Το μέλλον μου. «Τι σου φέρνει στον νου η λέξη «μέλλον»;» ρώτησε η ψυχολόγος μου. Εντάξει, ήταν συμπαθής, είπα να της κάνω το χατίρι. Χθες είδα έναν εφιάλτη. Κάποιος είχε τυλίξει μια πετονιά γύρω από τον λαιμό μου, «βοήθεια πνίγομαι», όμως δεν έβγαινε φωνή, ίσα που πρόλαβα να σηκωθώ και να τρέξω στο παράθυρο να πάρω αέρα. Ανοίγω τα παντζούρια, το παράθυρο ήταν χτισμένο. «Αυτό το χτισμένο παράθυρο, κυρία, αν θέλετε μπορώ να σας το ζωγραφίσω, αυτό είναι το μέλλον μου». Η ψυχολόγος μου χαμογέλασε αχνά.

Αναρωτιέμαι τι αλήθεια καταλαβαίνει. Οτι δεν είμαι ένα χαρούμενο παιδί; Οτι δεν ελπίζω σε κάτι καλό; Στον καθαρό αέρα, στη θέα που μπορεί να προβάλλει μέσα από ένα ανοιχτό παράθυρο; Mια θάλασσα, ας πούμε, ένα ηλιοβασίλεμα κι εγώ αγκαλιά με τη Θεανώ. Τι θα πει ελπίδα όμως και γιατί να έχω ελπίδα; Eίμαι 15 χρονών. Τρία χρόνια ήμουν περίπου έγκλειστος στο σπίτι. Ηταν η πανδημία. Ο μπαμπάς απολύθηκε από τη δουλειά του.

Ολα έγιναν δύσκολα. Mε τη μαμά καβγάδιζαν όλη ώρα. Εκλεινα τα αφτιά μου για να μην ακούω. Κάπου εκεί η γιαγιά μου πέθανε. Κανένας δεν επιτρεπόταν να είναι κοντά της. Ξεψύχησε μόνη της στο νοσοκομείο. Την αποχαιρέτησα μέσα από το κινητό μου, αυτό που τώρα όλοι αναθεματίζουν. «Σε αγαπώ, γιαγιά μου». Είμαι σίγουρος ότι το άκουσε. Είμαι σίγουρος ότι μέσα από τη μάσκα οξυγόνου χαμογέλασε και μου έκλεισε συνωμοτικά το μάτι. Αν δεν είχα το κινητό, θα ήμουν νεκρός. SMS, TikTok, Instagram κ.λπ., κ.λπ.

Ο μπαμπάς μένει σιωπηλός, σαν να ντρέπεται, σαν να φταίει που είναι άνεργος. Κάθε τόσο ξεσπάει και ωρύεται. Η μαμά αδιαφορεί. Εκείνη τουλάχιστον δεν έχασε τη δουλειά της. Οι καθηγητές στην τάξη μοιάζουν κουρασμένοι, σχεδόν εξουθενωμένοι. Το μέλλον, ένα χτισμένο παράθυρο. Ισως και μια τρύπα. Πώς να ζωγραφίσω όμως μια τρύπα; Eνας κύκλος σε μια άσπρη επιφάνεια. Ενα πρόσωπο χωρίς μάτια, χωρίς στόμα, ένα πρόσωπο χωρίς πρόσωπο. Αυτό είναι το μέλλον μου.

Είμαι ο ιδεώδης τύπος για τα μέτρα καταπολέμησης της ενδοσχολικής βίας που εξαγγείλατε. Είμαι υποψήφιος για πενθήμερη αποβολή, έχω ήδη δύο φρέσκα αδικήματα: Πρώτο αδίκημα: Φθορά ξένης περιουσίας. Εσπασα μαζί με τον φίλο μου τον Σάκη δύο καρέκλες, τις έκανα χίλια κομμάτια. Δεύτερο αδίκημα: Εκανα bullying στη Θεανώ. Στο διάλειμμα χαμογελούσε κι έστελνε ένα φιλί σε μια φίλη της. Πρόλαβα και τη φωτογράφισα με το κινητό και ήταν σαν να χαμογελούσε σε μένα. Της έστειλα τη φωτογραφία στο whats up της.

«Μου αρέσει όταν μου χαμογελάς και μου στέλνεις φιλιά» έγραψα. Εγινε έξαλλη, αγριεύτηκε. «Με ποιο δικαίωμα βγάζεις τη φάτσα μου χωρίς την άδειά μου, πού ξέρω τι άλλο έχεις κάνει με τη φωτογραφία μου;». Ο διευθυντής ενημέρωσε τον πατέρα μου. «Τελείωσες για μένα» μου δήλωσε. «Οι γονείς του φίλου σου του Σάκη έχουν όσα χρήματα θέλουν, να δω εγώ πού θα βρω τα χρήματα να πληρώσω την ανευθυνότητά σου. Δεν θέλω να σε βλέπω, χάσου από εδώ». Η μαμά συμπλήρωσε: «Σιγά μη σου έστελνε φιλί η Θεανώ, ρεζίλι έγινες».

Είμαι ο Μιχάλης Αργυρίου, 15 χρονών. Είμαι ο «Χάσου από εδώ». Μόλις τέλειωσα μια συνεδρία με την ψυχολόγο του σχολείου μου. Δεν πρόκειται να της ομολογήσω ποτέ τι είναι τα κρυμμένα σημάδια στα πόδια και στα χέρια μου. Αυτό δεν το ξέρει κανείς. Είμαι ένα παιδί που θέλει να φωνάξει «βοήθεια, ένα παιδί μεγαλώνει σήμερα».

Θέλω κάποιος να με αγαπήσει για να με αγαπήσω. Θέλω κάποιος να με μάθει όχι ποιος είμαι αλλά ποιος μπορώ να γίνομαι. Θέλω κάποιος προτού με τιμωρήσει, προτού τιμωρήσει εμένα ή τους γονείς μου, ή τους δασκάλους μου, να κατανοήσει ποιο είναι το νόημα της δυσφορίας μου, τι με κάνει να είμαι βίαιος, παράξενος, κακός. Θέλω κάποιος να μου πει γιατί συνώνυμο της ζωής μου έχει γίνει η λέξη bullying. Ενα αντικλείδι που ανοίγει όλες τις πόρτες… «ο δράστης, το θύμα και ο παρατηρητής». Ενας τόσο στενεμένος κόσμος.

Ποιο είναι το νόημα της βίας που ασκώ στον άλλον αλλά και της βίας που εγώ ασκώ στον ίδιο μου τον εαυτό; Γιατί αυτοτραυματίζομαι; Γιατί γίνομαι λιώμα στο ποτό; Γιατί οδηγώ σαν τρελός ένα μηχανάκι; Γιατί επιτίθεμαι χωρίς λόγο και βρίζω και χλευάζω και κουβαλώ σουγιάδες; Γιατί ως μέλος κάποιας συμμορίας νιώθω επιτέλους ότι ανήκω κάπου; Και τέλος το πιο φοβιστικό για μένα.

Γιατί μου έρχεται έτσι στα ξαφνικά η επιθυμία να κλείνω τα μάτια μου πάνω στο μηχανάκι; Να οδηγώ με κλειστά μάτια; Οχι δεν είναι μαγκιά. Θα μετρήσω μέχρι το 10, μέχρι το 20, μέχρι το 30 και μετά θα τα ανοίξω… Κι όπου είμαι τότε θα είναι καλύτερα από εδώ που είμαι τώρα. Κάποιος να μου πει, κάποιος να με ακούσει. Θέλω να ζήσω… Αλλά ΟΧΙ ΕΤΣΙ.

Υστερόγραφο: Eίμαι 15 χρονών. Ελπίζω σε αυτό που δεν γνωρίζω ακόμα.

Η κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας, συγγραφέας.