Ενας καινοτόμος της νεοελληνικής ιστορίας


Ένας μεγάλος ιστορικός έφυγε από τη ζωή. Ο Τζον Πετρόπουλος, 69 ετών, άφησε την τελευταία του πνοή στις 3 Μαΐου, στο γραφείο του, στο Amherst College της Μασαχουσέτης, διορθώνοντας τα γραπτά των φοιτητών του. Λιγοστές ήταν οι δημόσιες εμφανίσεις του. Ηταν όμως γνωστός στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, γιατί χάραξε τους δρόμους της ιστορίας του νεοελληνικού κράτους.


Ηταν ο συγγραφέας του δίτομου έργου «Πολιτική και συγκρότηση του κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843)», Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1985 (αρχική έκδοση: «Politics and Statecraft in the Kingdom of Greece, 1833-1843», Princeton U.Ρ., 1968). Το βιβλίο αυτό εξετάζει τα πολιτικά κόμματα και τον τρόπο με τον οποίο επιδιώχθηκε η θεμελίωση του νεοελληνικού κράτους. Παρουσιάζει τα κόμματα ως καθοριστικούς συντελεστές και ενεργούς παράγοντες στη διαμόρφωση των ίδιων των κρατικών θεσμών και των θεμελιακών δομών του ελληνικού κράτους. Θεωρεί πως είχαν βαθιές ρίζες ακόμη από την εποχή της Τουρκοκρατίας και ότι αποκρυστάλλωναν κοινωνικές πρακτικές και νοοτροπίες οι οποίες στη συνέχεια τροποποιήθηκαν από τις διαπλοκές με τις ξένες δυνάμεις και από την πρακτική της δημιουργίας ενός κράτους, του οποίου η γραφειοκρατική λογική διέφερε από τον τρόπο με τον οποίο η παραδοσιακή κοινωνία αναδείκνυε και αντιλαμβανόταν την έννοια της εξουσίας. Πρόκειται για μια μελέτη η οποία δείχνει με αριστοτεχνικό τρόπο τη γένεση της πολιτικής στη νεότερη Ελλάδα και ιδιαίτερα τις δομές πατρονίας και πελατείας.


Η δημοσίευσή της υπήρξε τομή στη νεοελληνική ιστορία. Δεν θα ήταν υπερβολικό να υποστηριχθεί ότι με το δίτομο αυτό έργο θεμελιώνονται οι σπουδές που αφορούν την περίοδο της ελληνικής ιστορίας μετά την Επανάσταση. Γιατί με το βιβλίο αυτό ο Πετρόπουλος δημιούργησε σχολή όχι μόνο ανάμεσα στους ιστορικούς της νεότερης Ελλάδας, αλλά και στην πολιτική επιστήμη, έστω και αν οι έννοιες της πατρονίας – πελατείας, από τη συνεχή επανάληψη και την απόσπασή τους από τα εμπειρικά δεδομένα, τελικά κακόπαθαν.


Η αμερικανική σχολή


Ο Πετρόπουλος γεννήθηκε στο Lewiston (Maine) των ΗΠΑ στις 19 Δεκεμβρίου του 1929. Γόνος μεταναστών από την Ελλάδα, αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Yale (1951) και έλαβε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο Harvard (1963). Στο διδακτικό δυναμικό του Κολεγίου Amherst, ενός από τα καλύτερα της Ανατολικής Ακτής, εντάχθηκε το 1958 και δίδαξε βαλκανική και ανατολικομεσογειακή ιστορία. Το τελευταίο σεμινάριό του, ενδεικτικό των ενδιαφερόντων και των γνώσεών του, ήταν για την επανάσταση στο Ιράν. Είχε επομένως μια ευρεία εποπτεία της ιστορίας της περιοχής σε μεγάλο βάθος χρόνου, γεγονός που του επέτρεπε μια συγκριτική οπτική στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας. Ηταν από τους ελάχιστους ιστορικούς για τους οποίους το μέτρο σύγκρισης της ελληνικής κοινωνίας δεν ήταν η Δυτική Ευρώπη των εγκυκλίων σπουδών τους, αλλά τα βαθύτερα κοινά νοοτροπιακά και κοινωνικά ρεύματα που διέσχιζαν την ευρύτερη περιοχή στην οποία η Ελλάδα εντάσσεται γεωγραφικά και ιστορικά. Η παραδοσιακότητα του τύπου αυτού δεν περιγράφεται από τον Πετρόπουλο ως παθητική και αδρανής, αλλά ως δυναμικό στοιχείο, σε ανταγωνιστική και διαλογική σχέση με την άλλη δυναμική, του εκδυτικισμού και του εκσυγχρονισμού.


Από θεωρητική άποψη, στην ανάλυση του Πετρόπουλου η ιστορία συναντιέται με την κοινωνική θεωρία (Max Weber) και την κοινωνική ανθρωπολογία. Ανήκει σε μια παράδοση ενασχόλησης με τη νεοελληνική και τη βαλκανική ιστορία που δημιουργήθηκε στις ΗΠΑ, και η οποία εμπεριέχει (ως προς τη νεότερη περίοδο) τρία εμβλητικά ονόματα: το δικό του, του Λευτέρη Σταυριανού και του Γ. Β. Λεονταρίτη. Και των τριών το έργο απορρόφησε την πολιτική και κοινωνική θεωρία που είχε γονιμοποιήσει την αμερικανική ακαδημαϊκή σκέψη μεταπολεμικά, όταν δηλαδή καρποφόρησε η συνεισφορά των γερμανών εξορίστων της δεκαετίας του ’30. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι οι μεγάλες και ευρείες συνθέσεις, η αναζήτηση και η ανάδειξη του υπόβαθρου των γεγονότων και του νοήματός τους, η επεξεργασμένη αφηγηματικότητα. Θα περίμενε κανείς βέβαια ότι τα έργα αυτά θα δημιουργούσαν μια παράδοση νεοελληνικής ιστοριογραφίας στην Αμερική. Αλλά η παράδοση διακόπηκε. Το ενδιαφέρον εκεί για τα ελληνικά πράγματα το τράβηξε περισσότερο η κοινωνική ανθρωπολογία.


Ο Πετρόπουλος ήταν επίσης συνεκδότης του βιβλίου «Hellenism and the First Greek War of Liberation (1821-1830): Continuity and Change» (Θεσσαλονίκη, ΙΜΧΑ, 1976) και επίσης συμμετείχε στη συγγραφή του βιβλίου «Foreign Interference in Greek Politics» (Ν.Υ., Pella, 1976). Από τις υπόλοιπες μελέτες που έγραψε, θα σταθώ σε μία λιγότερο γνωστή στο ελληνικό κοινό, αν και επίκαιρη.


Ιστορική μνήμη


Η μελέτη αυτή αφορά τη χρήση του παρελθόντος και τη συγκρότηση της ιστορικής μνήμης στη νεότερη Ελλάδα και εντάσσεται σε μια μεγάλη συζήτηση για την «ελληνική συνέχεια», η οποία διεξήχθη τις δεκαετίες ’60 και ’70 ανάμεσα σε βυζαντινολόγους και ελληνιστές του εξωτερικού. Δημοσιεύθηκε στον τ. «The «Past» in Medieval and Modern Greek Culture» (επιμ. Σπ. Βρυώνη, Malibu, Undena Publications, 1978).


Ο Πετρόπουλος τοποθέτησε το ζήτημα όχι στο οντολογικό πεδίο (υπάρχει ή δεν υπάρχει συνέχεια) αλλά σε σχέση με τη λειτουργία του παρελθόντος στη νέα ελληνική κοινωνία. Οι Ελληνες, υποστήριξε, ήταν κληρονόμοι τουλάχιστον τριών ξεχωριστών παρελθόντων: του ελληνικού, του βυζαντινού και του οθωμανικού. Διακρίνει όμως ανάμεσα σε ζωντανό και νεκρό παρελθόν. Το πρώτο επιβιώνει στο παρόν, αν και λειτουργεί με άλλους όρους. Το νεκρό παρελθόν αναφέρεται σε αυτό το οποίο έχει εξαφανιστεί, αλλά λειτουργεί ως ιδέα η οποία μπορεί να αναβιώσει και να διορθώσει ή να συμπληρώσει τη μνήμη. Για τους Ελληνες το ζωντανό παρελθόν ήταν το οθωμανικό παρελθόν, το οποίο προσπαθούσαν να απορρίψουν. Από την άλλη μεριά ανέδειξαν το νεκρό παρελθόν, με διχοτομικούς όρους και ως παραδειγματικό πρότυπο αλλαγής, το οποίο αποσκοπούσε στο να μάθουν οι Ελληνες να σκέπτονται τον εαυτό τους ως εθνική κοινότητα. Σε αντιπαράθεση με τις σωτηριολογικές αντιλήψεις της Εκκλησίας, προβλήθηκε η έννοια της εθνικής χειραφέτησης. Αυτό ήταν αποτέλεσμα του ελληνικού Διαφωτισμού. Αλλά σε αυτή τη διχοτομική αντίληψη δεν υπήρχε χώρος για το ζωντανό παρελθόν παρά ως νεκρό βάρος το οποίο έπρεπε να απορριφθεί. Η κοινωνική διάσταση της απόρριψης αυτού του παρελθόντος ήταν η κριτική προς τις παραδοσιακές ελίτ (όπως λ.χ. στην «Ελληνική Νομαρχία»). Ετσι, ο ελληνικός Διαφωτισμός, παρά την αργότερα καταμαρτυρούμενη αποτυχία του από τους διανοουμένους, σημείωσε αξιοσημείωτη επιτυχία στη δημιουργία μιας εθνικής συνείδησης η οποία εκφράστηκε με την Επανάσταση. Αλλά η Επανάσταση δεν εκπλήρωσε όλες τις προσδοκίες. Η δυσαρέσκεια, ως κριτική, ενσωματώθηκε από διαφορετικούς φορείς αφενός στην επιδίωξη του εκδυτικισμού και του εκσυγχρονισμού, αφετέρου στην πολιτική της Μεγάλης Ιδέας. Εξάλλου το παρελθόν δεν προσέφερε πολιτικά πρότυπα.


Ο μύθος και ο αντιμύθος


Επισημαίνει ο Πετρόπουλος ότι όσο ριζοσπαστική και αν ήταν η κριτική του ελληνικού Διαφωτισμού στα πλαίσια της Τουρκοκρατίας, δεν ήταν το ίδιο ριζοσπαστική στον κοινωνικό-οικονομικό χώρο. Το κράτος δεν προικοδοτήθηκε με μια πολιτική δημιουργίας οικονομικής υποδομής. Το αντιλαμβάνονταν ως όργανο αλλαγής στην παιδεία, όχι όμως και στην οικονομία και στην κοινωνία. Αλλωστε οι προσδοκίες ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα και στις ελίτ διέφεραν. Τα πρώτα εμπνέονταν από μια ιδέα «δικαιοσύνης» που ενσάρκωναν κάθε φορά χαρισματικές προσωπικότητες, ενίοτε αυταρχικές. Οι ελίτ, οι οποίες αντετίθεντο όχι στις δομές εξουσίας της οθωμανικής περιόδου αλλά στον έλεγχο των δομών αυτών από τους Οθωμανούς, έτειναν να προσαρμόσουν τις προσδοκίες τους στα νέα πολιτικά δεδομένα, χωρίς όμως να τα αμφισβητήσουν. Το αποτέλεσμα ήταν μια γενικευμένη αίσθηση αποτυχίας, η οποία ενσωματώθηκε πάλι διχοτομικά. Ως νοσταλγία της παραδοσιακής κουλτούρας και αντιδυτικισμός αφενός, ως κριτική της ελληνικής ιδιαιτερότητας εν ονόματι της μίμησης της Δύσης αφετέρου. Μια τομή δημιούργησε η Αριστερά, η οποία αποπειράθηκε να δει την ελληνική ιστορία στο ευρύτερο πλαίσιο της ανθρώπινης εμπειρίας και να συνδυάσει τα αντιδυτικά αισθήματα (μέσω της κριτικής του καπιταλισμού) με τα φιλοπρόοδα αισθήματα μίμησης της Δύσης. Με αυτές τις τάσεις η Ελλάδα μπήκε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος δημιούργησε έναν άλλο, πάλι αμφίσημο, μύθο. Δηλαδή ότι η Αντίσταση συνέχιζε τον Αγώνα του 1821 και ότι ο ελληνικός λαός αντιστέκεται πάντοτε σε πανίσχυρους κατακτητές. Αλλά αυτός ο μύθος είχε και τον αντιμύθο του. Μια μειοψηφία εκμεταλλεύτηκε τα εθνικά αισθήματα για να επιβάλει τυραννία.


Το δοκίμιο αυτό είναι ένα μικρό δείγμα ιστορικού στοχασμού αυτού του ωραίου ανθρώπου που έφυγε.


Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.