Οι διαπραγματεύσεις για συμφωνία ειρήνης στην Ουκρανία είναι δύσκολες, ωστόσο σε ό,τι αφορά την Ελλάδα θέτουν ένα παρεμπίπτον αλλά αναπόφευκτο ερώτημα. Στην περίπτωση που αρχίσει ξανά να ρέει φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο προς την Ευρώπη, τι θα γίνουν τα οικονομικά και γεωπολιτικά οφέλη από τον κάθετο διάδρομο και τις συμφωνίες για το αμερικανικό LNG;

Η κυβέρνηση εμφανίζεται καθησυχαστική, επειδή πιστεύει ότι οι Ευρωπαίοι πήραν το μάθημά τους και δεν θα επιτρέψουν στο εξής την ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία. Αλλά και ειδικοί επί του θέματος, επισημαίνουν ότι ο κάθετος διάδρομος σχεδιάστηκε το 2015 και άρχισε να υλοποιείται το 2017, άρα ήταν στρατηγικό σχέδιο που εφαρμόστηκε από διαφορετικές κυβερνήσεις και απλώς τώρα, λόγω συγκυρίας, φάνηκε πιο έντονα η χρησιμότητά του, η οποία επιμένουν ότι δεν πρόκειται να χαθεί.

Μια από τις κεντρικές συμφωνίες στο ενεργειακό συνέδριο P Teck, το οποίο πραγματοποιήθηκε στο Ζάππειο στις 6-7 Νοεμβρίου, ήταν αυτή που υπογράφηκε ανάμεσα στην αμερικανική Venture Global Inc και την ελληνική Atlantic-See LNG Trade (ΔΕΠΑ και Aktor) για αγοραπωλησία LNG διάρκειας 20 ετών, με στόχο τις αγορές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, εκεί δηλαδή που «αναζητεί» πελάτες και ο κάθετος διάδρομος. Η Ουκρανία έγινε ο πρώτος από αυτούς, αλλά υπάρχουν και άλλες χώρες όπως η Σερβία, η Ουγγαρία, η Μολδαβία, κ.ά., οι οποίες δεν έχουν πρόσβαση σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας.

Οι ανατροπές

Εντός του 2025 συνέβησαν σημαντικές ανατροπές. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έριξε μεγάλο βάρος στην ενεργειακή κυριαρχία της Αμερικής. Από την πλευρά τους οι Ευρωπαίοι μείωσαν τους δασμούς από 25% σε 15% με αντάλλαγμα την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού, αλλά και υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, μέχρι το 2028. Αυτά περιλαμβάνει η συμφωνία που ανακοίνωσαν στις 27 Ιουλίου ο Ντόναλντ Τραμπ και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.

Η πρόεδρος της Κομισιόν αποφάνθηκε ότι η συμφωνία ήταν ικανοποιητική, αν και η ίδια επικρίθηκε για τις αοριστίες της και για την αδυναμία της Ευρώπης να ορθώσει ανάστημα απέναντι στον Τραμπ. Αυτό που για άλλες ευρωπαϊκές χώρες με μεγάλες κατασκευαστικές βιομηχανίες μοιάζει με θηλιά, για την Ελλάδα μετατράπηκε σε απρόσμενη ευκαιρία, τόσο για τη διαμετακόμιση LNG όσο και για τις εξορύξεις.

Ηδη από τα μέσα Μαρτίου, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρος Παπασταύρου, σε συνεργασία με τον αρμόδιο υφυπουργό Νίκο Τσάφο και τον διευθύνοντα σύμβουλο της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων και Ενεργειακών Πόρων Αριστοφάνη Στεφάτο, μια καθαρά αμερικανοτραφής ομάδα με αναφορά στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, άρχισαν να καλλιεργούν επίμονα τη σχέση της ελληνικής κυβέρνησης με τους ανθρώπους-κλειδιά της αμερικανικής ενεργειακής πολιτικής, κυρίως με τον πρόεδρο του πανίσχυρου Εθνικού Συμβουλίου Ενεργειακής Κυριαρχίας Νταγκ Μπέργκαμ.

Η Chevron αναθέρμανε το ενδιαφέρον της για την έρευνα υδρογονανθράκων στα νότια της Κρήτης, αλλά η σχέση με την Exxon Mobil πέρασε από σαράντα κύματα εξαιτίας της καχυποψίας της Νο 1 αμερικανικής εταιρείας ενέργειας τόσο για τις ελληνικές δυνατότητες όσο και για τους κανονισμούς και τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Το κλίμα ήταν «μουδιασμένο», από το πρώτο ραντεβού της ελληνικής ομάδας στις 9 Μαΐου με τον αντιπρόεδρο της εταιρείας Τζον Αρντιλ στο Ιρβινγκ του Τέξας, μέχρι σχεδόν τον Σεπτέμβριο που υπέβαλε προσφορά μαζί με την HELLENiQ Energy. Προκειμένου να ξεπεραστούν τα εμπόδια, η κυβέρνηση χρειάστηκε να υιοθετήσει έναν ενεργειακό ρεαλισμό στον δημόσιο λόγο της και να δείξει ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στην προετοιμασία των διαγωνισμών.

Εξάρτηση ή όχι;

Προκύπτει, βεβαίως, το ερώτημα αν με όλα αυτά η Ελλάδα προσδένεται υπερβολικά στις ΗΠΑ. Αρμόδιες κυβερνητικές πηγές απαντούν πως «σε ό,τι αφορά το φυσικό αέριο δεν υπάρχει καμία μακροχρόνια αποκλειστική συμφωνία και ότι η χώρα μας μπορεί να προμηθεύεται αέριο και από άλλες χώρες, αρκεί να μην είναι ρωσικής προέλευσης».

Ούτως ή άλλως, στις 20 Οκτωβρίου η ΕΕ αποφάσισε να απεξαρτηθεί πλήρως από το ρωσικό φυσικό αέριο ως το 2028. Σχετικά με τις εξορύξεις, εξηγούν ότι «το κόστος είναι τόσο μεγάλο, 5-100 εκατομμύρια ευρώ για τις έρευνες και 5-10 δισεκατομμύρια ευρώ για την εξόρυξη, που μόνο ενεργειακοί κολοσσοί μπορούν να το αναλάβουν, και στην Ανατολική Μεσόγειο δραστηριοποιούνται η Exxon και η Chevron».