Η μάχη για την προεδρία της Κομισιόν είναι ευρύτερη μάχη εξουσίας: Στον συμβιβασμό που θα καταλήξουν τα εμπλεκόμενα μέρη, μετά από διαδικασία που όπως φαίνεται θα τραβήξει σε μάκρος, θα δοκιμαστούν και θα φανούν όχι μόνο οι συσχετισμοί δυνάμεων αλλά και ιδιαίτερα ο θεσμικός ρόλος που θα έχει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Μετά την Σύνοδο Κορυφής, που επιφυλάχθηκε ουσιαστικά να εισηγηθεί τον Γιούνκερ, η λίστα με τις υποψηφιότητες «τρίτων» έρχεται όλο και πιο ψηλά.

Οι κυβερνήσεις των «28» δεν έχουν καταλήξει στο ποιον θέλουν να δουν στην Κομισιόν: Πρώτο, αλλά όχι μοναδικό, το Λονδίνο έχει αντιρρήσεις στον Γιούνκερ και οι υπόλοιπες δυνάμεις δεν είναι (ακόμη, τουλάχιστον) διατεθειμένες να δουν την, κατά καιρούς δύσκολη, ενότητα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να διαρρηγνύεται.

Παράλληλα όμως, η μάχη δίνεται και μεταξύ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Ευρωβουλής: Αφορά ποιος έχει το πάνω χέρι στην επιλογή του προέδρου της Κομισιόν με βάσει τα όσα προβλέπει η νέα Συνθήκη που τίθεται πρώτη φορά πλήρως σε ισχύ.

Όλοι επικαλούνται τη Συνθήκη της Λισαβώνας και επιμένουν ότι την τηρούν. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, οι κυβερνήσεις δηλαδή των «28», με πλειοψηφία «προτείνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έναν υποψήφιο για την προεδρία της Κομισιόν, αφού προχωρήσει στις κατάλληλες διαβουλεύσεις και λάβει υπόψη το αποτέλεσμα των εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο». Η υποψηφιότητα αυτή, συνενίζει η Συνθήκη, τίθεται σε ψηφοφορία στην Ευρωβουλή.

Η Διάσκεψη των προέδρων της Ευρωβουλής το πρωί της Τρίτης είχε διαμηνύσει στο Συμβούλιο πως θεωρεί ότι ο Γιούνκερ, ως επικεφαλής της πρώτης -έστω και μη αυτοδύναμης- ομάδας στην Ευρωβουλή πρέπει να αναζητήσει πλειοψηφία. Το Στρασβούργο έμμεσα έδειξε στις Βρυξέλλες ότι δεν νοείται υποψηφιότητα «τρίτου»

Οι «28» όμως το βράδυ ουσιαστικά ύψωσαν τοίχο στον Ευρωκοινοβούλιο. Οι ηγέτες «έλαβαν υπόψη» τη θέση του Στρασβούργο, ανέφερε η σχετική ανακοίνωση, και -καλύτερα, «αλλά»- ξεκινούν διαβουλεύσεις για το ποιος θα προταθεί για την Κομισιόν. Δεν υπήρχε εισήγηση για τον Γιούνκερ.

Οι θεσμικές ισορροπίες φτιάχνονται στην πράξη

Στην πρώτη φάση της μάχης, το ποιος δηλαδή έχει λόγο στην παρουσίαση υποψηφίου, οι «28» επικαλέστηκαν τη Συνθήκη και επιφυλάχθηκαν. «Αισθανόμαστε μας βαρύνει ένα συγκεκριμένο καθήκον», το καθήκον της εισήγησης της υποψηφιότητας του προέδρου, είπε η Μέρκελ μετά τη Σύνοδο. «Δεν έχω βρει κανέναν που να μας πει ότι ισχύει το αντίθετο» τόνισε.

Η δημοκρατική νομιμοποίηση όλων των πλευρών περισσεύει: Το Συμβούλιο αποτελούν οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις των «28» ενώ η Ευρωβουλή προέκυψε από τη νωπή εκλογική μάχη της Κυριακής.

Όσον αφορά το πώς μπορεί να ερμηνευθεί η αναφορά της Συνθήκης της Λισαβώνας πως πρέπει «να ληφθεί υπόψη το αποτέλεσμα των εκλογών», αυτό θα φανεί στην έκβαση.

Υποτίθεται ότι τα ευρωπαϊκά κόμματα κατέβηκαν στις εκλογές παρουσιάζοντας τον υποψήφιο της κάθε πολιτικής ομάδας για την Κομισιόν -εξ ου και η επιλογή φαίνεται να είναι μεταξύ Γιούνκερ και Σουλτς.

Όμως η ιδέα των κορυφαίων υποψηφίων -που δεν υπάρχει στη Συνθήκη- αποδείχθηκε προβληματική. Εκ των υστέρων, αρκετοί στα ευρωπαϊκά ΜΜΕ έχουν αρχίσει να αμφισβητούν την ιδέα που ξεκίνησε από την Γερμανία (για αυτό και μέχρι και στις βρετανικές εφημερίδες αναφέρεται αμετάφραστη ως η ιδέα ενόςSpitzenkandidat, «κορυφαίου υποψήφιου», για κάθε κόμμα).

Μέχρι και η γερμανίδα καγκελάριος απέφυγε, μετά τη Σύνοδο, να επιμείνει στον Γιούνκερ, τον οποίο στήριξε ως υποψηφιότητα του δικού της κόμματος. «Το ζητούμενο είναι η συναίνεση» είπε.

Η αναφορά αυτή, η οποία εκ των πραγμάτων ότι εκφράζει και τους υπόλοιπους ηγέτες, θεωρείται ότι δείχνει πως οι ηγέτες προτιμούν να επιδιώξουν συμβιβασμό με το Λονδίνο. Ο Κάμερον δεν μπορεί μεν να θέσει βέτο, αλλά η σύγκρουση δεν θα ξεχνιόταν έτσι απλά -και οι «28» πρέπει να συνεχίσουν να συνεργάζονται.

Το ποιος προτείνει την ηγεσία της Κομισιόν, το πώς θα αποφασιστεί και τι προσανατολισμό θα έχει ο επόμενος πρόεδρός δεν αφορά μόνο το κεντρικής σημασία ζήτημα του καθορισμού της ευρωπαϊκής ηγεσίας αλλά, όπως εύστοχα σχολιάζει η Sueddeutsche Zeitung, και τη μητέρα όλων μαχών: «Μιλάμε για μία Ευρώπη των εθνικών κρατών ή λειτουργεί ήδη μία δημοκρατία που υπερβαίνει τα κράτη;».

Το ερώτημα ίσως να έλεγε κανείς ότι αφήνει αδιάφορους τους Ευρωπαίους. Όπως σημειώνει όμως η εφημερίδα, κιοιτάζοντας κανείς τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, και μάλιστα σε Γαλλία και Βρετανία, «φαίνεται ότι το ερώτημα μπορεί να διαλύσει την Ευρώπη».