Καθώς ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας μαίνεται εδώ και σχεδόν δύο χρόνια, καμία πλευρά δεν έχει σημειώσει στρατιωτική πρόοδο τους τελευταίους πολλούς μήνες ή, δεν δείχνει ικανή να επιτύχει σημαντική νίκη μέχρι την εκπνοή του 2023, ακόμη και το επόμενο έτος. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η σύρραξη, την οποία ξεκίνησε ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν τον Φεβρουάριο του 2022 με τη φιλοδοξία να αποτελέσει έναν πόλεμο-αστραπή, θα τελειώσει σύντομα.

Τόσο η Μόσχα όσο και το Κίεβο δεν φαίνονται πρόθυμες να διαπραγματευτούν ώστε να σιγήσουν τα όπλα. Ή έστω να συμβιβαστούν με μια παγωμένη σύγκρουση. Δηλαδή μια συνθήκη όπου η πολεμική αντιπαράθεση έχει μεν τερματιστεί, αλλά το πρόβλημα δεν έχει διευθετηθεί.

Πενιχρά κέρδη για το Κίεβο από την αντεπίθεση

Η Ουκρανία ελπίζει ακόμη ότι η αντεπίθεσή της, που βασίστηκε στον σύγχρονο δυτικό εξοπλισμό και βρίσκεται από τον περασμένο Ιούνιο σε πλήρη εξέλιξη, θα μπορούσε να γυρίσει το παιχνίδι προς όφελός της. Ομως στην πράξη η πρόοδος που σημειώθηκε χάρη στην «εαρινή αντεπίθεση» των Ουκρανών είναι ελάχιστη.

Στην πιο σημαντική εδαφική τους προέλαση εδώ και εβδομάδες οι ουκρανικές δυνάμεις δημιούργησαν αρκετά οχυρωμένα προγεφυρώματα στην κατεχόμενη από τη Ρωσία ανατολική όχθη του Δνείπερου. Ο ποταμός αυτός χωρίζει τα δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα εδώ και σχεδόν ένα χρόνο. Το διακύβευμα για το Κίεβο είναι να κρατήσει αυτά τα προγεφυρώματα, μια και με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να ξεκινήσει τη μεταφορά τεθωρακισμένων και συστημάτων αεράμυνας, φέρνοντας τα ουκρανικά στρατεύματα ένα βήμα πιο κοντά στη χερσόνησο της Κριμαίας, που ο Πούτιν έχει προσαρτήσει παρανόμως από το 2014.

Η Ρωσία, από τη μεριά της, έχει επικεντρώσει τις προσπάθειές της στα ανατολικά, με τις μάχες να συνεχίζονται γύρω από το Μπαχμούτ. Η πόλη βρίσκεται υπό τον έλεγχό της εδώ και αρκετούς μήνες, παρά το ότι η Ουκρανία ανέκτησε εδάφη στις γύρω περιοχές το περασμένο καλοκαίρι. Οι ρωσικές δυνάμεις ισχυρίζονται επίσης ότι προελαύνουν γύρω από την πόλη Αβντίιβκα κοντά στο Ντονέτσκ, αν και προ ημερών ο ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι ισχυρίστηκε ότι στο εν λόγω σημείο ο εχθρός έχει υποστεί σημαντικές απώλειες σε αριθμό στρατιωτών και σε στρατιωτικό εξοπλισμό.

Ζητούν τεχνολογική αναβάθμιση της βοήθειας

Επί της ουσίας όμως τους τελευταίους έντεκα μήνες κατά τους οποίους Μόσχα και Κίεβο εξαπέλυσαν μεγάλες επιθέσεις, σχεδόν μόνο 804 τετρ. χλμ. άλλαξαν χέρια. Ητοι «κάτι λιγότερο από το ένα πέμπτο του 1% της ουκρανικής επικράτειας», όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά το «Politico». Και κυρίως, η Ουκρανία ήταν αυτή που δεν κατάφερε να «κεφαλαιοποιήσει» τα αξιόμαχα οπλικά συστήματα που έλαβε από τη Δύση. Τι έφταιξε;

Σε πρόσφατο άρθρο του στον «Economist» ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων της Ουκρανίας, Βαλέρι Ζαλούζνι, προτείνει ένα «μεγάλο τεχνολογικό άλμα» προκειμένου να υπάρξει διέξοδος από την πολεμική στασιμότητα: «Βλέπουμε όλα όσα κάνει ο εχθρός και αυτός βλέπει όλα όσα κάνουμε εμείς. Για να ξεπεράσουμε αυτό το αδιέξοδο, χρειαζόμαστε κάτι καινούργιο, όπως την πυρίτιδα που επινόησαν οι Κινέζοι και την οποία εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε για να αλληλοσκοτωνόμαστε». Ο Ζαλούζνι μιλάει μεταξύ άλλων για την ανάγκη «καινοτομίας στα drones, εξοπλισμού αποναρκοθέτησης αλλά και χρήσης της ρομποτικής».

Αντιπαράθεση για τον εφοδιασμό

Το πολεμικό αδιέξοδο ωστόσο έχει και άλλες παραμέτρους. Μερικοί από τους ισχυρότερους υποστηρικτές της Ουκρανίας κατηγορούν τη Δύση, και ειδικά τις ΗΠΑ, ότι ήταν υπερβολικά επιφυλακτικές σχετικά με τον εφοδιασμό της χώρας με ισχυρό οπλισμό, και δη όπλα τελευταίας τεχνολογίας, στα πρώτα στάδια του πολέμου. Αυτό που λένε δηλαδή είναι ότι μπορεί μεν να προμήθευσαν αρχικά το Κίεβο με επαρκή στρατιωτικό υλικό, όμως δεν εξόπλισαν τα ουκρανικά στρατεύματα με εκείνα τα συστήματα που θα του επέτρεπαν να σημειώσει σημαντικές νίκες από τον φόβο μήπως εμπλακεί το ΝΑΤΟ σε πόλεμο με τη Ρωσία.

Συνεπώς, η Δύση επέτρεψε στη Ρωσία να ανασυνταχθεί και να χτίσει την άμυνά της μετά την ανακατάληψη του Χαρκόβου στον Βορρά και της Χερσώνας στον Νότο από τους Ουκρανούς στα τέλη του 2022. Οταν πια έφθασαν από τη Δύση τα πυραυλικά συστήματα και τα τανκς μεγάλου βεληνεκούς, ήταν αργά. Ομοίως, τα F-16 που αναμένονται το επόμενο έτος δεν θα είναι τόσο χρήσιμα, συμπληρώνει ο Ζαλούζνι, «εν μέρει επειδή η Ρωσία έχει βελτιώσει την αεράμυνά της, ενώ με την πειραματική έκδοση των S-400 μπορεί να φτάσει πέρα από την πόλη Ντνίπρο».

Την ίδια ώρα, οι ουκρανοί στρατιώτες έχουν εξαντληθεί – σημειωτέον ότι σήμερα Κυριακή συμπληρώνονται 648 μέρες συνεχιζόμενου πολέμου. Πολλοί από τους καλύτερους στη μάχη έχουν σκοτωθεί και παρά τα κύματα επιστράτευσης, η χώρα δεν διαθέτει το ανθρώπινο δυναμικό για να συντηρήσει μια μόνιμη και μεγάλης κλίμακας αντεπίθεση. Παρ’ όλα αυτά, αν οι Ουκρανοί σταματήσουν να πολεμούν, ξέρουν ότι θα χάσουν τη χώρα τους.

Ελπίζει στην κούραση της Δύσης και στον… Τραμπ

Οσο για τον Πούτιν, δεν φάνηκε στιγμή να κάνει πίσω, μολονότι τα σχέδιά του δεν απέφεραν τα αναμενόμενα, τα στρατεύματά του δέχτηκαν τεράστια πλήγματα, ενώ είχε να αντιμετωπίσει έναν εχθρό έντονα ψυχωμένο. Και σήμερα, όπως επισημαίνει ο «Economist», ο ρώσος πρόεδρος εξακολουθεί να «περιμένει από τη Δύση να κουραστεί και ελπίζει σε μια επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ».  Στο μεταξύ, η ρωσική οικονομία έχει τεθεί στην υπηρεσία του πολέμου, η αμυντική της βιομηχανία έχει επωφεληθεί από τη στήριξη της Κίνας και άλλων συμμάχων και έχει υπερκεράσει τα όποια προβλήματα από τις δυτικές κυρώσεις. Η χώρα δείχνει ότι είναι σε θέση να παράγει όπλα και να ρίχνει στη μάχη ανθρώπινο δυναμικό με σταθερό ρυθμό, για όσο διάστημα χρειάζεται. Αντίθετα, σε αυτόν το πόλεμο φθοράς και διάρκειας η Ουκρανία πρέπει συνεχώς να έχει τη στήριξη των δυτικών συμμάχων. Συνεπώς ΗΠΑ και Ευρώπη πρέπει να αναπροσαρμόσουν τη στρατηγική τους. «Πρέπει να εστιάσουν στη διασφάλιση του μέλλοντος της χώρας στη Δύση» σημειώνει το «Politico».