Ηττες; Μακάρι να ήταν μόνο ήττες. Η εξωτερική πολιτική μετρά μια σειρά από ταπεινωτικές συντριβές. Στο Αιγαίο και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Στην Αίγυπτο και στη Λιβύη. Στα Βαλκάνια, στην Ευρώπη και στην Αμερική. Συνήθως «πιάνεται στον ύπνο». Αλλά παγίως δεν διαθέτει την πυγμή για να «υψώσει το ανάστημά της». Είναι – πώς το λένε; – «ενδοτική».

Αυτό είναι το γράμμα και το πνεύμα ενός εθνικοπατριωτικού μετώπου ή, στα ντουζένια του, μιας σχολής πολέμου που πήρε τ’ άρματα το 1897, έπειτα το 1922 και τώρα καθαρίζει το καριοφίλι της από το βήμα της Βουλής, τα τηλεοπτικά πλατό και τα πληκτρολόγια με κραυγές. Μπορεί να μη μετρά ακριβώς επιτυχίες στα πεδία των μαχών. Αλλά τουλάχιστον μετρά «εθνικούς μειοδότες».

Για το εθνικοπατριωτικό μέτωπο, ένας τέτοιος ήταν ο πρωθυπουργός Τσίπρας όταν υπέγραψε τη Συμφωνία των Πρεσπών «πουλώντας τη Μακεδονία». Και ένας τέτοιος έγινε και ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης όταν είπε σε συνέντευξή του στη δημόσια τηλεόραση ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές μπορούν να επιλυθούν με «αμοιβαίες υποχωρήσεις».

Οχι πως η εξωτερική πολιτική στερείται ενός μετώπου της λογικής. Στη Μεταπολίτευση έχουν κυβερνήσει όλες οι εκδοχές του δημοκρατικού τόξου. Η ριζοσπαστική Αριστερά, το πατριωτικό ΠαΣοΚ, οι κεντρώοι και οι φιλελεύθεροι εκσυγχρονιστές, η λαϊκή Δεξιά. Σχεδόν όλοι πέταξαν τις πατριωτικές κορόνες τους όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Αλλά κανένας δεν πήρε τ’ άρματα όταν έγινε κυβέρνηση. Τα αδιαπραγμάτευτα εθνικά δίκαια μετατράπηκαν σε διαχείριση εθνικών συμφερόντων.

Μόνο που τα δίκαια κραυγάζονται, ενώ τα συμφέροντα ψιθυρίζονται. Μόνο σαν ψίθυρος ακούγεται πως «πετύχαμε μια επωφελή συμφωνία με την Αίγυπτο που μας κράτησε ζωντανούς στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο επειδή δεχθήκαμε μείωση της επήρειας στο 70%». Ψιθυριστά λέγεται πως «χάσαμε τη Λιβύη για μόλις ένα 7% της επήρειας» ή πως «στις συμφωνίες με την Ιταλία και την Αλβανία δεχθήκαμε πως τα χωρικά μας ύδατα είναι στα 6 ναυτικά μίλια». Ακόμη πιο ψιθυριστά και μόνο πίσω από κλειστές πόρτες λέγεται ακόμη και από εκείνους που δεν θα το περίμενε κανείς πως «θα ήταν ανεδαφικός μαξιμαλισμός να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στο Αιγαίο στα 12 ναυτικά μίλια».

Μήπως να πάμε στη Χάγη; Α ναι, να πάμε στη Χάγη για την υφαλοκρηπίδα, τη μοναδική διαφορά που αναγνωρίζουμε με την Τουρκία. Ακόμη και ο δρόμος προς τη Χάγη, όμως, δεν είναι παρά μια χίμαιρα: ο ψίθυρος εδώ λέει πως «δεν υπάρχει κυβέρνηση που θα μπορούσε να σηκώσει στους ώμους της μια σολομώντεια δικαστική απόφαση». Και τώρα, στο θαλάσσιο πάρκο του Αιγαίου, «θα μπορούσαμε να σκεφτούμε μια συνεργασία ανάμεσα στις δυο όχθες για την προστασία του Πελάγους. Αλλά πώς να αντέξεις τις κραυγές για συνδιαχείριση;».

Πράγματι, δεν αντέχονται ο ενδοτισμός, η εθνική μειοδοσία, η εσχάτη προδοσία και ό,τι ακόμη μπορεί να κατεβάσει ο εθνικοπατριωτικός νους. Αντέχονται μόνο η ακινησία και ο αυτοπεριορισμός. Πενήντα χρόνια, τώρα, τα χωρικά ύδατα δεν κουνήθηκαν ούτε μισό ναυτικό δευτερόλεπτο από τα έξι ναυτικά μίλια. Το θαλάσσιο πάρκο στριμώχτηκε στις Νότιες Κυκλάδες, μολονότι οι συντεταγμένες που ανακοινώθηκαν πριν από έναν χρόνο στη Διάσκεψη της Αθήνας για τους Ωκεανούς περιλάμβαναν τα Δωδεκάνησα, «πραγματικό hotspot της βιοποικιλότητας», σύμφωνα με ακόμη έναν ψίθυρο.

Στο μεταξύ η εξωτερική πολιτική πορεύεται έτσι, με κραυγές και ψιθύρους. Ή με αυτό που ο Βαγγέλης Βενιζέλος έχει ορίσει ως «έλλειψη εσωτερικών προϋποθέσεων» που θα έβγαζαν τη χώρα από το τέλμα της ακινησίας.

Αυτή όμως είναι στην πραγματικότητα η διαρκής εθνική ήττα των τελευταίων 50 χρόνων. Δεν νιώθεται από εκείνους που κραυγάζουν για τα αδιαπραγμάτευτα εθνικά δίκαια. Αλλά τουλάχιστον αντέχεται από εκείνους που διαχειρίζονται ψιθυριστά τα εθνικά συμφέροντα.