Στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού Λακωνίας βρίσκεται ένα από τα πιο εξωτικά διαμάντια του ελληνικού καλοκαιριού: η Ελαφόνησος. Ενα νησάκι μόλις 19 τετραγωνικών χιλιομέτρων, που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από τα όνειρα κάθε ταξιδιώτη ο οποίος αναζητεί νερά που θυμίζουν Καραϊβική και γαλήνη.
Η φήμη της στηρίζεται κυρίως στις παραλίες της – όλοι έχουν ακουστά τον Μικρό και τον Μεγάλο Σίμο –, όμως η ιστορία της, η φύση της και η σχεδόν μυστηριακή της αύρα αποκαλύπτονται μόνο σε όσους κάνουν μια προσπάθεια να βουτήξουν πιο βαθιά στην ατμόσφαιρά της.
Η Ελαφόνησος κατοικήθηκε από την προϊστορική περίοδο. Κατά την αρχαιότητα, δεν υπήρχε νησί εδώ, αλλά ένα μικρό κομμάτι γης ενωμένο με τη στεριά της Πελοποννήσου. Οι γεωλογικές μεταβολές και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας απομόνωσαν τη χερσόνησο, μετατρέποντάς τη σε νησί – ένα φαινόμενο που μαρτυρεί την έντονη γεωλογική ιστορία της περιοχής.
Το όνομα Ελαφόνησος φαίνεται πως προέρχεται από την πλούσια παρουσία ελαφιών κατά το παρελθόν ή από τη θεά Άρτεμη Ελαφηβόλο (κυνηγό των ελαφιών). Κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους, αλλά και στη διάρκεια της Ενετοκρατίας, η περιοχή υπήρξε σημείο ναυτικού ενδιαφέροντος.
Κατά το παρελθόν, το νησί λειτούργησε ως καταφύγιο πειρατών και τόπος αγκυροβόλησης για όσους ήθελαν να προστατευτούν από τα κύματα του Λακωνικού Κόλπου. Η Ελαφόνησος ανήκε διοικητικά στην Κοινότητα Κάμπου Βοιών και απέκτησε ανεξαρτησία το 1949. Αξίζει να σημειωθεί πως ήταν από τα τελευταία ελληνικά νησιά που ηλεκτροδοτήθηκαν – γεγονός που εξηγεί και τον ήπιο ρυθμό τουριστικής ανάπτυξης.

Βυθισμένη πολιτεία
Ίσως το πιο εντυπωσιακό και άγνωστο στοιχείο της περιοχής δεν βρίσκεται πάνω στο νησί, αλλά κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Στη ρηχή λιμνοθάλασσα ανάμεσα στην Πούντα και την Ελαφόνησο κρύβεται η αρχαιότερη βυθισμένη πολιτεία του κόσμου: το Παυλοπέτρι, το οποίο χρονολογείται γύρω στο 2800 π.Χ., στην Εποχή του Χαλκού.
Στο Παυλοπέτρι έχουν εντοπιστεί ερείπια σπιτιών, δρόμοι, τάφοι, ακόμα και αποθήκες – όλα εξαιρετικά καλά διατηρημένα κάτω από μόλις 3-4 μέτρα αλμυρού νερού. Οι ειδικοί θεωρούν ότι η βύθιση της πόλης οφείλεται σε ισχυρά σεισμικά φαινόμενα.
Ανακαλύφθηκε το 1967 από βρετανούς ερευνητές, αλλά είχε ήδη παρατηρηθεί από τον γεωλόγο και πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών Φωκίωνα Νέγρη το 1904. Ωστόσο, η σπουδαιότητα της ανακάλυψης του Νέγρη δεν αναγνωρίστηκε αμέσως. Χρόνια αργότερα, ο ωκεανογράφος Νικόλας Φλέμινγκ επιβεβαίωσε την ύπαρξη του αρχαίου οικισμού, ενώ η πρώτη οργανωμένη αποστολή έγινε το 1968 από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.

Η επταμελής ερευνητική ομάδα του ιδρύματος, με τη συνεργασία της ελληνικής πλευράς και την καθοδήγηση του Άγγελου Δεληβορριά, χρησιμοποίησε ένα πρωτοποριακό για την εποχή πλέγμα τεμνόμενων γραμμών για να χαρτογραφήσει με ακρίβεια τα ερείπια.
Δεν πραγματοποιήθηκε ανασκαφή, αλλά η επιφανειακή περισυλλογή θραυσμάτων αποκάλυψε έναν εκτεταμένο προϊστορικό οικισμό που ήκμαζε στις τρεις περιόδους της Εποχής του Χαλκού, με ιδιαίτερη άνθηση στην πρώιμη και την ύστερη φάση, φτάνοντας ως τα μυκηναϊκά χρόνια.
Τα ευρήματα – σπίτια, δρόμοι, αποθήκες, ακόμα και τάφοι – βρίσκονται σε βάθος μόλις 3-4 μέτρων και είναι εντυπωσιακά καλοδιατηρημένα. Η θέση και το μέγεθος της πόλης υποδηλώνουν ότι ίσως υπήρξε διοικητικό ή εμπορικό κέντρο του ευρύτερου κάμπου των Βατίκων.
Η εγγύτητά της με Ελαφόνησο, Κύθηρα, Αντικύθηρα και Κρήτη, σε συνδυασμό με τα κεραμικά ευρήματα, ενισχύουν την ιδέα πως το Παυλοπέτρι διατηρούσε σημαντικές εμπορικές επαφές. Θραύσματα πίθων, υφαντικά βαρίδια και κεραμικά με μινωικές, κυθηραϊκές, κυκλαδικές και λακωνικές επιρροές μαρτυρούν μια πρώιμη μορφή βιοτεχνίας.

Το 2009 ξεκίνησε ένα πενταετές ερευνητικό πρόγραμμα υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Ηλία Σπονδύλη, σε μια συνεργασία της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟ και του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ. Στόχος ήταν η πλήρης χαρτογράφηση της καταποντισμένης πόλης με τη χρήση προηγμένης τεχνολογίας.
Οι νέες έρευνες αύξησαν την έκταση του οικισμού από 30 σε περίπου 50 στρέμματα, ενώ εντοπίστηκαν πάνω από 9.000 τ.μ. νέων κτισμάτων που είχαν καλυφθεί από άμμο. Η απουσία θαλάσσιων οργανισμών στις νέες τοιχοποιίες δείχνει ότι τα συγκεκριμένα τμήματα αποκαλύφθηκαν πρόσφατα λόγω μετακίνησης εναποθέσεων άμμου από ρεύματα και κύματα.
Εντοπίστηκαν επίσης τέσσερις νέοι κιβωτιόσχημοι τάφοι και μία ταφή σε πίθο, ενώ η ανάλυση των νέων κεραμικών ευρημάτων ανέτρεψε την έως τότε χρονολόγηση του οικισμού. Η κατοίκηση πλέον τοποθετείται ήδη από την Τελική Νεολιθική Περίοδο, κάτι που καθιστά το Παυλοπέτρι ακόμη αρχαιότερο από ό,τι πιστευόταν.
Η κεραμική της περιόδου αυτής παρουσιάζει ομοιότητες με άλλους νεολιθικούς οικισμούς και σπήλαια της Λακωνίας. Ορισμένα όστρακα κεραμικής που ανήκουν σε μεταγενέστερες περιόδους (Πρωτογεωμετρική, Κλασική, Ρωμαϊκή, Βυζαντινή) υποδηλώνουν και μετέπειτα χρήση της περιοχής, επιβεβαιώνοντας τη μακρόχρονη κατοίκηση.
Το 2011 πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά ανασκαφική με δύο τομές σε σημεία όπου διακρίνονταν πίθοι κάτω από την άμμο. Ανασύρθηκαν δύο πίθοι, εκ των οποίων ο ένας παρουσιάζει ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον λόγω της κατασκευής του από τρία διαφορετικά μέρη.
Οι πίθοι εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πύλου στο Νιόκαστρο, ενώ ευρήματα από τον προϊστορικό οικισμό φιλοξενούνται και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Νεαπόλεως.
Η πολιτεία δεν είναι επισκέψιμη με καταδυτικό εξοπλισμό ή βάρκα, αλλά οι περιπετειώδεις ταξιδιώτες μπορούν, με μάσκα και αναπνευστήρα, να κολυμπήσουν πάνω από τα ερείπια και να δουν με τα ίδια τους τα μάτια έναν οικισμό σχεδόν 5.000 ετών κάτω από τα γαλανά νερά.
Επισκέψιμα από ξηράς είναι το νεκροταφείο της Πούντας, το αρχαίο λατομείο, το κανάλι και η λίμνη Στρογγυλή, όλα τμήματα της ιστορικής συνέχειας μιας περιοχής που ακόμα και βυθισμένη, μιλά για τη ζωή, το εμπόριο και την εξέλιξη του προϊστορικού κόσμου του Αιγαίου.

Μεγάλος & Μικρός Σίμος, αμμοθίνες και κρίνα της θάλασσας
Η φήμη της Ελαφονήσου εκτοξεύθηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες κυρίως λόγω της παραλίας του Σίμου – ή μάλλον των δύο παραλιών του: του Μεγάλου και του Μικρού Σίμου. Χωρίζονται από έναν αμμώδη διάδρομο που οδηγεί σε έναν μικρό λόφο και αποτελούν ίσως την πιο διάσημη διπλή ακτή της Ελλάδας (μαζί με την Κολώνα της Κύθνου).
Οι παραλίες αυτές, με τα κρυστάλλινα νερά και τη χρυσή άμμο θυμίζουν εικόνες από τις Μαλδίβες. Η θάλασσα είναι πράγματι τόσο διαυγής που νιώθει κανείς σαν να κολυμπά σε πισίνα. Η μεγάλη παραλία (Σαρακήνικο) είναι ανοιχτή στο πέλαγος, κάτι που σημαίνει ότι συχνά φυσάει, γεγονός που τη μετατρέπει σε παράδεισο για windsurfers και kite surfers.
Η μικρή είναι λίγο πιο προστατευμένη και ιδανική για όσους αναζητούν πιο ήρεμες στιγμές. Ανάμεσά τους, οι αμμοθίνες με τους κέδρους και τα κρίνα της θάλασσας συνθέτουν ένα μοναδικό οικοσύστημα – ενταγμένο στο δίκτυο Natura 2000 – που προστατεύεται αυστηρά. Άλλες πολύ όμορφες παραλίες είναι η Λεύκη, το Κοντογόνι, o Αγλύφτης αλλά και η Παναγία με το υπέροχο ηλιοβασίλεμα.

Η Ελαφόνησος, παρά το μικρό της μέγεθος, διαθέτει εντυπωσιακά πλούσια χλωρίδα. Οι παράκτιες περιοχές της φιλοξενούν αμμοθίνες με θαλάσσιους κέδρους (Juniperus macrocarpa), σπάνια φυτά όπως το κρίνο της θάλασσας (Pancratium maritimum), θυμάρι και αλμυρίκια.
Η λιμνοθάλασσα της Στρογγυλής στην ευρύτερη περιοχή είναι σημαντικός υγροβιότοπος και καταφύγιο για αποδημητικά πτηνά. Οι προσπάθειες για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος είναι συνεχείς, με τοπικούς φορείς, ΜΚΟ και κατοίκους να δίνουν μάχη ενάντια στην υπερανάπτυξη.
Ο κύριος οικισμός του νησιού βρίσκεται στη βόρεια πλευρά, δίπλα στο λιμάνι, και είναι ένα μικρό ψαροχώρι που θυμίζει λίγο Κυκλάδες, με χαμηλά, ασβεστωμένα σπίτια, παραθαλάσσιες ταβέρνες και μικρά καΐκια. Εδώ θα βρείτε ενοικιαζόμενα δωμάτια και οικογενειακές ταβέρνες με φρέσκο ψάρι.
Η πλατεία μπροστά στο λιμάνι αποκτά ζωή το καλοκαίρι, ενώ δεν λείπουν και τα μικρά πανηγύρια, με κυριότερο αυτό της Παναγίας στις 15 Αυγούστου.
Μπορεί κανείς να περιηγηθεί στην Ελαφόνησο με τα πόδια ή με ποδήλατο, καθώς οι αποστάσεις είναι μικρές και το ανάγλυφο ήπιο. Οι πιο δραστήριοι ταξιδιώτες θα βρουν επίσης ευκαιρίες για SUP, snorkeling ή ακόμη και καταδύσεις στο Παυλοπέτρι.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, κτισμένη επάνω σε νησίδα και συνδεδεμένη με μικρή γέφυρα με τον οικισμό του νησιού – ένα χαρακτηριστικό, πολυφωτογραφημένο σημείο της Ελαφονήσου.







