Την αγανάκτηση που συνάντησα στους δρόμους και στις συζητήσεις αυτή την εβδομάδα στη Γαλλία, την περίμενα. Είναι γενικευμένη, προς το παρόν στοχευμένη στο πρόσωπο του Εμανουέλ Μακρόν, που παρουσιάζεται πλέον με μίσος – από γελοιογραφίες μέχρι σλόγκαν σε χειρόγραφα πλακάτ που δείχνουν γκιλοτίνες – ως αυτοκράτορας στις τελευταίες του μέρες, και είναι μια αγανάκτηση που σιγοκαίει. Αναρωτιέσαι αν, πότε και πώς θα μεταμορφωθεί σε δυναμική οργή.
Αυτό που δεν περίμενα είναι το δεύτερο γενικευμένο συναίσθημα: μια αίσθηση κούρασης. Οχι παραίτηση, περισσότερο εξάντληση, μια αίσθηση déja vu που διαχέεται, κολλώδης, και κάνει την πολιτική συζήτηση να βαλτώνει. Οπως μου έλεγε ένας φίλος: «Στο μεσημεριανό τραπέζι στη δουλειά χρόνια τώρα τσακωνόμαστε για τα πολιτικά… Τον τελευταίο καιρό μιλάμε για την κρέμα γάλακτος».
Σε αυτή τη συνθήκη ήρθε η νεανική κινητοποίηση της 10ης Σεπτεμβρίου. Μια κίνηση που προτάθηκε μήνες πριν ως «bloquons tout» (μπλοκάρουμε τα πάντα) στα μέσα δικτύωσης και από τα κάτω, πριν υιοθετηθεί και εν τέλει οργανωθεί από αριστερές ομάδες και συλλογικότητες.
Οσο κι αν η επίσημη Αριστερά προσπάθησε να την καπελώσει, δεν το κατάφερε. Η 10η Σεπτεμβρίου μπορεί να μην «μπλόκαρε» τελικά τη χώρα, παρέμεινε όμως μια κινητοποίηση υβριδική, αρκετά ρευστή, πολυθεματική, με έμφαση στο πώς διασταυρώνονται τα αιτήματα των νέων αυτή τη στιγμή (όπου οι δημόσιες συζητήσεις για την έμφυλη βία, τον ρατσισμό και την Παλαιστίνη, ενώνονταν με την απόγνωση για τη συνεχή φτωχοποίηση, την απουσία δημοκρατίας, την άνοδο του φασισμού και την τεχνοκρατορία). Το περίεργο είναι ότι αυτά τα χαρακτηριστικά δημιούργησαν πολιτικές εξελίξεις προτού ο κόσμος κατέβει στους δρόμους.
Δεν είναι μάλλον τυχαία η απόφαση του πρώην πρωθυπουργού Μπαϊρού να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης για τις 8 Σεπτεμβρίου (μια κίνηση που προεξοφλούσε το τέλος της κυβέρνησής του), ούτε και η σπουδή του Μακρόν να ορίσει πρωθυπουργό τον άχρωμο και απολύτως έμπιστο Λεκορνί αμέσως μετά, ώστε να υπάρχει ο άνθρωπος που θα απαντήσει στους διαδηλωτές. Απομένει να δούμε τι θα συμβεί την επόμενη εβδομάδα, καθώς τα συνδικάτα έχουν κηρύξει γενικές απεργίες με ευρεία συμμετοχή.
Η Γαλλία αυτή τη στιγμή έχει αλλάξει επτά πρωθυπουργούς τα τελευταία επτάμισι χρόνια της διακυβέρνησης Μακρόν, με τους τελευταίους τρεις να αλλάζουν σχεδόν ανά εξάμηνο. Η Αριστερά υπονομεύεται διαρκώς στη δημόσια σφαίρα, από ένα μιντιακό σύστημα που όλο και περισσότερο αποκτά μονοπωλιακά χαρακτηριστικά.
Σε αυτή την πολιτική αστάθεια και με αλληλοδιαδεχόμενες κυβερνήσεις μειοψηφίας, η κοινή γνώμη ενημερώνεται για μια οικονομική κρίση που σοβεί και για τις διαφαινόμενες αλλαγές του εργασιακού/ασφαλιστικού, ενώ βλέπει τους λεονταρισμούς του προέδρου της στη διεθνή σκακιέρα με σχετική αδιαφορία, αν όχι θυμηδία.
Το κράτος, που ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες για τους Γάλλους παίζει τον ρόλο που παίζει για τους Ελληνες η οικογένεια – ήτοι μια κάποτε υπερβατική έννοια την οποία καλούνται να στηρίξουν ακόμα και σε περιόδους εμφανούς αποδιοργάνωσης –, πλέον εμφανίζεται όχι σε λάθος πορεία, αλλά κάτι πολύ χειρότερο: εμφανίζεται κενό. Σε κάποιες πλευρές της μοιάζει όλη αυτή η κατάσταση με την Ελλάδα του 2009 και ο παραλληλισμός έχει παίξει πολύ τις τελευταίες μέρες.
Πέραν της προφανούς διαφοράς μεγέθους και δομής των οικονομιών, που μάλλον θα καθορίσει αλλιώς τη συνέχεια, δύο ακόμα στοιχεία. Στη Γαλλία έχεις πλέον μια Ακροδεξιά έτοιμη να πάρει την εξουσία. Για πρώτη φορά ακούς τόσο πολύ, τόσο πολλούς ανθρώπους, να λένε φωναχτά ότι θα την ψηφίσουν.
Κι από την άλλη, υπάρχει ακόμα μια βαθιά παράδοση προοδευτικής εξέγερσης. Καθώς οι συγκεντρώσεις εξελίσσονταν σε μικρές γιορτές κάτω από τη βροχή την προηγούμενη Τετάρτη, έβλεπες ξεκάθαρα μια γαλλική νεολαία έτοιμη να διεκδικήσει αυτή την παράδοση εξέγερσης με νέους, ευρετικούς τρόπους. «Δεν ξέρουμε αν θα γίνει πορεία ούτε και προς τα πού. Αλλά είμαστε εδώ και θα μείνουμε» μου είπε μια παρέα όταν ρώτησα, ο γέρων, αν θα υπάρξουν ομιλίες ή έστω μια οργανωμένη διαδήλωση. Κι αυτό το, ακόμα ρευστό, «θα μείνουμε», μάλλον είναι το πιο ελπιδοφόρο πράγμα που άκουσα τούτη την εβδομάδα.
Ο κύριος Δημήτρης Παπανικολάουείναι καθηγητής Νεοελληνικών και Πολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.






