Η κρίση δεν κρύβει μόνο αριθμούς. Η έρευνα που διεξήγαγε το Πάντειο Πανεπιστήμιο δίνει βήμα σε ανθρώπους της διπλανής πόρτας: νέοι, συνταξιούχοι, μητέρες και πατέρες, άνεργοι προσπαθούν να κατανοήσουν χρηματοπιστωτικούς όρους, οικονομικές ερμηνείες της πραγματικότητας, προβάλλοντας την υποκειμενική εμπειρία τους, δίνοντας μια καλή ιδέα για τη γενική κυρίαρχη αντίληψη, για τις συζητήσεις σε διαδρόμους και γραφεία, πανεπιστημιακά έδρανα, μαγαζιά, παρέες. Με ποιον τρόπο εισβάλλει η κρίση στην καθημερινότητα; Πώς γίνεται αντιληπτή, πώς νοηματοδοτείται και εν τέλει πώς βιώνεται το περίπλοκο αυτό φαινόμενο; Στην Ελλάδα με τους 2.000 αυτόχειρες, τους πάνω από 1,2 εκατομμύρια ανέργους, τους αστέγους, τους νεόπτωχους και τα χιλιάδες υπερχρεωμένα νοικοκυριά, απλοί άνθρωποι διατυπώνουν σκέψεις και εκφράζουν συναισθήματα για μια συνθήκη που θα υποχρεωθούν να αφηγηθούν στις επόμενες γενιές.
«Οι ερωτήσεις προς τους συμμετέχοντες», εξηγεί ο καθηγητής κ. Γρηγόρης Ποταμιάνος, «αφορούν τις απόψεις τους σε σχέση με το πολιτικό σύστημα, τα ΜΜΕ, την απόδοση ευθυνών, τις γενικότερες αλλαγές στην εργασία, την οικογένεια, αλλά και την αίσθησή τους για το μέλλον. Ετέθησαν στο πλαίσιο σεμιναρίου με αντικείμενο την «Κριτική Ψυχολογία και Ποιοτική Ερευνα». Αρχικά, ο λόγος τους είναι τυπικός, θυμίζει προσκεκλημένους ειδησεογραφικών δελτίων, κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων μεταλλάσσεται, αποκτά βαθιά συναισθηματική υφή. Οργή, αγανάκτηση, θλίψη, απογοήτευση, άγχος και έντονη αγωνία συνθέτουν το βασικό μείγμα των συναισθημάτων που φαίνεται να κατακλύζουν την καθημερινότητά τους».

«Ολοι φταίμε… Ολοι είχαμε βολευτεί»
«Ολοι φταίμε… Ολοι είχαμε βολευτεί» είναι η μόνιμη επωδός των ερωτωμένων, όταν διερευνάται η αναζήτηση ευθυνών. Οι συμμετέχοντες στοχάζονται για την κρίση, μετακυλίοντας το κέντρο βάρους από το ατομικό επίπεδο στο συλλογικό. Καταδεικνύουν τη γενικότερη ελληνική νοοτροπία του «ωχαδελφισμού» και του «δε βαριέσαι», καθώς και την έλλειψη παιδείας ως βασικές συνιστώσες της δημοσιονομικής και κοινωνικής έκπτωσης.
Δεν λείπει ωστόσο η έντονη κριτική για τη μακρόχρονη στάση των πολιτικών. Στη φράση «μας έκλεψαν, μας λεηλάτησαν» συνοψίζεται η οξύτατη καταγγελτική διάθεση όσον αφορά το πολιτικό ήθος της μεταπολιτευτικής περιόδου, αλλά και την ιδιοτέλεια των «επαγγελματιών της Δημοκρατίας» – όπως χαρακτηριστικά τους αποκαλούν.
Βαρύνοντα ρόλο φαίνεται να έχουν στη συνείδηση των συμμετεχόντων και τα «διεθνή συμφέροντα», οι απαιτήσεις των οποίων συνεπικουρούν στη σύνθλιψη της καθημερινότητάς τους.
Οι ίδιοι καταδικάζουν στο πυρ το εξώτερον τα δελτία ειδήσεων, στολίζοντάς τα με μια σειρά… κοσμητικά επίθετα: «αναξιόπιστα», «σκόπιμα καταθλιπτικά», «τρομολαγνικά», «μεταδίδουν διλημματικά και αμφίσημα μηνύματα, τα οποία με τη σειρά τους προκαλούν μεγαλύτερη σύγχυση». Στο ίδιο πλαίσιο, καταγγέλλουν την πελατειακή σχέση των ΜΜΕ με τον ευρύτερο πολιτικό χώρο και τις ως σήμερα πρακτικές του, αμφισβητώντας τελικά την εγκυρότητα της σχετικής ενημέρωσης.
Σε δύσκολη θέση οι γονείς
Οσοι από τους συμμετέχοντες έχουν παιδιά εμφανίζονται ιδιαίτερα ευάλωτοι, μετατρέποντας σε πόλο αναφοράς το ζήτημα της γονεϊκότητας. Σχεδόν όλοι διακατέχονται από αφόρητο άγχος για το μέλλον, ανασφάλεια και αίσθηση ανεπάρκειας απέναντι στις ανάγκες των παιδιών τους. «Ντρέπομαι που δεν μπορώ να τα βοηθήσω…» εκμυστηρεύεται μια μητέρα με παιδιά στην εφηβεία.
Τα έντονα συναισθήματα – απόρροια της κρίσης – κατακλύζουν άλλωστε την καθημερινότητα, ενίοτε παίρνουν τη μορφή σωματικών συμπτωμάτων: αϋπνία, υπέρταση, ταχυπαλμίες, πονοκέφαλοι, δυσκολία συγκέντρωσης. Μια άνεργη μητέρα εκμυστηρεύεται στους ερευνητές: «Είναι κάτι εβδομάδες τώρα που δεν μπορώ να κοιμηθώ. Ξυπνάω κάθε δέκα λεπτά. Δεν κοιμάμαι σερί… σηκώνομαι. Με παίρνει ο ύπνος ύστερα από καμιά ώρα, για λίγο, και μετά πάλι όρθια, έτσι με πάει συνεχώς…».
Οι συμμετέχοντες τρέμουν το αύριο, καθώς αισθάνονται ότι εγκυμονεί την επιδείνωση της κατάστασής τους. «Φοβάμαι να κάνω όνειρα». Στις τέσσερις αυτές λέξεις μια γυναίκα εκφράζει τις σκέψεις όλων των υπολοίπων. Η εθνική κατάθλιψη είναι κολλητική, και τελικά οδηγεί στην κοινωνική απομόνωση.
Η αίσθηση απογοήτευσης είναι προφανής («δεν μπορώ να κάνω τίποτε για να αλλάξω τα πράγματα»), ενώ αγωνία και άγχος καταλαμβάνει τους μεγαλύτερους σε ηλικία ως προς τις νεότερες γενιές («δεν ανησυχώ για μένα, λυπάμαι όμως τα παιδιά μου»).
Ο επαγγελματικός χώρος μετατρέπεται σε πεδίο ευεπίφορο σε αρνητικά συναισθήματα. Η αβεβαιότητα φαίνεται πολλές φορές να κατακρεουργεί την επαγγελματική ταυτότητα των συμμετεχόντων, πλήττοντας σημαντικά την αυτοεικόνα τους. Η αμφισβήτηση της ως τώρα πορείας τους και η ανάγκη αναθεώρησης, και μάλιστα άμεσης, των επιλογών τους δεν είναι εύκολη διαδικασία… Οι μεγαλύτερες ηλικίες μάλιστα – του ενεργού πληθυσμού – εμφανίζουν έντονη αίσθηση απελπισίας. Η ανάγκη για βίαιη επανεκκίνηση της ζωής τους οδηγεί ακόμη και σε δηλώσεις απόγνωσης: «Δεν σου κρύβω ότι μου έχει περάσει από το μυαλό η αυτοκτονία. Πολλές φορές…».

Πότε & πώς
Η ταυτότητα της έρευνας
Ηέρευνα διεξήχθη την άνοιξη του 2012, με στόχο να καταγράψει το πώς νοηματοδοτούν, βιώνουν, ερμηνεύουν την οικονομική κρίση οι συμμετέχοντες. Το δείγμα – 35 άτομα, αρκετά μεγάλο για τέτοια έρευνα – επελέγη με τη μέθοδο της «κοινωνικής δικτύωσης» (γνωστή στη διεθνή βιβλιογραφία ως snowball sampling). Επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας ήταν ο κ. Γρηγόρης Ποταμιάνος, καθηγητής Κλινικής Ψυχολογίας και πρόεδρος του Τμήματος Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ενώ την επιστημονική εποπτεία ανέλαβε ο υποψήφιος διδάκτωρ κ. Σταύρος Εμμανουήλ. Στην έρευνα συμμετείχαν αλφαβητικά οι ψυχολόγοι-ερευνητές κυρίες Ελλη Αβραμίδου, Ελεονώρα Βέργου, Ειρήνη Βουρλιώτη, Χριστίνα Γκριτζιώτη, Βασιλική Κούτρα, Μιχαέλα Κωνσταντέλλου, Δήμητρα Μαντζάνα, Δήμητρα Μάντζαρη, Κέλλυ Σπανογιάννη καθώς και ο κ. Γιώργος Φραγκάκης.

Η γενιά της κρίσης
Το σύνδρομο του Πίτερ Παν
Πίσω από τις γραμμές, στις καταθέσεις των νεότερων σε ηλικία, σκιαγραφείται ένα σύγχρονο κοινωνικό φαινόμενο: με πρωταγωνιστές τη γενιά του Πίτερ Παν, τη γενιά-απόρροια της κρίσης, που στερείται τη δυνατότητα ενηλικίωσης και ανεξαρτησίας, καθηλωμένη σε μια ιδιότυπη «παιδική ηλικία», στο πλαίσιο της αναζήτησης ασφάλειας ή/και υποστήριξης στη γονική οικογένεια. Νέοι που καθυστερούν να ανοίξουν τα φτερά τους, αποχωρώντας από την οικογενειακή εστία, και άλλοι που επιστρέφουν σε αυτή, για να βρουν λύση στο οικονομικό αδιέξοδο. Το ψυχολογικό κόστος είναι σαφώς διαφορετικό για τον καθένα.
Η γενιά αυτή, σύμφωνα πάντοτε με τους ερευνητές, δείχνει να ασφυκτιά στην «εποχή των χαμένων ευκαιριών». Εμφανίζονται αμφίθυμοι, σε μια χαραμάδα ανάμεσα στη δράση και στην απραξία: αναγνωρίζουν ότι εκ των πραγμάτων θα πρέπει να αποτελέσουν μέρος της λύσης, την ίδια στιγμή ωστόσο παραπονούνται για την «ουσιαστική αδυναμία» στην οποία έχουν καταδικαστεί από το «σύστημα».
«Οι λύσεις που προτείνονται από τους συμμετέχοντες ποικίλλουν» σημειώνει ο κ. Σταύρος Εμμανουήλ, ο οποίος και είχε την επιστημονική εποπτεία της ερευνητικής ομάδας. «Αλλος μιλάει για ανάπτυξη πνεύματος αλληλεγγύης, άλλος για επανάσταση και κοινωνικά νομιμοποιημένη βία. Κάποιος απαξιώνει το πολιτικό σύστημα, ένας τρίτος τη Δημοκρατία. Υπάρχει και αυτός που κλείνει απλώς την τηλεόραση. Πολλοί πεισμώνουν και δεν παραιτούνται. Το σίγουρο είναι ότι όλα αλλάζουν, η κοινωνία αλλάζει».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ