Οσο επείγουσα υποστηρίζεται ότι είναι η άσκηση στην Ελλάδα μιας γνήσιας δημογραφικής πολιτικής άλλο τόσο επείγον είναι να κατανοήσουμε τη φύση των εμποδίων που μια τέτοια πολιτική εγείρει.
Γνήσια δημογραφική πολιτική σημαίνει ότι τη διαχωρίζουμε, την ανεξαρτητοποιούμε, από την κοινωνική πολιτική – την προστασία δηλαδή της μητρότητας, του παιδιού και των πολύτεκνων οικογενειών – ή, διαφορετικά, ότι εντάσσουμε την προστασία αυτή σε ένα ευρύτερο πλαίσιο επίτευξης αριθμητικώς συγκεκριμένων δημογραφικών αποτελεσμάτων.
Μπορεί κάτι τέτοιο να αναχθεί αυτοτελώς σε εθνικό στόχο; Πραγματικοί και νομικοί λόγοι δίνουν μια αρνητική απάντηση.
Η πραγματικότητα των αριθμών
Δημογραφικά, η Ευρώπη συρρικνώνεται και οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης ακόμη περισσότερο. Αν σήμερα η Ευρώπη κινείται συνολικά στο 9% του παγκόσμιου πληθυσμού και οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο 5,5%, οι προβλέψεις για το 2075 είναι ότι θα βρεθούμε 6%-6,5% και 3,5%-5% αντίστοιχα.
Στο μεταξύ, στη γειτονική μας Αφρική θα συντελεστεί μια πληθυσμιακή έκρηξη. Μέχρι το 2075, από το σχεδόν 1,5 δισεκατομμύριο κατοίκους της σήμερα υπολογίζεται ότι μπορεί να πλησιάσει τα 3,5 δισεκατομμύρια, με την υποσαχάρια ζώνη της να διεκδικεί το 90% της αύξησης. Μια αύξηση της τάξης του 120% θεωρείται συντηρητική εκτίμηση.
Θα σημειωθεί σταδιακά μια σταθεροποίηση στον παγκόσμιο πληθυσμό, ο οποίος όμως μέχρι το 2075 δεν θα σταματήσει να αυξάνεται.
Για την Ελλάδα, οι προβλέψεις είναι αρνητικές. Οι πιο δυσοίωνες – ως προς τις οποίες όμως φαίνεται να σχηματίζεται συναίνεση – προβλέπουν μείωση του πληθυσμού που θα ξεπεράσει το 25% μέχρι το 2075 και θα είναι από τις πλέον θεαματικές μειώσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Τοποθετημένες σε αυτό το πλαίσιο, οι δημογραφικές προβλέψεις για την Ελλάδα γίνονται ιδιαίτερα ανησυχητικές. Ορισμένοι θα πουν ότι κινδυνεύουμε ως έθνος με εξαφάνιση, άλλοι ότι η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού θα προκαλέσει γενικευμένο οικονομικό μαρασμό και κάποιοι άλλοι ακόμη, πιο τεχνικοί, ότι θα καταρρεύσει το ασφαλιστικό μας σύστημα.
Η ματαιότητα του στόχου
Και για να αποφύγουμε αυτές τις αρνητικές εξελίξεις, προβάλλεται ότι πρέπει να επιδιωχθεί και επιτευχθεί αύξηση του «δείκτη γονιμότητας», μέχρι του επιπέδου που εξασφαλίζει την «αναπλήρωση» του υφιστάμενου πληθυσμού.
Για τι πράγμα μιλάμε όμως; Είναι άκομψο να αναφερόμαστε σε στατιστικές τέτοιου είδους, εν τούτοις είναι αναπόφευκτο, καθώς η δημόσια συζήτηση με τέτοιες στατιστικές τροφοδοτείται.
Στην Ελλάδα, αυτό που συχνά αναφέρεται ως «γυναικεία γονιμότητα» κινείται στο 1,2 παιδιά ανά γυναίκα, ενώ το όριο αναπλήρωσης του πληθυσμού έχει τοποθετηθεί διεθνώς στο 2,1. Μια πλήρως αποτελεσματική δημογραφική πολιτική αυτό το τελευταίο ποσοστό θα έπρεπε να είχε ως στόχο. Είναι όμως μάταιο.
Από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι όπου στην Ευρώπη παρατηρείται ένα ικανοποιητικό ποσοστό γονιμότητας – που πάντως δεν φθάνει το όριο της αναπλήρωσης του πληθυσμού – αυτό οφείλεται στη μετανάστευση (Γαλλία, Σουηδία).
Εκτός μετανάστευσης, μόνη η Ουγγαρία πέτυχε, σύμφωνα με τα διαθέσιμα επίσημα στοιχεία, ανατροπή της τάσης μείωσης του πληθυσμού της, ανεβάζοντας, μετά το 2010, το ποσοστό γονιμότητας από τα 1,2 παιδιά ανά γυναίκα στα 1,6. Ομως, φαίνεται ότι η τάση αυτή, που είναι αυτή καθαυτήν ανεπαρκής και που στοιχίζει ακριβά, δεν είναι διατηρήσιμη.
Για να δώσουμε μια πλήρη κατά το δυνατό εικόνα, γνήσιο, εκτός μετανάστευσης, ποσοστό γονιμότητας ανά γυναίκα, που να ξεπερνάει το όριο της αναπλήρωσης του πληθυσμού, παρατηρείται στις ανεπτυγμένες χώρες μόνο στο Ισραήλ, με αναλογία τεκνοποιίας 2,2 έως 2,8 παιδιά ανά γυναίκα, εντός μάλιστα κάθε μεγάλης κατηγορίας πληθυσμού αυτής της χώρας.
Νομικά εμπόδια
Στο πρακτικώς ανέφικτο της επιδίωξης μιας αποτελεσματικής δημογραφικής πολιτικής έρχεται να προστεθεί και το νομικώς απαγορευμένο. Μια δημογραφική πολιτική με εθνικό στόχο, που λ.χ. θα συνίστατο στη διανομή επιδομάτων μόνο σε ελληνίδες μητέρες, έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο, με τις αποφάσεις του Fawsie και Saidoun κατά Ελλάδος (28.10.2010), απέκλεισε σχεδόν την παροχή κοινωνικών επιδομάτων με βάση το κριτήριο της εθνικότητος. Προηγουμένως, με την απόφασή του Zeibek κατά Ελλάδος (9.7.2009), το Δικαστήριο είχε παντελώς αποκλείσει τη χρησιμοποίηση του κριτηρίου της εθνικής καταγωγής για τον ίδιο σκοπό.
Αλλά και πέραν αυτών, η εργαλειοποίηση της Ελληνίδας ως μέσου επίτευξης δημογραφικών στόχων και η αναπόφευκτη ενοχοποίησή της αν δεν εκπληρώνει το «δημογραφικό της καθήκον» είναι απολύτως ασυμβίβαστη με την ιδέα της αξίας του ανθρώπου στη δημοκρατική μας κοινωνία. Οπως, επίσης, θα έβρισκε ανυπέρβλητα συνταγματικά εμπόδια μια παιδαγωγική πολιτική που θα καλλιεργούσε στους μαθητές ως θρησκευτικό τους καθήκον την «αναπλήρωση» του ελληνικού πληθυσμού.
Τέτοιου είδους δυσοίωνες προβλέψεις καταλήγουν συνήθως στο συμπέρασμα ότι η οικονομική ανάπτυξη και η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος θα επιτευχθούν μόνο μέσω μιας μαζικής μετανάστευσης, όχι αναγκαία ελεγχόμενης και οργανωμένης.
Πριν φθάσουμε όμως εκεί, οι περιπτώσεις τεσσάρων χωρών – της Ιρλανδίας, της Γερμανίας, της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας – μας δείχνουν μια αισιόδοξη προοπτική: Είναι δυνατόν, παρά τη δημογραφική συρρίκνωση, να παρατηρείται σημαντική οικονομική ανάπτυξη, όταν οι χώρες δίνουν έμφαση στην τεχνολογική καινοτομία, την παραγωγική δημιουργικότητα και την εκμετάλλευση των στρατηγικών τους πλεονεκτημάτων.
Η Ελλάδα της ευημερίας
Αντί να παλεύουμε για χιμαιρικούς στόχους που αποδεικνύονται πολλαπλώς ανέφικτοι και ακριβοί, αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε είναι μια Ελλάδα που να ευημερεί, όπου κάθε Ελληνας θα είναι ευχάριστο να ζει τη ζωή του όπως αυτός την ορίζει. Μια πατρίδα που εμπνέει εμπιστοσύνη στους Ελληνες για το μέλλον τους. Τότε, οι συμπατριώτες μας θα μπορούν να αποφασίζουν ελεύθερα, ακόμη και χωρίς κίνητρα τεκνοποιίας, να αποκτήσουν και να μεγαλώσουν στον τόπο μας τα παιδιά τους για τη χαρά που θα παίρνουν από αυτά.
Η τεχνολογία, οι έξυπνες ένοπλες δυνάμεις θα αναπληρώσουν τις ελλείψεις σε στρατεύσιμους, το κεφαλαιοποιητικό ασφαλιστικό σύστημα θα καλύψει τα κενά, αν υπάρξουν, του αναδιανεμητικού, και η προστασία στη μητρότητα, τα παιδιά και τις πολύτεκνες οικογένειες θα εξακολουθήσει να παρέχεται, από κοινωνικό όμως, όχι από δημογραφικό καθήκον.
Ο κ. Ιωάννης Σαρμάς είναι τέως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, επίτιμος πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.