Στον πρώτο γύρο των τουρκικών εκλογών επαναλήφθηκε αυτό που έχει συμβεί τόσες φορές στο παρελθόν. Ευφορία στο στρατόπεδο του Ερντογάν, απογοήτευση στο στρατόπεδο της αντιπολίτευσης. Με εξαίρεση τις δημοτικές εκλογές του 2019, όταν ο Ερντογάν έχασε τον έλεγχο πέντε μεγάλων πόλεων, έχει κερδίσει όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις της εικοσαετίας.
Πριν τις εκλογές είχε βρεθεί στο επίκεντρο της τέλειας καταιγίδας. Η Τουρκία έχει ανεξέλεγκτο πληθωρισμό, πολύ υψηλούς δείκτες ανεργίας, υποτιμημένο νόμισμα και άδεια δημόσια ταμεία με έλλειμμα 60 δισ. δολαρίων. Αν σε αυτά προσθέσουμε τις συνέπειες των σεισμών και την κρατική ανεπάρκεια αντιμετώπισής τους, η κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να βγει κερδισμένη. Ωστόσο, ο Ερντογάν ανέτρεψε αυτές τις προβλέψεις. Το έκανε χρησιμοποιώντας όλη τη δύναμη του κράτους. Ελέγχοντας την πληροφόρηση, ανέπτυξε το αφήγημα της ασφάλειας και της ταυτότητας. Και αυτό λειτούργησε.
Ο Ερντογάν αναδείχθηκε νικητής του πρώτου γύρου κερδίζοντας ταυτόχρονα άνετη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση με 323 από τις 600 έδρες μέσω της ανίερης συμμαχίας του με τους εθνικιστές και κάποιες ακραίες περιθωριακές δυνάμεις. Εχει σαφώς πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου του στον δεύτερο γύρο.
Παρ’ όλα αυτά έχει επίσης πρόβλημα καθώς η δημοτικότητά του όπως και αυτή του κόμματός του μειώνονται. Η απήχησή τους στις νεότερες γενιές είναι εξαιρετικά χαμηλή. Η αντιπολίτευση στο διάστημα μεταξύ των δύο γύρων όξυνε τη ρητορική της σε δύο θέματα που πιθανώς απομάκρυναν ψηφοφόρους, το Προσφυγικό και το Κουρδικό. Με τον τρόπο αυτόν ο Κιλιτσντάρογλου επιχειρεί να ενισχύσει το προφίλ του ως ισχυρού ηγέτη που δεν θα φοβηθεί να πάρει σκληρές αποφάσεις. Ακόμη πιο σημαντικό, επιχειρεί να αναδείξει το υπαρξιακό δίλημμα για την Τουρκία: ως μια επιλογή ανάμεσα στο όραμα του Ερντογάν, που όπως επιχειρηματολογεί βλάπτει την Τουρκία, και το δικό του που μπορεί να βγάλει τη χώρα από τα αδιέξοδά της. Με άλλα λόγια ο δεύτερος γύρος προσλαμβάνει χαρακτήρα δημοψηφίσματος με αντικείμενο το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ του τουρκικού λαού και του κράτους του. Σαφώς ο Ερντογάν πηγαίνει ενισχυμένος στον δεύτερο γύρο. Αλλά η αναμέτρηση θα είναι οριακή, χωρίς περιθώρια εφησυχασμού. Η αντιπολίτευση έμαθε το μάθημά της. Η συμμετοχή στον πρώτο γύρο ήταν μεγάλη αλλά πολύ πιθανόν λιγότεροι ψηφοφόροι της να προσήλθαν στις κάλπες, κάτι που εξηγεί ίσως την εσφαλμένη εκτίμηση των δημοσκοπήσεων. Αν ο Κιλιτσντάρογλου καταφέρει να τους κινητοποιήσει και να πείσει εκείνους που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τον Ερντογάν, αν μπορέσει να εξασφαλίσει παρατηρητές σε όλη την επικράτεια, είναι πιθανό να κερδίσει. Μπορεί να φαίνεται μικρή αλλά παραμένει δυνητικά μια πιθανότητα, ειδικά αν αναλογισθούμε ότι περισσότερη από τη μισή Τουρκία αναζητεί εναλλακτική στον Ερντογάν.
Ο κ. Αλπέρ Κοσκούν είναι τ. πρέσβης, κύριος ερευνητής του Ευρωπαϊκού Προγράμματος του Carnegie Endowment for International Peace, όπου διευθύνει την πρωτοβουλία «Η Τουρκία και ο Κόσμος». Η έρευνά του επικεντρώνεται στην τουρκική εξωτερική πολιτική, ειδικότερα σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη.