Βλέπω το House of Guinness ένα βράδυ που η πόλη έξω μοιάζει εξίσου κατασκευασμένη. Το φως από τις βιτρίνες, τα σύννεφα που φαίνονται σχεδόν ζωγραφισμένα, οι άνθρωποι που φωτογραφίζουν τον εαυτό τους για να τον θυμούνται αργότερα – όλα μοιάζουν με προσομοίωση. Και σκέφτομαι πως η σειρά αυτή δεν είναι απλώς μια ιστορία οικογενειακών συγκρούσεων, αλλά ένα μάθημα για το πώς η εικόνα έχει αλλάξει φύση.

Το Δουβλίνο που βλέπω στην οθόνη δεν υπάρχει. Είναι Λίβερπουλ, Μάντσεστερ, Στόκπορτ και λίγο υπολογιστής. Οι δρόμοι είναι ψηφιακά «διορθωμένοι», οι ουρανοί ζωγραφισμένοι, τα σπίτια γερασμένα με φίλτρα και τεχνητό φως. Κι όμως – κι αυτό είναι το παράδοξο – συγκινούμαι. Οχι παρά το ψέμα, αλλά εξαιτίας του.

Η τεχνολογία έχει φτάσει σε ένα παράξενο σημείο, όταν είναι καλή, δεν φαίνεται. Το CGI, τα ψηφιακά εφέ, δεν είναι πια το τέρας που καταπίνει τον ρεαλισμό – είναι η διακριτική του επέκταση. Οπως το μακιγιάζ που δεν αλλάζει το πρόσωπο αλλά το αποκαλύπτει, το ψηφιακό στοιχείο, όταν χρησιμοποιείται σωστά, δεν παραποιεί την αλήθεια – τη φωτίζει.

Κι όμως, ένα κομμάτι μέσα μου αντιστέκεται. Σκέφτομαι τον παλιό κινηματογράφο, εκείνο το αργό, ακατέργαστο φως που δεν έπρεπε να αγγιχτεί. Τη βροχή που έπεφτε πραγματικά, τη σκόνη που έπιανε ο φακός και την άφηνε να υπάρχει. Γιατί εκεί, μέσα στην ατέλεια, ένιωθες κάτι ζωντανό. Μια ένταση που καμία ψηφιακή απόδοση δεν μπορεί να υπολογίσει.

Ισως τελικά το House of Guinness και ο κλασικός κινηματογράφος να μην είναι αντίπαλοι, αλλά οι δύο άκρες του ίδιου βλέμματος. Το ένα φτιάχνει τον κόσμο όπως θα θέλαμε να τον πιστέψουμε, το άλλο τον κοιτάζει όπως είναι. Και ανάμεσα στα δύο απλώνεται ο τόπος της σύγχρονης εικόνας, ούτε ψεύτικος ούτε αληθινός, αλλά ικανός ακόμη να μας συγκινεί.

Και τότε καταλαβαίνω πως αυτό που με αγγίζει δεν είναι το ίδιο το Δουβλίνο – όσο κι αν είναι ένα έως τώρα ανεκπλήρωτο ταξιδιωτικό μου όνειρο – αλλά η σύγκρουση ανάμεσα στο αληθινό και το επινοημένο. Στον κόσμο της εικόνας δεν ψάχνουμε πια την πραγματικότητα – ψάχνουμε έναν τρόπο να τη νιώσουμε ξανά.

Η τεχνολογία – όσο κι αν την κατηγορούμε – προσπαθεί να κάνει ακριβώς αυτό, να αναστήσει την αίσθηση. Να επιστρέψει στο βλέμμα μας λίγη από την παιδική ικανότητα να θαυμάζουμε.

Ισως αυτό να είναι και το τελευταίο ανθρώπινο χαρακτηριστικό που δεν έχει αντιγράψει κανένας αλγόριθμος – το ότι μπορούμε ακόμη να συγκινούμαστε με ένα ψέμα που ξέρουμε πως είναι ψέμα.