Οι τελευταίες εβδομάδες υπήρξαν αρκετά πυκνές σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Με αποκορύφωμα την τηλεφωνική επικοινωνία του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, είναι εμφανές ότι στο παρασκήνιο κυοφορούνται ιδέες για την εξεύρεση τρόπου διαχείρισης της έντασης που έχει συσσωρευθεί στην Ανατολική Μεσόγειο και ειδικότερα στις σχέσεις Αθήνας – Αγκυρας. Θα ήταν αδόκιμο να μιλήσει κανείς για επίλυση των προβλημάτων που υφίστανται. Οι σημερινές συνθήκες πόρρω απέχουν από μια τέτοια εξέλιξη.
Παράλληλα, ο δημόσιος διάλογος για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις λαμβάνει χώρα επί της κλασικής νεοελληνικής μεθόδου του «άσπρου – μαύρου». Από τη μία πλευρά, υπάρχουν όσοι θεωρούν τις ελληνικές θέσεις των τελευταίων δεκαετιών έμπλεες μαξιμαλισμού, όταν πιθανότατα οι ίδιοι δεν έχουν καν βγει από τα σύνορα του Κολωνακίου. Από την άλλη, διακρίνονται εκείνοι που φθάνουν να φαντάζονται την Ελλάδα ως ένα νέο… Ισραήλ, ωσάν η ελληνική κοινωνία να έχει τα κότσια για να αναλάβει αυτό το κόστος (αυτό δεν σημαίνει ότι δεν απαιτείται άμεση ενίσχυση της ελληνικής αποτροπής). Η δημόσια αντιπαράθεση αυτών των θέσεων οδηγεί μαθηματικά σε αδιέξοδο που μόνο ένας τυφλός δεν βλέπει.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.