Βρισκόμαστε στις παραμονές μιας εξαγγελθείσας αναθεώρησης του Συντάγματος, η οποία θα καταλάβει και τις διατάξεις για τη Δικαιοσύνη.
Αν συμφωνούμε ότι η αναθεώρηση αποτελεί ευκαιρία για σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις, στην οποία πρέπει να προσφεύγουμε με πολλή προσοχή, υπερβαίνοντας κομματικές περιχαρακώσεις και επιδιώκοντας ευρείες συναινέσεις, τότε πρέπει να αποσαφηνίσουμε τη βασική στόχευση του αναθεωρητικού διαβήματος.
Το Σύνταγμα αποτελεί το αναγκαίο πλαίσιο για την οργάνωση των κρατικών θεσμών, ζωογονείται, όμως, και αποκτά το πλήρες νόημά του από την καθημερινή πρακτική και εφαρμογή των διατάξεών του. Αλλιώς παραμένει γράμμα κενό, όπως συμβαίνει με τις διατάξεις που εισήχθησαν το 2019 σχετικά με τη στρατιωτική δικαιοσύνη και τη δυνατότητα των πολιτών να καταθέτουν πρόταση νόμου.
Ας μη λησμονούμε, επίσης, ότι το Σύνταγμα δεν πρέπει να περιέχει πολλές και λεπτομερείς διατάξεις, που το καθιστούν δύσκαμπτο και παρεμποδίζουν την προσαρμογή του στα σύγχρονα δεδομένα. Και το δικό μας είναι σίγουρα φλύαρο.
Στη Δικαιοσύνη καταλογίζεται καθυστέρηση. Αυτό προκύπτει και από τον πίνακα αποτελεσμάτων της Δικαιοσύνης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το περίφημο Scoreboard. Είναι πολλοί οι νόμοι που τα τελευταία, αρκετά, χρόνια έχουν ως αντικείμενο την επιτάχυνση στην απονομή της. Δεν φαίνεται, όμως, ότι πετυχαίνουν τον στόχο τους, αφού το πρόβλημα παραμένει, παρά τις όποιες βελτιώσεις στους χρόνους. Είναι αμφίβολο αν η αναθεώρηση μπορεί να καλυτερεύσει την κατάσταση. Και τούτο διότι το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό.
Δεν αφορά αποκλειστικά τη συνταγματική οργάνωση του θεσμού της Δικαιοσύνης ή την καθημερινή πρακτική των λειτουργών της. Σχετίζεται με την ποιότητα της νομοθεσίας, η οποία ελάχιστες φορές είναι αυτή που θα ανέμενε ο εφαρμοστής και παραμένει στην ουσία της μέτρια.
Πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπ’ όψιν ο μεγάλος αριθμός των δικηγόρων, που δεν αποτελούν πάντοτε το φίλτρο εκείνο στο οποίο μια διαφορά θα εκτονωθεί και δεν θα οδηγηθεί στο δικαστήριο· κάποτε πρέπει να εξετασθεί πόσο η περίφημη «δικηγορική ύλη» έχει αποτελέσει πρόσκομμα στην υιοθέτηση λύσεων που θα βοηθούσαν προς την κατεύθυνση της επίλυσης των διαφορών σε εύλογο χρόνο. Και βεβαίως να αξιολογηθεί η χρόνια υστέρηση σε υποδομές και γραμματειακό προσωπικό.
Επομένως, μια αναθεώρηση των περί Δικαιοσύνης διατάξεων χωρίς μεταβολές σε επίπεδο απλής νομοθεσίας σε ένα εύρος ζητημάτων, αναμφίβολα δεν θα έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα στο ζήτημα του χρόνου επίλυσης των διαφορών.
Τελευταία, όμως, η Δικαιοσύνη είναι και αυτή θύμα της γενικότερης απαξίωσης των θεσμών. Το βλέπουμε στις δημοσκοπήσεις, το αντιλαμβανόμαστε διαβάζοντας τα σχόλια στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η κακή εικόνα δεν αφορά μόνο την ταχύτητά της, αλλά και αυτό που είναι δομικό της χαρακτηριστικό, την ανεξαρτησία της, η οποία υπονομεύεται, στα μάτια της κοινής γνώμης, μεταξύ άλλων, και από τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της.
Η αναθεώρηση λίγα έχει να προσφέρει στην ανάταξη μιας κατάστασης, όπου μέτρο της ορθότητας των δικαστικών ενεργειών και αποφάσεων είναι ένα εντελώς απροσδιόριστο και εύκολα χειραγωγήσιμο κοινό περί δικαίου αίσθημα.
Το βάρος της βελτίωσης της αρνητικής εικόνας, που αδίκως στη γενικότητά της καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, πέφτει στην ίδια και στην καθημερινή πρακτική όσων την υπηρετούν.
Οι όποιες προτάσεις αναθεώρησης πρέπει να έχουν προ οφθαλμών ότι ο θεσμός της Δικαιοσύνης αποτελεί το βασικό θεσμικό αντίβαρο, τον εγγυητή των ελευθεριών των πολιτών, έναντι κάθε πηγής εξουσίασης, δημόσιας ή ιδιωτικής· είναι εκείνη που θα προβεί στις δύσκολες σταθμίσεις ώστε να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον και παράλληλα να προστατευθούν τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Οποιαδήποτε πρόταση πρέπει να έχει συνείδηση των ορίων του εγχειρήματος και να αποβλέπει, με προσεκτικές παρεμβάσεις σε ζητήματα, όπως η επιλογή της ηγεσίας, στην ενίσχυσή της ανεξαρτησίας και της αποτελεσματικότητας της Δικαιοσύνης, έχοντας αποκλειστικά ως πυξίδα τη βασική της αποστολή. Το αναθεωρητικό διάβημα δεν προσφέρεται για κάτι άλλο.
Ο κύριος Βασίλειος Π. Ανδρουλάκης είναι Σύμβουλος Επικρατείας.