλος εργασιών των ίδιων ομάδων είναι ακόμη χαμηλότερος.

«Δεν υπάρχουν έρευνες για τον τζίρο της βιομηχανίας ποδοσφαίρου σε πλανητικό επίπεδο»
λέει ο οικονομολόγος Καρλ Μπρένκε. «Μια ματιά σε επιλεγμένες χώρες δείχνει όμως ότι είναι σχετικά μικρός. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, είναι σαφώς μικρότερος εκείνου της βιομηχανίας επίπλων, που φτάνει ετησίως τα 16 δισ. ευρώ».
Το πολυτιμότερο κεφάλαιο του ποδοσφαίρου, η αύρα που περιβάλλει παίκτες και σωματεία, παραμένει έτσι εν πολλοίς ανεκμετάλλευτο. Η εξαργύρωση των συναισθημάτων που εκλύονται καθημερινά μέσα και έξω από τα γήπεδα συνεχίζει να μεταφράζεται σε γόητρο και κύρος –όχι σε πολύ χρήμα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν γίνονται πολλά για την κάλυψη του κενού. Οι πάλαι ποτέ συντεχνιακές ΠΑΕ μετατρέπονται τελευταία όλο και συχνότερα σε επιχειρήσεις αμερικανικής κοπής. Η μετατροπή συνοδεύεται από μια νέα επιχειρηματική φιλοσοφία, η οποία, σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Μετίν Γκενς, συνοψίζεται στις εξής φράσεις: «Η οικονομία των σπορ χωρίζεται σήμερα σε δύο αγορές: σε αυτήν των εχόντων και σε εκείνη των συμμετεχόντων. Στους έχοντες ανήκουν, μεταξύ άλλων, οι τηλεοπτικοί σταθμοί, που μεταδίδουν τους αγώνες, ενώ στους συμμετέχοντες οι παίκτες και οι θεατές. Για τη μεγιστοποίηση των κερδών των σωματείων, η αγορά των εχόντων έχει γίνει ενδιάμεσα πολύ πιο σημαντική από εκείνη των συμμετεχόντων».
Οι στατιστικές για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης δείχνουν ότι οι διοικήσεις των ΠΑΕ έχουν δίκιο να ποντάρουν στους «έχοντες», ήτοι στα μεγάλα κανάλια της τηλεόρασης: Οι εισπράξεις τους από τηλεοπτικά δικαιώματα και διαφημίσεις φτάνουν ενδιάμεσα το 55% των εσόδων τους, ενώ από τα εισιτήρια και την πώληση αθλητικών ειδών έχουν πέσει στο 21%.
Τη νύφη την πληρώνουν οι φίλαθλοι. Οι μάνατζερ προσπαθούν είτε να μετατρέψουν την παρουσία τους στις εξέδρες σε απλή λεπτομέρεια του τηλεοπτικού θεάματος είτε να αντικαταστήσουν τους φτωχότερους από αυτούς με πλούσιους –όχι σπάνια με τη βίαιη έξωσή τους από τα γήπεδα.
Από άθλημα των προλετάριων στον Μεσοπόλεμο, το ποδόσφαιρο μετατρέπεται έτσι σήμερα σε σπορ των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων. Αυτό προκαλεί νέο «ταξικό» αγώνα στα γήπεδα και είναι, μεταξύ άλλων, από τους βασικούς λόγους της εξέγερσης των φτωχών φιλάθλων στη Βραζιλία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ