Το γεγονός ότι το debate των πολιτικών αρχηγών παρακολουθήθηκε από περίπου 2,8 εκατομμύρια τηλεθεατές αποτελεί από μόνο του ένα σημαντικό γεγονός. Ανεξάρτητα αν έγιναν σοφότεροι για τα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων, τις διαφορές τους και τις συμπτώσεις τους, η μεγάλη τηλεθέαση από μόνη της αποκαλύπτει ότι οι πολίτες δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για την επικείμενη εκλογική αναμέτρηση. Παρ’ όλα αυτά, λογικό είναι για όσους παρακολούθησαν το debate και δυσανασχέτησαν με τη σφιχτή φόρμα του, που δεν επέτρεπε διάλογο ή ελεύθερες ερωτήσεις, να αναρωτιούνται αν τελικά έπρεπε να γίνει ή αν ήταν χάσιμο χρόνου.

Οντας και εγώ μια από αυτές που διατηρούσα τις επιφυλάξεις μου πριν από το debate, κλίνω στο να απαντήσω ότι, έστω και έτσι, άξιζε περισσότερο από το καθόλου debate. Οι δημοσιογράφοι από την αρχή είχαν επισημάνει προς τη διακομματική επιτροπή πως ένα σύστημα παράλληλων μονολόγων με προκαθορισμένες θεματικές θα κατέληγε σε ένα αποτέλεσμα που δεν θα ήταν προς όφελος των τηλεθεατών. Θα έδινε πιο πολύ στους πολιτικούς αρχηγούς τη δυνατότητα να «βγάλουν την υποχρέωση» του debate χωρίς να μπουν στη βάσανο της εμβάθυνσης, του αντιλόγου και της αντιπαράθεσης. Στοιχεία απαραίτητα για τον δημόσιο διάλογο και τη δημοκρατία. Προφανώς και μέσα στη διακομματική επιτροπή υπήρχαν διαφορετικές απόψεις, αλλά η συναίνεση επιτεύχθηκε για να μην τιναχτεί τo debate στον αέρα.

Ο ρόλος των δημοσιογράφων σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο δεν ήταν εύκολος και δεν το λέω για να δικαιολογηθώ. Επρεπε να αποδεχτούμε τη λογική αυτή και να σκεφτούμε ερωτήσεις που να ικανοποιήσουν πολλαπλά κριτήρια. Για παράδειγμα, ρωτάς κάποιον για ένα θέμα που δεν έχει τοποθετηθεί και η κοινωνία δεν ξέρει τις θέσεις του ή τον ρωτάς για κάτι που είναι αναμενόμενο (και θα έχει προετοιμαστεί), αλλά αν δεν τον ρωτήσεις θα θεωρηθεί ότι αποφεύγεις τον ελέφαντα στο δωμάτιο; Για τους δημοσιογράφους, αυτή η επιλογή είναι δίκοπο μαχαίρι. Αυτό που θεωρώ ότι είχε σημασία είναι να μπαίνει στο debate έχοντας ως βασική προτεραιότητα το πώς θα γίνει ο πολίτης σοφότερος για τις θέσεις των κομμάτων και όχι αν θα καταφέρεις να τους φέρεις σε δύσκολη θέση. Δεν πρόκειται για debate μεταξύ πολιτικών αρχηγών και δημοσιογράφων, αλλά μεταξύ των πολιτικών αρχηγών. Και εκεί απλά ο δημοσιογράφος πρέπει να επιτελεί τον ρόλο του.

Ομως, η φόρμα του debate δεν έδινε καμία δυνατότητα να ρωτηθούν προφανή πράγματα όταν προέκυπτε η ανάγκη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η δήλωση του κ. Ανδρουλάκη πως για το θέμα των υποκλοπών κάποιοι πρέπει να πάνε φυλακή, όπου οι δημοσιογράφοι δεν είχαμε τη δυνατότητα να ρωτήσουμε ποιους εννοεί.

Ακόμα και έτσι, έχω την αίσθηση ότι πολίτες ασχολήθηκαν με τις εκλογές και τα προγράμματα των κομμάτων. Ομως δεν μπορώ να μη σχολιάσω την υποκριτική στάση των κομμάτων που κατόπιν εορτής έσπευσαν να ασκήσουν κριτική στο debate, αφού είχαν κάνει τα πάντα για να το απονευρώσουν. Ελπίζω ειλικρινά η διακομματική να αναθεωρήσει τις απόψεις της στο (κοντινό) μέλλον, αν χρειαστεί.