Πήγα πριν από λίγες ημέρες σε ένα μεγάλο πολυκατάστημα για να αγοράσω ένα ραδιόφωνο με ρολόι και ξυπνητήρι – είχα ένα χρόνια ολόκληρα και χάλασε. Oταν το πήγα σε έναν φίλο που κάνει επισκευές, με ρώτησε πόσα λεφτά θέλω να μου δώσει για να το κρατήσει για έκθεμα: το είχα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και του το χάρισα. Θα αγόραζα ένα άλλο: σιγά το δύσκολο. Πού να ήξερα…

Στα μεγάλα πολυκαταστήματα μπορείς να βρεις τα πάντα. Τηλεοράσεις κάθε μεγέθους και κλιματιστικά. Ψυγεία και πλυντήρια – από αυτά που καθαρίζουν ρούχα, όχι ανθρώπους. Αποχυμωτές και μίξερ. Χύτρες που δεν παίρνουν… κλήση για υπερβολική ταχύτητα. Κουζίνες ηλεκτρικές και αυτό το παράξενο μηχάνημα που λέγεται «αφυγραντήρας» και δεν ξέρω πώς δουλεύει, αλλά όλοι λένε πως είναι χρήσιμο.

Φυσικά στα πολυκαταστήματα υπάρχουν και πάρα πολλά κινητά τηλέφωνα και όλα τους τα αξεσουάρ – φορτιστές, θήκες, τα πάντα. Και υπολογιστές. Ισως κάπου να μπορείς να αγοράσεις και λίγη ξεγνοιασιά, αν όχι και ευτυχία, αλλά αυτό που είναι απίθανο να βρεις είναι ένα «ραδιόφωνο με ρολόι και ξυπνητήρι». Μπορείς να βρεις ρολόι. Μπορείς να βρεις ραδιόφωνο σε οποιοδήποτε σχέδιο. Μπορείς να βρεις και ξυπνητήρι – κάπου θα υπάρχει. Αλλά μία συσκευή και με τα τρία είναι δύσκολο.

Απευθύνθηκα στον αρμόδιο υπάλληλο σχεδόν με ντροπή, για να του πω ότι στο Ιnternet (που είναι πλέον κάτι σαν τον Χρυσό Oδηγό) είδα ότι υπάρχει στο πολυκατάστημα και ότι είναι κομψότατο και high tech – σαν να το έχω κάνει παραγγελία. Το τσέκαρε, περίπου όπως ο λογιστής μου τη φορολογική δήλωσή μου. «Υπάρχει, αλλά στη Δράμα» μου είπε. «Δεν μπορώ να το ζητήσω να έρθει από τη Δράμα».

Πίστεψα πως η Δράμα είναι κάτι σαν τόπος εξορίας των ραδιοφώνων με ρολόι και ξυπνητήρι, αλλά παρ’ όλα αυτά βρήκα τη δύναμη να ψελλίσω κάτι του τύπου «μα υπάρχει». Με κοίταξε με βλοσυρό ύφος – ποιος ξέρει τι προβλήματα έχει αι αυτός. «Ακούστε» μου είπε. «Το μηχάνημα πρέπει να πάει από τη Δράμα στη Σαλονίκη και να φτάσει εδώ με το αεροπλάνο. Τα λεφτά που θα πληρωθεί ο κούριερ είναι περισσότερα από αυτά που είναι το κέρδος μας» μου εξήγησε.

Εφταιγε ο κούριερ, αλλά πώς να κρυφτείς από τους κούριερ, έτσι κι αλλιώς αυτοί τα ξέρουν όλα. Δήλωσα παραίτηση, ζήτησα συγγνώμη για την ενόχληση, ήμουν έτοιμος να πάρω τον μεγάλο δρόμο, δηλαδή τη λεωφόρο Συγγρού (μη νομίζετε πως θα αυτοκτονούσα…) για να γυρίσω σπίτι. Αλλά ο υπεύθυνος είχε μια τελευταία ερώτηση, περίπου ψυχαναλυτική. «Τι το θέλεις το ραδιόφωνο με ρολόι και ξυπνητήρι; Δεν έχεις κινητό;» με ρώτησε.

Τον κοίταξα και ήθελα να του πω πολλά. Ηθελα να του πω ότι ο βασικός λόγος που το ψάχνω αυτό το ραδιόφωνο με ρολόι και ξυπνητήρι είναι γιατί δεν θέλω να με ξυπνάει το κινητό μου με τον ήχο που μου τρυπάει τα αφτιά. Εγώ χρόνια τώρα έχω μάθει να ξυπνάω με ένα τραγούδι σαν τον μετεωρολόγο πρωταγωνιστή της «Μέρας της Μαρμότας» – η διαφορά είναι ότι εκείνος ξυπνούσε με το ίδιο πάντα και την ίδια ώρα, ενώ εγώ όχι.

Το τραγούδι αυτό, θα του έλεγα, πολλές φορές μού δημιουργεί την ψυχολογία της ημέρας. Αν είναι χαρούμενο, σηκώνομαι με ένα χαμόγελο, αν όχι, προβληματίζομαι – δεν είναι κακό ούτε το ένα ούτε το άλλο. Επίσης, θέλω, αν δεν σηκωθώ αμέσως από το κρεβάτι, κάτι να ακούσω στο ραδιόφωνο: στο κινητό δεν πατάς ένα κουμπί και διαλέγεις σταθμό, είναι ολόκληρη διαδικασία να βρεις αυτό που ψάχνεις. Αλλά το πιο μεγάλο μου πρόβλημα, ήθελα να του πω του μόνου ανθρώπου που ενδιαφέρθηκε να μάθει τι το ήθελα το ραδιόφωνο με ρολόι και ξυπνητήρι, ήταν η ίδια η σχέση μου με το κινητό που με οδηγεί σε νευρώσεις.

Δεν ξέρω αν σας έχει τύχει να φύγετε πρωί από το σπίτι χωρίς το κινητό σας. Εμένα όποτε μου έτυχε έζησα έναν εφιάλτη – καφκικό ή και χειρότερο, γιατί την εποχή του Κάφκα δεν υπήρχαν κινητά. Νόμιζα πως εκείνη την ημέρα θα με έπαιρναν τηλέφωνο και θα με έψαχναν όλοι όσοι χρόνια τώρα περίμενα και για εμένα αδιαφορούσαν – μάλλον με το δίκιο τους. Πως θα συνέβαινε κάτι κακό σε κάποιον δικό μου και θα το μάθαινα αργά και τελευταίος ενώ ήμουν ο μόνος που θα μπορούσα να τον βοηθήσω.

Πως θα μου συνέβαινε εμένα κάτι κακό και δεν θα είχα τρόπο να ενημερώσω κανέναν: όλο τέτοια σκέφτομαι. Με ενοχλεί επίσης ότι έχουμε παραχωρήσει στο κινητό μας τα πάντα. Την ενημέρωσή μας. Τη διασκέδασή μας, χάρη στις εφαρμογές που έχουμε κατεβάσει ή χάρη στο ρημάδι το TikTok.

Την έκφραση του έρωτά μας, που κι αυτός πλέον σχεδόν αποκλειστικά μέσω κινητού γίνεται. Με ενοχλεί που το κινητό έχει γίνει κουμπαράς, αφού με αυτό πληρώνω, γραφομηχανή, αφού καμιά φορά σε αυτό γράφω, GPS, αφού χάρη σε αυτό βρίσκω διευθύνσεις, ταχυδρομικό περιστέρι, αφού χάρη σε αυτό στέλνω μηνύματα.

Κυρίως με ενοχλεί που το λέμε κινητό και όχι κινητό τηλέφωνο: το κινητό κέρδισε το τηλέφωνο – τηλέφωνο δεν το λέει κανείς. Το λέμε όλοι κινητό, σαν να υπονοούμε πως είναι το μόνο κινητό σε έναν εντελώς ακίνητο κόσμο – για τέτοιο μαγικό εργαλείο μιλάμε, ενώ δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα τηλέφωνο. Ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε.

Οσο πιο πολύ μικραίνει το κινητό τόσο πιο μεγάλος είναι ο χώρος που καταλαμβάνει στη ζωή μας: μπορεί πλέον να χωρά τη ζωή μας – τις φωτογραφίες μας, τις σκέψεις μας, τις ημερομηνίες γενεθλίων των αγαπημένων μας, τις υπομνήσεις μας. Κάποια στιγμή θα βρεθεί κάποιος που θα δημιουργήσει ένα κινητό που θα φτιάχνει καφέ και θα σταματήσουμε να πηγαίνουμε και στις καφετέριες.

Και μετά ένας άλλος θα δημιουργήσει ένα κινητό που θα μας επιτρέπει να διακτινιζόμαστε όπως στο «Star Trek». Tο κινητό θα είναι τα πάντα, ενώ το ράδιο με ρολόι και ξυπνητήρι είναι μόνο αυτό και τίποτε άλλο και για αυτό χρειάζεται τη στοργή μας – θα έλεγα στον πωλητή αν είχα το θάρρος. Και μετά θα του ζητούσα να κηρύξουν, αυτοί που το μπορούν, το ρολόι με ραδιόφωνο και ξυπνητήρι προστατευόμενο είδος. Που κινδυνεύει, όπως και εμείς, από το κινητό.