Eχοντας αφομοιώσει εν πολλοίς την ψυχρολουσία του δεύτερου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών, η κυβέρνηση και ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρούν να ανοίξουν βηματισμό και να υπερβούν τη γενικευμένη αίσθηση της δυστοκίας ως προς την υλοποίηση εξαγγελιών και μεταρρυθμίσεων.

Επενδυτική βαθμίδα δίχως αντίκρισμα

Στο Μέγαρο Μαξίμου το πρωθυπουργικό επιτελείο βρίσκεται αντιμέτωπο με μια αντιφατική συνθήκη. Από τη μία πλευρά κυριαρχεί η ικανοποίηση για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας. Από την άλλη όμως, γίνεται σταδιακά αντιληπτό ότι όσο οι θετικές εξελίξεις σε αυτό το πεδίο δεν αντικατοπτρίζονται και στις συνθήκες με τις οποίες βρίσκονται αντιμέτωποι οι πολίτες, η αίσθηση πολιτικής κυριαρχίας θα μετατρέπεται σταδιακά σε μια παράμετρο αναντίστοιχη με την κοινωνική πραγματικότητα. Οπως, δε, επισημαίνουν οικονομικοί παράγοντες, η αναβάθμιση από τους οίκους αξιολόγησης μέχρι στιγμής δεν έχει αποτυπωθεί με κάποια θετική δυναμική στην αγορά των κρατικών ομολόγων.

Προτεραιότητες και εκκρεμότητες

Η απουσία αντιπολίτευσης και η αποσύνθεση του μέχρι πρότινος βασικού πόλου αντιλόγου προς την κυβέρνηση έχει μέχρι στιγμής «παγιδεύσει» ορισμένα από τα υπουργικά στελέχη σε μια ιδιότυπη ραθυμία και σε χαμηλούς ρυθμούς απόδοσης.

Το στοιχείο αυτό έχει διαπιστωθεί από τον Πρωθυπουργό, ο οποίος, σύμφωνα με πληροφορίες, στις τακτικές συσκέψεις των τελευταίων ημερών έχει διαμηνύσει ότι η κυβέρνηση οφείλει να πάψει να ασχολείται με τον ΣΥΡΙΖΑ και να στραφεί στην ταχεία υλοποίηση των δεσμεύσεών της.

Βασικά πεδία στα οποία εντοπίζονται οι δυσλειτουργίες και οι κυβερνητικές ανησυχίες είναι η ασφάλεια και η ανομία, οι πολλαπλές εκδηλώσεις βίας, σε γήπεδα, σχολεία κ.ά., η κατάσταση στα νοσοκομεία και στην Υγεία (όπου επιπροσθέτως έχει διαπιστωθεί μια δυσλειτουργία μεταξύ Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, Ειρήνης Αγαπηδάκη και Μάριου Θεμιστοκλέους), στην Παιδεία, οι καθυστερήσεις των μεταρρυθμίσεων στη Δικαιοσύνη, αλλά και πιο «πεζές» εκδοχές της λεγόμενης καθημερινότητας, όπως η κατάσταση στους δρόμους και η διαχείριση του κυκλοφοριακού.

Κατά πληροφορίες – και παρά τις προφανείς διαψεύσεις – ο Πρωθυπουργός έχει επεξεργαστεί ενδεχόμενες διορθωτικές κινήσεις, είτε με αλλαγές προσώπων είτε διά συστάσεων και παροτρύνσεων. Οπως διαμηνύεται πάντως από το περιβάλλον του, προς το παρόν δεν θα πρέπει να αναμένονται δυναμικές παρεμβάσεις από την πλευρά του και μάλλον θα δώσει κάποια (μικρά) περιθώρια χρόνου στους αρμόδιους υπουργούς.

Οι απαιτήσεις στον τομέα της ασφάλειας

Στην πρώτη θέση της ιεράρχησης των προτεραιοτήτων βρίσκεται ο τομέας της ασφάλειας. Οι απαιτήσεις από τον αρμόδιο υπουργό Γιάννη Οικονόμου έχουν αυξηθεί έπειτα από τα γεγονότα του περασμένου καλοκαιριού, τα οποία δημιούργησαν μια βαριά ατμόσφαιρα και μια αίσθηση αναποτελεσματικότητας, η οποία εκτείνεται σε πολλά πεδία: από την εγκληματικότητα όλων των βαθμών έως την κυκλοφορία στους δρόμους. Ηταν άλλωστε αυτά τα πεδία μεταξύ εκείνων τα οποία είχε προτάξει με ειδικές αναφορές ο Πρωθυπουργός πριν από περίπου δύο μήνες στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης, δίχως όμως ακόμη να έχουν γίνει αισθητές οι βελτιωτικές παρεμβάσεις.

Την ίδια στιγμή, η κρισιμότητα του συγκεκριμένου υπουργείου αυξάνεται λόγω της συγκυρίας και των ειδικών συνθηκών και απαιτήσεων οι οποίες διαμορφώνονται εξαιτίας της πολεμικής κρίσης στη Μέση Ανατολή. Αυτά αφορούν τις κινήσεις μεταναστών και προσφύγων, αλλά και τις αυξημένες ανάγκες ως προς την επιτήρηση, επιφυλακή και αποτροπή ύποπτων κινήσεων από μουσουλμανικές ομάδες κατά ισραηλινών ή και άλλων στόχων στο εσωτερικό της χώρας.

Μετεκλογική αδράνεια στη Θεσσαλία

Ενα επιπρόσθετο και ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα για την κυβέρνηση αναδύεται στον απόηχο των αυτοδιοικητικών εκλογών, λόγω της διαχείρισης της κρίσης στη Θεσσαλία.

Το ζήτημα έχει προσλάβει μεγάλες διαστάσεις, καθώς η ούτως ή άλλως προβληματική σχέση μεταξύ της κεντρικής κυβέρνησης και του απερχόμενου περιφερειάρχη Κώστα Αγοραστού έχει προκαλέσει μια ιδιότυπη αδράνεια και σημαντικές καθυστερήσεις στις διαδικασίες και την υλοποίηση των σχεδίων αποκατάστασης.

Οπως επιβεβαιώνουν τοπικοί παράγοντες και πολιτικά στελέχη, η ολλανδική εταιρεία στην οποία έχει ανατεθεί από την κυβέρνηση η εκπόνηση των μελετών για την ανοικοδόμηση, βρίσκεται ακόμη στην προσπάθεια συλλογής στοιχείων και καταγραφής και οι ρυθμοί προόδου είναι μάλλον αργοί.

Κατά τις ίδιες πηγές, δεν έχει οριστεί ούτε καν ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα με καταληκτικές προθεσμίες, και το αποτέλεσμα είναι ότι οι πολίτες και οι αγροτικοί πληθυσμοί της περιοχής, αφενός, αγωνιούν για τη χειμερινή περίοδο και την πιθανή επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης και, αφετέρου, δεν έχουν απολύτως καμία ορατή προοπτική για τις δυνατότητες και τους χρόνους επανέναρξης των δραστηριοτήτων τους. Οπως σημειώνεται από πολιτικά στελέχη της περιοχής, με την πάροδο σχεδόν δύο μηνών από τις καταστροφικές πλημμύρες κυριαρχεί η αίσθηση ότι δεν υπάρχει καμία στρατηγική για τη Θεσσαλία.

Το πρόβλημα έχει επιδεινωθεί μετά τη λήξη και των εκλογικών εκκρεμοτήτων. Σύμφωνα με στελέχη της αντιπολίτευσης, τα οποία παρακολουθούν τις εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων, το ζήτημα δεν εστιάζεται τόσο στο ότι η απερχόμενη περιφερειακή αρχή έχει «κατεβάσει τα μολύβια» όσο στην κρίση που εκδηλώθηκε μεταξύ της κυβέρνησης και του περιφερειάρχη Κώστα Αγοραστού κατά το διάστημα πριν και μετά από τις πρόσφατες εκλογές.

Οι ίδιες πηγές σημειώνουν ότι η αρχική προσπάθεια της κυβέρνησης να πάρει αποστάσεις από το δικό της αυτοδιοικητικό στέλεχος και εν συνεχεία οι πιέσεις που εκδηλώθηκαν από τον απερχόμενο περιφερειάρχη, λόγω των καθυστερήσεων στις αποταμιεύσεις κονδυλίων και σε άλλες διαδικασίες, προκάλεσαν ένα βραχυκύκλωμα και μια αδράνεια, και στην ουσία οι πολίτες της Θεσσαλίας ήταν τα θύματα αυτής της αντιπαράθεσης. Υπό αυτό το πρίσμα, μία από τις κρίσιμες εκκρεμότητες της προσεχούς περιόδου, σε περιφερειακό και κεντρικό επίπεδο, θα είναι ο βαθμός συνεργασίας μεταξύ της κυβέρνησης και της νέας διοίκησης της Περιφέρειας υπό τον Δημήτρη Κουρέτα.